Αν θέλει κανείς να ερμηνεύσει ολοκληρωμένα γιατί καθυστερεί η επιστροφή του κουαρτέτου στην Αθήνα και το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης μετατίθεται επικίνδυνα κοντά στο καλοκαίρι, καλύτερα να ανατρέξει στο εκλογικό αποτέλεσμα στο Σάαρλαντ, το ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, την περασμένη Κυριακή. Αν και πρόκειται για το μικρότερο της Γερμανίας, άρα με το μικρότερο εκλογικό σώμα, ήταν η πρώτη πραγματική δοκιμασία για τη Μέρκελ και τον βασικό αντίπαλό της, τον σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Αλλά και το πρώτο τεστ ακρίβειας και αξιοπιστίας για τις δημοσκοπήσεις που προβλέπουν ένα ντέρμπι ανάμεσά τους τον Δεκέμβριο. Ως γνωστόν, το κόμμα της Μέρκελ πέτυχε ένα μικρό θρίαμβο. Όχι μόνο διατήρησε στον έλεγχό του Σάαρλαντ, αλλά αύξησε και τις δυνάμεις του. Οι σοσιαλδημοκράτες περιορίστηκαν σ’ ένα καχεκτικό 29%, η αριστερά (Die Linke) έχασε 3 ποσοστιαίες μονάδες, οι Πράσινοι έμειναν εκτός τοπικού κοινοβουλίου, ενώ αντίθετα η ακροδεξιά AfD πέτυχε την είσοδό της με ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 6%.
Συντηρητική πλημμυρίδα στον πυρήνα της Ε.Ε.
Αν και το Σάαρλαντ δεν είναι μικρογραφία της όλης Γερμανίας, το εκλογικό αποτέλεσμα εκεί καταγράφεται ως επικρότηση της γραμμής Μέρκελ – Σόιμπλε. Αν μάλιστα συμπεριληφθεί σ’ αυτό το πολιτικό ισοζύγιο και το αποτέλεσμα των ολλανδικών εκλογών, αυξάνονται οι προσδοκίες η τάση να περιλάβει και τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, ανεξάρτητα από την αναπόφευκτα υψηλή επίδοση της Λεπέν. Μια επικράτηση του Μακρόν- ως πιθανότερη αυτής του Φιγιόν- στον δεύτερο γύρο θα οδηγήσει σε μια συντηρητική πλημμυρίδα στον ευρωπαϊκό πυρήνα και προφανώς θα παγιώσει την προσήλωση στο ισχύον δημοσιονομικό δόγμα της Ευρωζώνης. Ό,τι καλύτερο για την προεκλογική εκστρατεία της Μέρκελ που «πουλάει» στο εκλογικό κοινό της το αφήγημα ότι οι οικονομικές επιτυχίες της Γερμανίας είναι αποτέλεσμα αυτής της προσήλωσης και μόνο αν αυτή επιβληθεί και στους υπόλοιπους εταίρους στην Ευρωζώνη μπορεί όλη η ένωση να επιβιώσει. Έτσι, αποδυναμώνεται το εγχείρημα των σοσιαλδημοκρατών να καταστήσουν κεντρικό στοιχείο της εκστρατείας τους τη δημοσιονομική χαλάρωση.
Προσγειώνονται οι προσδοκίες για το χρέος
Καθόλου τυχαίο δεν πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι λίγο μετά την εκλογική νίκη στο Σάαρλαντ, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών διέρρευσε στον Τύπο της χώρας έγγραφο σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία δεν πρόκειται να δεχθεί η μελλοντική παρέμβαση στο ελληνικό χρέος να περιλάβει εκτός από την επιμήκυνσή του και ένα πάγωμα των επιτοκίων. Το έγγραφο προέβαλλε το άκρως «τρομοκρατικό» για το αντίστοιχα εκπαιδευμένο γερμανικό κοινό επιχείρημα ότι ένα πάγωμα των επιτοκίων, όπως ζητάει το ΔΝΤ, θα κόστιζε στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, άρα στους φορολογούμενους, έως και 120 δισ. ευρώ σε βάθος μερικών δεκαετιών. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πρόσθετο δανεισμό προς την Ελλάδα, πράγμα που θα απαιτούσε ένα πολύ πιο μακροπρόθεσμο «μνημόνιο». Η σχετική διαρροή συνοδεύτηκε από την επισήμανση ότι στο πάγωμα των επιτοκίων είναι αντίθετος όχι μόνο ο Σόιμπλε, αλλά και η Μέρκελ.
Αυτά λέγονται σε μια περίοδο κατά την οποία ο ESM, που βρίσκεται υπό ασφυκτικό γερμανικό έλεγχο, υποτίθεται ότι επεξεργάζεται τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος με στόχο να παρουσιάσει το περίγραμμά τους στο ΔΝΤ κι αυτό με τη σειρά του να πάρει τις αποφάσεις του για το αν και με ποιους όρους θα δανείσει την Ελλάδα. Όμως, περίπου ταυτόχρονα με τη διαρροή του εγγράφου, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ έσπευσε να θυμίσει ότι τα μεσοπρόθεσμα για το χρέος θα ληφθούν μετά το 2018 «και εφόσον κριθεί ότι χρειάζονται». Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι: ποιο ακριβώς θα είναι το αντικείμενο του «παζαριού» στην Ουάσιγκτον, στις 21 Απριλίου, στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, την οποία η κυβέρνηση θεωρεί ορόσημο για την επίτευξη της «ολικής συμφωνίας» για τη δεύτερη αξιολόγηση; Αν η γερμανική ηγεσία, ενθαρρυμένη από την γενικότερη επιβράβευση της πολιτικής της στην ίδια τη Γερμανία, δεν προσφέρει στο ΔΝΤ το απαιτούμενο κίνητρο συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα, το μόνο που απομένει για να μείνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην «εικόνα» είναι να μετακυλήσει το βάρος στην ελληνική κυβέρνηση, με επέκταση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% πολύ πέρα από το 2020. Πράγμα που θα αυξήσει τον λογαριασμό των μέτρων.
Συντονισμένοι στο ροκάνισμα του χρόνου
Το πιθανότερο είναι ότι η ηγεσία του ΔΝΤ είναι πολύ καλά πληροφορημένη- ίσως από την προ μηνός συνάντηση Μέρκελ και Λαγκάρντ- για τις προθέσεις της γερμανικής ηγεσίας να μην κάνει «σκόντο» στο θέμα του ελληνικού χρέους. Γι’ αυτό και κάθε φορά «παγώνει» την κυβερνητική αισιοδοξία ότι πλησιάζει η ώρα της «τεχνικής συμφωνίας» για την αξιολόγηση. Το επανέλαβε χθες, δια του εκπροσώπου του και το επαναλαμβάνει σε κάθε τηλεδιάσκεψη με την ελληνική κυβέρνηση και τους εταίρους του στο κουαρτέτο, όπου επαναφέρει τις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις σε όλα τα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης. Το ΔΝΤ ροκανίζει τον χρόνο και η γερμανική ηγεσία, με τον πολιτικό αέρα που της προσφέρουν οι τελευταίες νίκες της, του παρέχει τον χώρο. Μπορεί οι δυο πλευρές να έχουν πολλές και βαθιές διαφορές, αλλά στη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος έχουν έναν εξόφθαλμο συγχρονισμό. Κι αυτός μπορεί να περιλαμβάνει την πολιτική εξουθένωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, παρά τις «γενναιόδωρες» υποχωρήσεις της.