Τα «Παιχνίδια Εξουσίας» αναδημοσιεύουν από τον «Ριζοσπάστη» ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο (υπογραφή ρεπόρτερ Ε.Μ.) για τις εξελίξεις στη Γερμανία με επίκεντρο τις πολεμικές προετοιμασίες:
Οσα συμβαίνουν στη γερμανική και συνολικά στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική οικονομία, με την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και την αναζήτηση κερδοφόρων αγορών για επενδύσεις, σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, προμηνύουν αυτό που όλο και περισσότεροι αναλυτές χαρακτηρίζουν βαρύ «γεωπολιτικό χειμώνα» για την Ευρώπη και εξηγούν τις πολεμικές ιαχές της ΕΕ, των κρατών - μελών και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
«Ο πόλεμος είναι εγγενής στον γεωπολιτικό χειμώνα στον οποίο μπαίνουμε», τόνιζε πρόσφατα ο Σάμι Σάαρ, επικεφαλής οικονομολόγος της Lombard Odier Bank, σχολιάζοντας την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας και την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής της Ευρώπης σε σχέση με άλλες αγορές.
Η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια πιθανή μείωση της παραγωγής, για τέταρτη συνεχή χρονιά. «Η οικονομία είναι σε ελεύθερη πτώση και βρίσκεται στη βαθύτερη ιστορική της κρίση από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», προειδοποίησε πρόσφατα ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων (BDI), Πίτερ Λάιμπινγκερ.
Μια νέα έκθεση προβλέπει μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 2% φέτος. Η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας στα εργοστάσια χημικής βιομηχανίας ήταν πρόσφατα μόνο στο 70%, αντίστοιχα και οι βιομηχανίες μηχανολογίας και χάλυβα βρίσκονται υπό την πίεση του παγκόσμιου ανταγωνισμού, κυρίως με την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Βιομηχανίες φεύγουν «μαζικά» από την Ευρώπη
Η Γερμανία δεν είναι η μόνη καπιταλιστική οικονομία στην ΕΕ που υποχωρεί σε ανταγωνιστικότητα.
Μελέτη της ολλανδικής ING δείχνει ότι οι νέες βιομηχανικές επενδύσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος παραμένουν αναιμικές.
Οι οικονομολόγοι της ING κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι από το 2019 η μετεγκατάσταση ευρωπαϊκών μονάδων παραγωγής στο εξωτερικό έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις επενδύσεις στην ΕΕ.
Μόλις 38 νέες μεγάλες παραγωγικές μονάδες εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη από το 2019, σε σύγκριση με 172 μονάδες παραγωγής που έφυγαν από την Ευρώπη.
«Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι υπήρξαν περισσότερες μετεγκαταστάσεις εργοστασίων στην Ευρώπη το 2016 ή το 2017, από ό,τι τα προηγούμενα έξι χρόνια μαζί», αναφέρει η έκθεση της ING.
Το κόστος της παραγωγής εντός της Ευρώπης θεωρείται βασικός παράγοντας στη μείωση των επενδύσεων που γίνονται με κριτήριο το μέγιστο δυνατό κέρδος.
Η αύξηση των τιμών της Ενέργειας μετά την πανδημία και ιδιαίτερα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού σε ορισμένους τομείς και τα αυστηρά ρυθμιστικά πλαίσια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, δρουν αποτρεπτικά για τους επενδυτές.
«Από το 2019, οι τιμές παραγωγού στον βιομηχανικό τομέα της Ευρωζώνης, εξαιρουμένης της Ενέργειας, έχουν αυξηθεί κατά 26%, ενώ στην Κίνα έχουν αυξηθεί μόνο κατά 1,4%», σημειώνει οικονομολόγος της Rexecode.
Η ανοδική πορεία της Κίνας ενθαρρύνει πλέον τα μονοπώλια να αναπτύξουν την έρευνα και την ανάπτυξή τους εκεί. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας με τα ηλεκτρικά οχήματα.
Χιλιάδες πτωχεύσεις επιχειρήσεων στη Γερμανία
Ενώ ο παραγόμενος πλούτος αυξάνεται, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και το αέναο κυνήγι του μέγιστου κέρδους που βρίσκεται στην «καρδιά» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κλείνουν επιχειρήσεις και συρρικνώνουν τη βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία.
Οι πτωχεύσεις μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στην ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ και οι απολύσεις που τις συνοδεύουν έχουν πάρει μορφή ντόμινο τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα μεγάλες βιομηχανίες μειώνουν την παραγωγή ή αξιοποιούν την τεχνολογία για να κόψουν μαζικά θέσεις εργασίας.
Πρόσφατο παράδειγμα το λουκέτο στην «Werkzeugbau Laichingen», εταιρεία 130 χρόνων, που ήταν ειδικευμένη στην κατασκευή μηχανημάτων μεταλλουργίας για την αυτοκινητοβιομηχανία και απασχολούσε 100 εργαζόμενους. Η εταιρεία του Λάιχινγκεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση αδυνατώντας να αποπληρώσει τα χρέη της.
Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο DIHK, το 2025 μπήκε λουκέτο σε τουλάχιστον 22.000 μικρές, μεσαίες και μεγάλες εταιρείες σε όλη τη Γερμανία και πάνω από 280.000 άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός έκλεισε εταιρείες σε όλους τους κλάδους που ηγούνται της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Γερμανία, αυτοκινητοβιομηχανίες, μηχανολογικές και χαλυβουργικές βιομηχανίες.
Για παράδειγμα, η κατάσταση στη βιομηχανική περιοχή της Στουτγάρδης - άλλοτε μια από τις πλουσιότερες και πιο παραγωγικές περιοχές - είναι δραματική: Εκατοντάδες πτωχεύσεις, χιλιάδες άνεργοι.
Ενα φαινόμενο ντόμινο έχει προκληθεί, ιδιαίτερα στους μεγάλους γίγαντες της αυτοκινητοβιομηχανίας, Volkswagen, Mercedes-Benz και Porsche, στη συνέχεια στους γίγαντες των εξαρτημάτων, Bosch και ZF, και τέλος σε όλους τους σχετικούς κλάδους. Μόνο στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας χάθηκαν σχεδόν 50.000 θέσεις εργασίας σε έναν χρόνο.
Η εταιρεία κατασκευής φορτηγών και λεωφορείων MAN ανακοίνωσε τελευταία μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 2.300 άτομα.
Αλλά και οι κλινικές και τα νοσοκομεία έχουν επίσης αντιμετωπίσει λουκέτα και πτωχεύσεις. Οι τομείς της μεταποίησης και των τροφίμων εξακολουθούν να παραμένουν σταθεροί.
«Τέλεια καταιγίδα»
Οι πτωχεύσεις έχουν αυξηθεί κατά 23% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Οι ζημίες που προκύπτουν από τα επισφαλή χρέη των υπό πτώχευση εταιρειών υπερβαίνουν τα 57 δισ. ευρώ.
Αναλυτές και οικονομολόγοι κάνουν λόγο για την «τέλεια καταιγίδα»: Οπως λένε παράγοντες της αγοράς, «οι κύριες αιτίες της άνθησης των πτωχεύσεων είναι η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, η ασφυκτική γραφειοκρατία και η κατάρρευση της παγκόσμιας ζήτησης».
Σε αυτά προστίθεται ο ανταγωνισμός από την Απω Ανατολή, ιδίως την Κίνα, ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ και η «Πράσινη Συμφωνία», η οποία πλήττει την παραδοσιακή γερμανική βιομηχανία, ιδίως τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, του χάλυβα και των ανταλλακτικών. Επιπλέον, υπάρχει έλλειψη εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
«Σε σύγκριση με πριν από λίγα χρόνια, είναι πολύ πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθεί ένας Γερμανός ή ξένος επενδυτής πρόθυμος να διασώσει ή να βοηθήσει μια γερμανική εταιρεία που αντιμετωπίζει δυσκολίες», σημειώνουν οι οικονομικοί αναλυτές.
«Σε ορισμένους τομείς, βρισκόμαστε στο ένατο συνεχόμενο τρίμηνο χωρίς σημάδια ανάπτυξης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εφαρμόσουν επείγουσες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στην κοινωνική ασφάλιση. Διαφορετικά, το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται, ειδικά για εταιρείες με μεγάλο εργατικό δυναμικό», τονίζει ο Ντινκ Φόκερ Τράιερ, επικεφαλής αναλυτής στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, αποτυπώνοντας την απαίτηση του γερμανικού κεφαλαίου και των επιτελείων του για επιτάχυνση των αντεργατικών μέτρων.
Το 64% του μισθού για στέγαση και τρόφιμα
Κάτω από αυτές τις συνθήκες κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, οι όροι διαβίωσης της εργατικής τάξης στη Γερμανία έχουν επιδεινωθεί ραγδαία και παράλληλα οι ανισότητες πλούτου - φτώχειας οξύνονται.
Η τάση αυτή καταγράφεται στην πρόσφατη έκθεση (9/12/2025) της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis) που βασίζεται στα αποτελέσματα της Ερευνας Εισοδήματος και Εξόδων (EVS): Τα νοικοκυριά με μηνιαίο καθαρό εισόδημα μικρότερο από 1.300 ευρώ δαπάνησαν κατά μέσο όρο το 64% (780 ευρώ) των καταναλωτικών τους δαπανών το 2023 για τροφή και στέγαση.
Κατά μέσο όρο, σε όλα τα νοικοκυριά, τα τρόφιμα και η στέγαση αντιπροσώπευαν λίγο περισσότερο από το ήμισυ (52%) των ιδιωτικών καταναλωτικών δαπανών. Για τα νοικοκυριά με εισόδημα 5.000 ευρώ ή περισσότερο, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 47%.
Οι ιδιωτικές καταναλωτικές δαπάνες περιλαμβάνουν τις δαπάνες για τρόφιμα, ένδυση, στέγαση, μεταφορές, επικοινωνίες, αναψυχή, εστιατόρια και καταλύματα, εσωτερική επίπλωση, Υγεία, Εκπαίδευση και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Παρά τις αιματηρές οικονομίες η ακρίβεια «τρώει» το εργατικό εισόδημα: Το 2023, η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη ενός νοικοκυριού ήταν 3.030 ευρώ. Στην προηγούμενη έρευνα EVS το 2018, είχε φτάσει τα 2.700 ευρώ.
Κατά μέσο όρο, το 2023, μετά τις δαπάνες για στέγαση (38%) και τρόφιμα (14%), η τρίτη μεγαλύτερη μηνιαία δαπάνη για τις εργατικές οικογένειες είναι οι μεταφορές, που αντιπροσώπευαν το 12% των εξόδων. Ακολουθούν οι δαπάνες για αναψυχή, αθλητισμό και πολιτισμό (9%), υπηρεσίες εστίασης και διαμονής (7%), πληροφορίες και επικοινωνία (5%) και εσωτερική επίπλωση (5%).
Οι πραγματικοί μισθοί θα αυξηθούν κατά... 0,4% το 2025!
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η ...«αύξηση» κατά 0,4% που θα δουν στον μισθό τους οι εργαζόμενοι στη Γερμανία!
Μετά από ονομαστικές αυξήσεις 5,5% και 5,4% το 2023 και το 2024, που στην πράξη ήταν κατά μέσο όρο αύξηση κατά μόλις 2,6%, αντιστοιχώντας ακριβώς στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της δεκαετίας του 2010, φέτος οι πραγματικές αυξήσεις των μισθών θα είναι μηδενικές.
Οπως εξηγεί περαιτέρω στην ετήσια έκθεσή του το Ινστιτούτο WSI του Ιδρύματος Hans Bockler, το οποίο συνδέεται με τα συνδικάτα, περίπου 20 εκατ. εργαζόμενοι καλύφθηκαν από συλλογικά συμφωνημένες αυξήσεις μισθών, μέσω ΣΣΕ. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι 2,2% το 2025, η πραγματική αύξηση των μισθών ανέρχεται σε 0,4%!
Παρά τη μικρή αύξηση, οι συμβατικοί μισθοί, προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό, εξακολουθούν να είναι κάτω από το επίπεδο του 2020, του πρώτου έτους της πανδημίας. «Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι τα μπόνους προσαρμογής στον πληθωρισμό διακόπηκαν και πάλι φέτος», εξηγεί το WSI.
Οι διαπραγματεύσεις για τους κρατικούς υπαλλήλους έχουν προγραμματιστεί για τον Γενάρη και τον Φλεβάρη του 2026.
Τον Φλεβάρη λήγει η συμφωνία μη απεργίας για το συνδικάτο μηχανοδηγών (GdL) στην επερχόμενη μισθολογική διαμάχη με τη σιδηροδρομική εταιρεία. Στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς με άλλους σιδηροδρομικούς φορείς, η GdL απαιτεί αύξηση μισθών κατά 8% για τα μέλη της.
Το επόμενο έτος συνολικά, περίπου 10 εκατ. εργαζόμενοι θα διαπραγματευτούν νέες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.































