Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο, όπως πάντα, την Παρασκευή. Δεν μπόρεσα να το τελειώσω και να το στείλω, όμως, πριν τη Δευτέρα. Όχι για πρακτικούς, αλλά για συναισθηματικούς λόγους.
Η Ελλάδα του «Φραπέ»
Στην αρχική του γραφή ήταν ένα κείμενο γεμάτο θυμό. Με αφορμή τη -διάσημη πια- κατάθεση (ο θεός να την κάνει) του Γ. Ξυλούρη -aka «Φραπέ»- στην εξεταστική επιτροπή της βουλής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ήθελα να γράψω για αυτό το βαθιά προσβλητικό που ζούμε.
Μια ομάδα ανθρώπων όχι απλώς φέρεται σαν η χώρα να της ανήκει, αλλά έχει και το θράσος περίπου να μας το τρίβει κατάμουτρα. Να προσβάλει τη νοημοσύνη μας και περίπου να μας λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι όλα είναι καλώς καμωμένα και ότι, αν εμείς είμαστε έξω από αυτό, τότε φταίμε κιόλας, που δεν είμαστε αρκετά «ξύπνιοι» και «καπάτσοι». Να αρνείται να λογοδοτήσει και να προσβάλει βάναυσα τους θεσμούς.
Έχουν υπάρξει σε όλες τις χώρες του κόσμου υποθέσεις διαφθοράς και διαπλοκής, παντού υπάρχουν κάποιοι που είναι «στα πράγματα» και είτε με προφανείς παρανομίες είτε με νομότυπες μεθόδους αποκομίζουν διάφορα οφέλη. Όμως, προσπαθώ να θυμηθώ μια περίπτωση δυτικής δημοκρατίας τις τελευταίες δεκαετίες που να υπάρχει τόσο προφανής και εξόφθαλμη περιφρόνηση προς διαδικασίες και θεσμούς -αλλά και προς τον κοινό νου- και δεν βρίσκω. Λίγο πολύ σε όλες τις περιπτώσεις, όταν το πράγμα «στραβώνει» και τα σκάνδαλα αποκαλύπτονται, κάποιος την πληρώνει είτε ποινικά είτε πολιτικά - ενίοτε και κάποιος πολύ υψηλά ιστάμενος. Ακόμα κι αν είναι, ας πούμε, ο Ρίτσαρντ Νίξον ή ο Χέλμουτ Κολ.
Όμως το μήνυμα των ανθρώπων που περνάνε τις τελευταίες εβδομάδες το κατώφλι της εξεταστικής επιτροπής της βουλής -δηλώνοντας ότι μπορεί και να έχουν κερδίσει, και μάλιστα περισσότερες από μία φορές, το τζόκερ ή το λαχείο, αλλά πού να θυμούνται, ή επικαλούμενοι το «δικαίωμα της σιωπής» (παρά το γεγονός ότι η Πέμπτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ δεν ισχύει, από τα λίγα που γνωρίζω, στην Ελλάδα)- είναι ακριβώς αυτό: Δεν μπορείτε να μας αγγίξετε. Θα σας κοροϊδεύουμε κατάμουτρα, θα υποτιμάμε τη νοημοσύνη σας. Αλλά δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα γι’ αυτό, γιατί το κράτος είμαστε εμείς.
Έγραφα, λοιπόν, με αφορμή όλα αυτά, πως στην Ελλάδα συνυπάρχουν δύο στην πραγματικότητα διαφορετικές χώρες. Πουθενά ο κτηνοτρόφος που αναγκάστηκε να θανατώσει όλο το κοπάδι του, γιατί η κυβέρνηση αρνήθηκε τα εμβόλια που διέθετε η ΕΕ, με τον τύπο που εισέπραττε τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ με βάση ανύπαρκτα ζώα. Πουθενά δεν συναντιέται ο νέος ή η νέα που προσπαθεί να επιβιώσει με μισθό χαμηλότερο κι από ένα ενοίκιο με τον 25χρονο υιό Ξυλούρη ή τον σύντροφο Σεμερτζίδου με τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το εισόδημα ή τον πλούτο - ανισότητες άλλωστε υπάρχουν παντού. Έχει να κάνει με κάτι βαθύτερο. Δύο παράλληλες πραγματικότητες που δεν τέμνονται πουθενά. Διαφορετικές πορείες, διαφορετική καθημερινότητα, διαφορετική κατανόηση του τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα, διαφορετικές αξίες.
Αυτός ο διχασμός αποτυπώνεται άλλωστε και αριθμητικά. Η Metron Analysis διατυπώνει στις έρευνές της σταθερά την εξής πολύ εύστοχη ερώτηση: «Ας φανταστούμε τον κόσμο σαν μία πόλη προσατευμένη από ένα κάστρο που περικλείεται από μία έρημο. Υπάρχουν άνθρωποι προστατευμένοι μέσα στο κάστρο και άνθρωποι απροστάτευτοι έξω από αυτό. Εσείς που θα λέγατε ότι βρίσκεστε; Μέσα ή έξω από το κάστρο;». Στην ερώτηση λοιπόν αυτή, στην πιο πρόσφατη έρευνα της εταιρίας (Νοέμβριος 2025) η πλειοψηφία (52%) δηλώνει ότι αισθάνεται πως βρίσκεται έξω από το συμβολικό αυτό κάστρο, ενώ το (46%) δηλώνει ότι αισθάνεται πως βρίσκεται εντός. Αυτό το αίσθημα του αποκλεισμού δεν είναι συγκυριακό: καταγράφεται σταθερά ως -έστω και οριακά- πλειοψηφικό στις διαχρονικές μετρήσεις της εταιρίας. Συντριπτικά μάλιστα εκτός αισθάνονται ότι βρίσκονται όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως ανήκοντες στην αγροτική τάξη (77%), στην εργατική τάξη (77%) και στους μικρομεσαίους (65%), ενώ το αίσθημα αυτό αποκλεισμού υποχωρεί μόνο μεταξύ όσων αισθάνονται ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη (42%) και κυρίως στην ανώτερη τάξη (20%).
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα, φυσικά, που μεγάλο μέρος των πολιτών της αισθάνεται ότι δεν είναι προστατευμένο, ότι η οργανωμένη κοινωνία δεν νοιάζεται, δεν φροντίζει για τον ίδιο/την ίδια. Όμως τα ποσοστά που προαναφέρθηκαν είναι ιδιαίτερα υψηλά - και είναι ενδεικτικά του ότι κάτι πάει πάρα πολύ στραβά όταν περισσότεροι από τους μισούς πολίτες αισθάνονται ότι βρίσκονται απροστάτευτοι έξω από το συμβολικό κάστρο της κοινωνίας.
Κι η Ελλάδα του Μεράντζα
Κάπου εδώ το κείμενο συνέχιζε κάτω από τον υπότιτλο «Μας φτύνουν», εκφράζοντας αγανάκτηση για το θέατρο των τελευταίων ημερών, αλλά και συνολικά για τη συνθήκη που ζούμε. Και καλούσε σε έναν «δημιουργικό θυμό», στην ανάγκη να διοχετεύσουμε αυτό το συναίσθημα που όλοι και όλες νιώθουμε στην κατεύθυνση μιας αλλαγής: δεν αρκεί, έλεγε το αρχικό κείμενο, να βλέπουμε μόνο τα βίντεο από την εξεταστική, δεν αρκεί να παινεύουμε την -πράγματι εξαιρετική- δουλειά που κάνει το σύνολο σχεδόν των βουλευτών της αντιπολίτευσης εκεί, με τις καίριες ερωτήσεις π.χ. της Ζωής Κωνσταντοπούλου, της Μιλένας Αποστολάκη ή του Νάσου Ηλιόπουλου, δεν αρκεί να κάνουμε πλάκα στις παρέες μας ή να κοινοποιούμε τα πολύ πετυχημένα memes με το «επικαλούμαι το δικαίωμα στη σιωπή». Αν όντως πιστεύουμε ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο, τότε πρέπει να το φτιάξουμε. Γιατί κανείς δεν θα μας το χαρίσει.
Δεν ήμουν όμως χαρούμενη με το αποτέλεσμα. Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα που με τρομάζει, που δεν με εκφράζει ούτε προσωπικά ούτε πολιτικά. Γιατί οδηγεί μεν σε ένα ξέσπασμα, συχνά και πολύ ζωογόνο, όμως γρήγορα εκτονώνεται. Και η αλλαγή, αν πρόκειται να αξίζει το όνομά της, θέλει χρόνο, αντοχή. Θέλει αλληλεγγύη και καρδιά, ανθρώπινες σχέσεις και ζεστασιά. Θέλει ότι υπάρχει κάτι καλύτερο εκεί έξω. Και πίστη στους ανθρώπους.
Κάπου εκεί, λοιπόν, παράτησα το κείμενο. Αποφάσισα ότι δεν θα ανέβαζα τίποτα αυτή τη βδομάδα. Μέχρι που χθες το βράδυ βρέθηκα -ξανά- σε ένα live του πολυαγαπημένου μου Γιώργου Μεράντζα. Τραγούδησα μαζί με τους άλλους Μπακαλάκο και Μαρκόπουλο, Μικρούτσικο και Θεοδωράκη. Κάπου έβαλα τα κλάματα, αλλού πείσμωσα. Στη «Δίκοπη Ζωή» δεν τραγουδούσα, αλλά φώναζα σχεδόν τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου: «μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε / γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές / το χώμα που πατούν να προσκυνούνε».
Ένας φίλος στην παρέα από το εξωτερικό αναρωτήθηκε τι τραγούδια είναι ακριβώς αυτά που τα ξέρουν όλοι στο κοινό απ’ έξω. Και, μάλιστα, και οι νέοι. Την απάντηση έδωσε η κοπέλα που καθόταν πίσω μας: «Ε, κι εμάς κάποιοι μας μεγάλωσαν».
Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι που ήταν χθες εκεί δεν ήταν κάποιοι τυχαίοι που συνυπήρξαμε για λίγες ώρες. Σίγουρα έχουμε ξανασυναντηθεί και σίγουρα θα ξανασυναντηθούμε. Με κάποιους θα φωνάξαμε μαζί για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, όταν οι άλλοι υπολόγιζαν μικροκέρδη και μικροζημιές στον τουρισμό. Με άλλους, παλιότερα, θα είχαμε ίσως ξανατραγουδήσει μαζί, «μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», στο προαύλιο της ΕΡΤ όταν έπεσε το «μαύρο», τότε που άλλοι καταλάβαιναν μόνο από «αγορές» και έτρεχαν να φυγαδεύσουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό. Με κάποιους από αυτούς μπορεί κάποτε να υπερασπιστήκαμε μαζί έναν μετανάστη, όταν τον πρόσβαλε κάποιος ρατσιστής μέσα στο τρόλεϊ, με κάποιους άλλους μπορεί να απλώσαμε ταυτόχρονα το χέρι να πάρουμε το καινούριο τεύχος της «Σχεδίας» στην είσοδο του μετρό. Κι όταν σε λίγες μέρες ανταμωθούμε ξανά στην εθνική, ελπίζω πως θα είναι μεταξύ εκείνων που δεν θα βλαστημήσουν τους αγρότες γιατί θα μας κλείνουν τον δρόμο και θα μας καθυστερήσουν να φτάσουμε στο γιορτινό τραπέζι στο χωριό, αλλά θα τους πούνε από την καρδιά τους «αντέξτε» και «μαζί σας» και «καλές γιορτές». Κι ίσως να κοντοσταθούν για λίγο. Να τους αφήσουν ένα μπουκάλι κρασί ή ένα γλυκό που θα έχουν πάρει πεσκέσι για την οικογένεια που θα περιμένει, για να τους ζεστάνει εκεί στη μέση του δρόμου. Γιατί, δεν μπορεί, οι στίχοι της «Δίκοπης Ζωής] δεν ξεστομίζονται έτσι, τυχαία.
Κλείνοντας το πρόγραμμα, ο Μεράντζας μας αποχαιρέτησε ως εξής: «Να προσέχετε τους εαυτούς σας, αυτούς που αγαπάτε κι αυτούς που έχουν την ανάγκη σας». Και η γλύκα αυτού του ανθρώπου κι αυτής της βραδιάς έφτασε κυριολεκτικά μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου.
Κι έτσι τώρα μπορώ να δημοσιεύσω το κείμενο. Όχι ως ένα κείμενο θυμού, αλλά ως ένα κείμενο ελπίδας. Γράφοντας πως δεν υπάρχει μόνο η Ελλάδα με τα κουμπούρια και τις κουμπαριές. Υπάρχει κι η Ελλάδα που ακόμα τραγουδάει, που κλαίει στο άκουσμα ενός στίχου, που είναι σε θέση να σκεφτεί και πέρα από τον εαυτό της, εκείνους κι εκείνες που έχουν (περισσότερη) ανάγκη. Που αγωνιά και αγωνίζεται, στα μεγάλα αλλά και στα μικρά. Στην κάθε μέρα. Για να μην βολευτεί, να μην αδιαφορήσει, να μην αφομοιωθεί. Κι όσο υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα -και μεγαλώνει και τα παιδιά της έτσι- διαλέγω να ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Εις το επανιδείν, λοιπόν.
Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός και πολιτική επιστήμονας- Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την εβδομαδιαία στήλη «Weekend Reads» στην προσωπική σελίδα της ίδιας στο Substack (https://danaikoltsida.substack.com/).



























