Τη συμφωνία του με το νόμο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών εκφράζει ο Μιχάλης Σταθόπουλος, ενώ δεν συμφωνεί με την πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι σε ένα ζευγάρι ανδρών δεν δίνεται η δυνατότητα που υπάρχει στους λοιπούς γάμους να χρησιμοποιούν παρένθετη μητέρα.
Ο εκ των κορυφαίων νομικών, ακαδημαϊκός (διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών) και εξωκοινοβουλευτικός υπουργός σε κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, δεν διστάζει να ασκήσει κριτική για απάνθρωπες σκέψεις από Ιεράρχες της Ελληνικής εκκλησίας:
"Γνωρίζω ότι υπάρχουν ιεράρχες συνετοί και φωτισμένοι, με κατανόηση και γι’ αυτούς που δεν ακολουθούν τη διδασκαλία τους, ιεράρχες που πραγματικά εμπνέονται από τη χριστιανική αγάπη προς τον συνάνθρωπο, προς όλους τους συνανθρώπους μας.
Σ’ αυτούς συγκαταλέγω και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Αλλά στη Σύνοδο της Ιεραρχίας ακούσθηκαν ακραία λόγια που προκαλούν οδυνηρή έκπληξη. Εννοώ κυρίως την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου, ο οποίος έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μόνο ασθένεια και διαταραχή, αλλά αλλοιώνει την ανθρώπινη οντολογία, τη μεταλλάσσει καταστροφικά και αποκτά προοπτική «υπαρκτικού θανάτου».
Είναι ασθένεια, υποστηρίζει, που δεν σέβεται την ανθρώπινη οντολογία, άρα την παραβιάζει. Διερωτάται κανείς: Δεν σημαίνουν όλα αυτά ότι η ανθρώπινη οντολογία, δηλαδή η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη των ομοφυλοφίλων είναι κατά τον Μητροπολίτη αυτόν ελλειμματική; Ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι ελλειμματικοί άνθρωποι; (Μήπως υπάνθρωποι;)".
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος με μια ιδιαίτερα σημαντική συνέντευξη που παραχώρησε στο Dnews λίγο πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου για το γάμο των ομοφύλων, εκφράζει την πεποίθηση πως η κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να προχωρήσει το χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ενώ αναφέρεται λεπτομερώς και στο θέμα της απαγόρευσης της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες που ο ίδιος άνοιξε ως υπουργός της κυβέρνησης Σημίτη
Ακούσθηκαν ακραία λόγια που προκαλούν οδυνηρή έκπληξη. Εννοώ κυρίως την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου, ο οποίος έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μόνο ασθένεια και διαταραχή, αλλά αλλοιώνει την ανθρώπινη οντολογία, τη μεταλλάσσει καταστροφικά και αποκτά προοπτική «υπαρκτικού θανάτου». Πώς κρίνετε τη στάση της Εκκλησίας στο νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφύλων;
Θα απαντήσω πρώτα για το ίδιο το νομοσχέδιο, με τη ρύθμιση του οποίου κατά βάση συμφωνώ.
Ο παραδοσιακός γάμος μεταξύ ετεροφύλων, άνδρα και γυναίκας, δεν θίγεται καθόλου, αφού θα τον επιλέγει η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Αν αποκτήσουν παιδιά, αυτά θα έχουν ένα πατέρα και μία μητέρα. Άρα πλήγμα στην παραδοσιακή οικογένεια δεν θα υπάρχει.
Η αντίθετη άποψη της Eκκλησίας παραγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα ή θέλει να την παραγνωρίζει. Αν κάποιοι πολίτες, όσοι και αν είναι αυτοί, επιθυμούν ομόφυλο σύντροφο στη ζωή τους, κατά διαφοροποίηση από τον παραδοσιακό γάμο, η προτίμησή τους αυτή είναι καθαρά ιδιωτική τους υπόθεση, την οποία οφείλουμε και η Πολιτεία και όλοι μας να σεβόμαστε.
Δεν έχουμε δικαίωμα να παρεμβαίνουμε στην ιδιωτική τους σφαίρα. Η Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει έμπρακτα την επιλογή αυτών των πολιτών, κατοχυρώνοντας και γι’ αυτούς τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται για τον παραδοσιακό γάμο. Είναι ζήτημα προστασίας ατομικών δικαιωμάτων του κάθε πολίτη, που αφορούν την ιδιωτική τους ζωή και την ιδιωτική τους αυτονομία.
Προστασία δε χωρίς εξαιρέσεις. Έτσι δεν συμφωνώ με την πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι σε ένα ζευγάρι ανδρών δεν δίνεται η δυνατότητα που υπάρχει στους λοιπούς γάμους να χρησιμοποιούν παρένθετη μητέρα.
Από τη στιγμή που στην Ελλάδα ο θεσμός της παρένθετης μητέρας αναγνωρίζεται, δεν δικαιολογούνται αυτές οι εξαιρέσεις. Ως προς τα τέκνα ομόφυλων ζευγαριών, αν έχουν την αγάπη των γονέων τους, μπορεί να μεγαλώνουν σε ένα ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, κάτι που δεν το έχουν π.χ. τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα ή είναι ορφανά.
Ασφαλώς η νομοθέτηση του γάμου των ομοφύλων θα δημιουργήσει νέες συνθήκες στο οικογενειακό μας δίκαιο, οι οποίες αρχικά θα ξενίζουν πολλούς. Αλλά σταδιακά θα υπάρξει στην κοινωνία εξοικείωση και προσαρμογή. Σ’ αυτό θα έχει συμβάλει ο νέος νόμος, που εκπληρώνει εδώ προσφυώς την παιδαγωγική αποστολή του νομοθέτη.
Ο νόμος συχνά πρωτοπορεί, όταν η κοινωνία από μόνη της εξελίσσεται με βραδύτερο ρυθμό. Οπωσδήποτε στο συζητούμενο θέμα η κοινωνία μας έχει ήδη εξελιχθεί αρκετά και η εξέλιξή της ασφαλώς θα συνεχισθεί περαιτέρω.
Ως προς τη στάση της Εκκλησίας θα πω το εξής: Γνωρίζω ότι υπάρχουν ιεράρχες συνετοί και φωτισμένοι, με κατανόηση και γι’ αυτούς που δεν ακολουθούν τη διδασκαλία τους, ιεράρχες που πραγματικά εμπνέονται από τη χριστιανική αγάπη προς τον συνάνθρωπο, προς όλους τους συνανθρώπους μας. Σ’ αυτούς συγκαταλέγω και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Αλλά στη Σύνοδο της Ιεραρχίας ακούσθηκαν ακραία λόγια που προκαλούν οδυνηρή έκπληξη.
Εννοώ κυρίως την εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου, ο οποίος έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μόνο ασθένεια και διαταραχή, αλλά αλλοιώνει την ανθρώπινη οντολογία, τη μεταλλάσσει καταστροφικά και αποκτά προοπτική «υπαρκτικού θανάτου».
Είναι ασθένεια, υποστηρίζει, που δεν σέβεται την ανθρώπινη οντολογία, άρα την παραβιάζει. Διερωτάται κανείς: Δεν σημαίνουν όλα αυτά ότι η ανθρώπινη οντολογία, δηλαδή η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη των ομοφυλοφίλων είναι κατά τον Μητροπολίτη αυτόν ελλειμματική; Ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι ελλειμματικοί άνθρωποι; (Μήπως υπάνθρωποι;). Στην εισήγηση αυτή δεν βρίσκει κανείς ούτε ίχνος επίδρασης από τον έξοχο ύμνο της αγάπης του Απόστολου Παύλου στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή.
Είναι κρίμα να ακούγονται τέτοιες απάνθρωπες σκέψεις από Ιεράρχες της ελληνικής Εκκλησίας. Θέλω να πιστεύω ότι τα περισσότερα μέλη της Ιεραρχίας δεν τις συμμερίζονται. Πάντως οι απόψεις αυτές επηρέασαν την τελική απόφαση, η οποία, υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας, δεν εκφράζει απλώς διαφωνία προς την απόφαση της Πολιτείας στο θέμα αυτό, αλλά προσπαθεί να παρεμποδίσει την ψήφιση του σχετικού νόμου από τη Βουλή. Γιατί ο γάμος μπορεί κατά την Εκκλησία να είναι μυστήριο, αλλά για την Πολιτεία είναι και πρέπει να είναι κατά βάση μια ιδιωτική υπόθεση των ενδιαφερομένων, που αφορά την προσωπική τους ζωή.
Υπήρξατε ως Υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Σημίτη στόχος προσωπικών επιθέσεων, καθώς ήσαστε αυτός που άνοιξε το θέμα των ταυτοτήτων. Βλέπετε πρόοδο από τότε έως σήμερα στην κοινωνία; Ποιες είναι οι διαφορές με το τώρα; Eνώ έφεραν στις «λαοσυνάξεις» ακόμη και το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, όταν η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση δεν έφερε πίσω την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ ούτε η εκκλησία το διεκδίκησε. Ήταν τελικά υποκρισία η αντίδραση των πρωταγωνιστών, τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και της Ιεραρχίας;
Οι δύο ερωτήσεις συνδέονται στενά και είναι δεκτικές ενιαίας απάντησης:
Ασφαλώς υπάρχει πρόοδος. Η κατάληξη της αντιπαράθεσης εκείνης με τον τότε Αρχιεπίσκοπο (λαοσυνάξεις, λάβαρα, συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών, φανατισμός κλπ.) κατέληξε στη γενικότερη αποδοκιμασία της στάσης της τότε ηγεσίας της Εκκλησίας.
Ακόμη και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος (έντονα θρησκευόμενος ο ίδιος, αλλά δίκαιος και μη δεχόμενος παρεκκλίσεις από την εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων) απέπεμψε ευγενικά τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος τον επισκέφθηκε για να του ζητήσει να προκηρύξει δημοψήφισμα για το ζήτημα, πράγμα που δεν προβλεπόταν στις συνταγματικές ρυθμίσεις για το δημοψήφισμα. Αλλά η κρισιμότερη αποδοκιμασία προήλθε από τη δικαστική εξουσία.
Τόσο το Συμβούλιο Επικρατείας όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απέρριψαν τις προσφυγές εκκλησιαστικών οργανώσεων που υποστήριζαν την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Διότι το ζήτημα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι πρωτίστως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης που προστατεύεται από το Σύνταγμά μας περιλαμβάνει και την ελευθερία να αποκαλύπτουμε ή να μην αποκαλύπτουμε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μας. Άλλωστε η έκδοση του δελτίου ταυτότητας είναι πράξη της Πολιτείας που εξυπηρετεί πρακτικές ανάγκες και όχι πράξη αυτοπροσδιορισμού του πολίτη. Το δικαίωμα του πολίτη να δηλώνει το θρήσκευμά του μπορεί να ασκηθεί με πολλούς άλλους τρόπους.
Τελικά νομίζω ότι και η κοινωνία αποδέχθηκε αυτήν τη σύμφωνη με το Σύνταγμά μας κατάληξη της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των περισσότερων τότε αντιφρονούντων. Η τότε στάση πολλών πολιτικών, ιδίως της Νέας Δημοκρατίας, αλλά όχι μόνο, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη σκοπιμότητα να είμαστε αρεστοί με όντως τότε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Υπαγορευόταν δηλαδή από το κομματικό ή και προσωπικό συμφέρον πολιτευτών, συνιστώντας ένα είδος λαϊκισμού.
Μήπως έχει έρθει η ώρα να τεθεί αποφασιστικά το θέμα χωρισμού κράτους και εκκλησίας στη χώρα μας;
Φοβούμαι πως η Κυβέρνηση, που τώρα πράγματι τολμά να νομοθετεί τον γάμο των ομοφύλων, δεν θα τολμήσει να λύσει το θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, όπως δεν τόλμησαν όλες οι έως τώρα κυβερνήσεις.
Ο όρος χωρισμός πρέπει να νοηθεί (για να διασκεδασθούν τυχόν εντυπώσεις ότι πρόκειται για ένα μη φιλικό χωρισμό) ως αναφερόμενος στη διάκριση αρμοδιοτήτων Πολιτείας και Εκκλησίας, που σημαίνει μη ανάμιξη της μιας πλευράς στις υποθέσεις της άλλης.
Η διάκριση αυτή φυσικά δεν εμποδίζει τη συνεργασία των δύο μερών σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Επίσης δεν θα εμπόδιζε την οικονομική στήριξη της Εκκλησίας από το Κράτος (στο μέτρο που η ίδια δεν μπορεί), αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία εξυπηρετεί πνευματικές ανάγκες μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Η αναλογική ισότητα, βέβαια, θα επέβαλλε την παράλληλη παροχή βοήθειας, τηρουμένων των αναλογιών, και σε άλλες θρησκείες, στις οποίες ανήκουν Έλληνες πολίτες (πρβλ. κρατική ενίσχυση κομμάτων κλπ.).
Υπό το σημερινό καθεστώς υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κρατικής παρέμβασης στα της Εκκλησίας. Έτσι, ο Καταστατικός της Χάρτης, αντί να είναι δική της πράξη, είναι νόμος του κράτους! Ο Αρχιεπίσκοπος και οι Μητροπολίτες διορίζονται με πράξη της Πολιτείας. Ο διορισμός τους εξαρτάται, δηλαδή, από τον υπουργό Παιδείας.
Η Εκκλησία και οι επιμέρους εκκλησιαστικές μονάδες (Μητροπόλεις κ.λ.π.) έχουν αναγορευθεί σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σαν να ασκούν δημόσια (δηλαδή κρατική) εξουσία, και έτσι οι πράξεις τους, κατά κανόνα εκκλησιαστικού περιεχομένου (συνήθως αφορούν ζητήματα εσωτερικής διοίκησης της Εκκλησίας), μπορεί να προσβάλλονται στο Συμβούλιο Επικρατείας και ενδεχομένως να ακυρώνονται απ’ αυτό.
Πολλές φορές μετατρέπεται το Συμβούλιο Επικρατείας σε μια, όπως έχει λεχθεί, δευτεροβάθμια Ιερά Σύνοδο. Περιμένουν π.χ. οι Μητροπολίτες, όταν έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως, τι θα πει το Συμβούλιο Επικρατείας, για να δουν τι ισχύει στα εσωτερικά θέματα της Εκκλησίας.
Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς και πολλές άλλες τέτοιες επεμβάσεις, μειωτικές για την Εκκλησία. Όλα αυτά νοθεύουν την ανεξαρτησία της. Η μη ανάμιξη του Κράτους σε εκκλησιαστικά θέματα θα καθιστούσε την Εκκλησία αυτόνομη, όπως πρέπει σύμφωνα με την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρ.13 § 1 Συντ.) και όπως αξίζει στην Εκκλησία.
Οι κυριότερες επεμβάσεις της Εκκλησίας σε κρατικά θέματα (και θρησκευτικός χρωματισμός κρατικών λειτουργιών) μεταξύ άλλων είναι:
Στην προμετωπίδα του συνταγματικού κειμένου γίνεται επίκληση «της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Στο άρθρο 3 του Συντ. περιλαμβάνονται διατάξεις θρησκευτικού περιεχομένου, που δεν αρμόζουν σε ένα πολιτειακό κείμενο. Είναι σαν αν μιλάει η Εκκλησία και όχι η Πολιτεία!
Περαιτέρω το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται στο όνομα «της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» (άρθρ. 33 § 2). Γενικότερα ο συνήθως προβλεπόμενος για τους πολίτες όρκος είναι θρησκευτικός (έμμεσος εξαναγκασμός σε «ομολογία πίστεως»), ενώ καθιερώνεται διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών (που κατά βάση έχει ομολογιακό χαρακτήρα) στα σχολεία.
Βεβαίως γίνονται ανεκτές εξαιρέσεις από τον θρησκευτικό όρκο και τη διδασκαλία των θρησκευτικών (π.χ. για μη Χριστιανούς), αλλά και για τους Χριστιανούς είναι αμφίβολο, αν το Κράτος μπορεί να τους εξαναγκάζει να θρησκεύονται ενεργά.
Πρακτικά σημαντική ανάμιξη της Εκκλησίας είναι η ανάθεση σε θρησκευτικούς λειτουργούς αρμοδιοτήτων οικογενειακού δικαίου (ΑΚ 1367). Εδώ μπορεί να αναφερθεί ακόμη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2 του ν. 590/1977, δηλαδή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, που θεσμοθετεί τη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία (άρα δεσμεύει σχετικά την Πολιτεία) σε θέματα όπως του γάμου και της οικογένειας, της χριστιανικής αγωγής της νεότητας κλπ.
Το άρθρ. 16 § 2 Συντ. θεωρεί σκοπό της Παιδείας και την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Στο ειδικό αυτό, αλλά κρίσιμο θέμα φαίνεται το Κράτος να εγκαταλείπει τη θρησκευτική του ουδετερότητα.
Ανάμιξη της Εκκλησίας υπάρχει και πέρα από νομοθετικές προβλέψεις. Πχ. εορτασμός και εγκαίνια καθαρά κοσμικών εκδηλώσεων (ακόμη και της κάθε χρόνο εναρκτήριας συνεδρίασης της Βουλής) με αγιασμό και θρησκευτικές ευλογίες. Χαρακτηριστικό ανάμιξης της Εκκλησίας σε χώρους άσκησης πολιτειακής εξουσίας είναι και η ανάρτηση χριστιανικών εικόνων ή του χριστιανικού σταυρού σε αίθουσες δικαστηρίων, σαν να απονέμεται εκεί (και μάλιστα για όλους τους Έλληνες πολίτες, χριστιανούς ή μη) θεία (ειδικά η Χριστιανική) και όχι η κρατική δικαιοσύνη.
Ένα Σύνταγμα που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών (άρθρο 13) και που θεσπίζει την αρχή της ισότητας όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4), άρα απαγορεύει τις διακρίσεις (ευμενείς ή δυσμενείς) των πολιτών μεταξύ άλλων και λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων (έτσι ρητά και άρθρο 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ) επιβάλλει στο Κράτος να είναι, ως προς τις κρατικές του λειτουργίες που απευθύνονται σε όλους τους πολίτες, θρησκευτικά ουδέτερο, δηλαδή να μη θρησκεύεται και, μάλιστα, προς μία μόνο κατεύθυνση (έστω και αν πρόκειται για την επικρατούσα στη χώρα θρησκεία).
Γιατί αλλιώς το Κράτος καταλήγει σε διακρίσεις· και μάλιστα διακρίσεις σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων, διακρίσεις δυσμενείς για μειονότητες ή πολίτες που δεν θέλουν να ακολουθούν τις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις.
Το Κράτος εκπροσωπεί εξίσου και αυτούς τους πολίτες, οι οποίοι δεν πρέπει να αισθάνονται ότι η Πολιτεία έχει απέναντί τους λιγότερο ενδιαφέρον, δίνοντας την προτίμησή της σε άλλους.
Οι φορείς κρατικής εξουσίας μπορούν φυσικά να θρησκεύονται ατομικά, όπως κάθε πολίτης, όχι όμως όταν ασκούν τα κρατικά καθήκοντά τους.
Επομένως, η Πολιτεία δεν μπορεί να ταυτίζεται με μια, οσοδήποτε μεγάλη, μερίδα του πληθυσμού και να μιλά μόνο με τη δική της φωνή σαν να μην υπάρχουν οι άλλοι πολίτες. Η μη τήρηση της θρησκευτικής ουδετερότητας θίγει ανθρώπινα δικαιώματα. Και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάγονται στην αρχή της πλειοψηφίας.
Πρόκειται για ατομικά δικαιώματα που θα πρέπει να τα απολαμβάνει καθένας, έστω και αν μείνει μόνος, διαφορετικός από τους άλλους. Αυτό θα πει «ατομικό» δικαίωμα. Πλειοψηφικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται να νοθεύουν τη θρησκευτική ουδετερότητα, διότι ακριβώς πρόκειται για προστασία του ατόμου και έναντι πλειοψηφιών.
Η κοινωνία (δηλαδή όποια μέλη της το επιθυμούν) είναι ελεύθερη να θρησκεύεται, όχι όμως το Κράτος που εκπροσωπεί το σύνολο των πολιτών.
Με την ουδετερότητα της Πολιτείας και τη μη ανάμιξή της στα της Εκκλησίας, η τελευταία θα κερδίσει σε αυτονομία. Πολλοί από τους διοικούντες όμως την Εκκλησία θέλουν τις επεμβάσεις της Πολιτείας, για να εμφανίζεται η Εκκλησία ως κρατική και να διατηρεί έτσι τα προνόμια που έχει σήμερα (και οικονομικής φύσεως), αντί να έχει την απήχηση που η ίδια με τις δικές της δυνάμεις και τη δική της διδασκαλία μπορεί να έχει. Αν φοβούνται ότι η αυτονομία της Εκκλησίας θα μειώσει την απήχησή της, τούτο δείχνει τουλάχιστον ανασφάλεια.
Το σύστημα της διάκρισης αρμοδιοτήτων δεν εκδιώκει (όπως καμιά φορά υποστηρίζεται προς δυσφήμηση του συστήματος αυτού) τη θρησκεία από την κοινωνία.
Το θρησκευτικό συναίσθημα και οι μεταφυσικές αγωνίες πάντοτε θα υπάρχουν σε (μεγαλύτερο ή μικρότερο) μέρος του πληθυσμού και μαζί του οι θρησκείες.
Το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα θρησκείας, αλλά πρόβλημα θρησκευτικής ελευθερίας · ελευθερίας πλήρως κατοχυρωμένης και σεβαστής από όλους. Αυτή θα υπάρχει (στη νομοθεσία αλλά και στην πράξη), αν δεν γίνεται καμιά διάκριση και δεν δίνεται -άμεσα ή έμμεσα- θέση υπεροχής σε μέλη μιας κοινωνίας, επειδή ανήκουν σε ορισμένη θρησκευτική κοινότητα και όχι σε άλλη · αν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός θρησκευτικών πλειοψηφιών και μειοψηφιών · αν το κράτος, πραγματικά ουδέτερο στο θέμα αυτό, μεταχειρίζεται του πολίτες του ισότιμα, ξεχνώντας αν και σε ποια θρησκεία πιστεύουν · αν οι θρησκευτικές ή μη θρησκευτικές αντιλήψεις του κάθε πολίτη και η άσκησή τους στην πράξη παραμένουν μια προσωπική υπόθεση που δεν δικαιολογεί κανένα κοινωνικό προβάδισμα · αν κανείς δεν ενοχλείται για το αν και τι πιστεύει. Αυτό σημαίνει διάκριση των αρμοδιοτήτων Πολιτείας και Εκκλησίας.