Η δυνατότητα ενεργοποίησης του θεσμού της ποινικής διαταγής αποτέλεσε μια, μάλλον αφανή, πτυχή της νέας διάταξης για τον «Άγνωστο Στρατιώτη», καθώς -δικαιολογημένα- κυριάρχησε το ζήτημα του δικαιώματος συνάθροισης. Κι όμως, πρόκειται για σοβαρό ζήτημα. Ας δούμε γιατί;
Σύμφωνα με το άρθρ. 409 Κώδ. Ποιν. Δικονομίας (ΚΠΔ) είναι δυνατό, για «απλά» εγκλήματα, αντί την κλασικής ποινικής δίκης στο ακροατήριο, να «τελειώνει» η υπόθεση με μια καταδίκη “fast track”. Απλά είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με μικρή ποινή (έως ένα έτος φυλάκιση ή χρημ. Ποινή ή και τα δύο), δικάζονται από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο και επιπλέον το αποδεικτικό υλικό είναι ξεκάθαρο. Η υπόθεση «τελειώνει» με καταδίκη του κατηγορουμένου, αφού διαπιστώνεται η ενοχή του και του επιβάλλεται ορισμένη ποινή. Η ποινή αυτή είναι ελαττωμένη κατά τα 2/3, για το χρηματικό μέρος, ή μέχρι τρεις μήνες φυλάκιση με υφ’ όρον αναστολή. Όλ’ αυτά – θά ‘λεγε κανείς- «ωραία και γρήγορα»· πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι απουσιάζει παντελώς ο κατηγορουμένους, ούτε μαθαίνει τίποτα, ούτε καλείται να δώσει εξηγήσεις ή έστω να πει τη γνώμη του. Μπορεί, βέβαια, να υποβάλλει «αντιρρήσεις» (άρθρ. 412 ΚΠΔ) και να πάει σε δικαστήριο, οπότε όμως κινδυνεύει με μεγαλύτερη ποινή, χωρίς δηλ. την «έκπτωση» (άρ. 415 ΚΠΔ). Είναι αλήθεια ότι όλη αυτή η κατασκευή δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς σε σχέση με το θεμελιώδες πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και την αρχή της δίκαιης δίκης. Μια ερήμην δίκη και καταδίκη, σίγουρα, προκαλεί ερωτήματα.
Σ’ αυτό το πνεύμα, ένα Ελληνικό Δικαστήριο (το Μονομ. Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου 1/2022) είχε το σθένος να αναγνωρίσει αντίθεση των ως άνω διατάξεων στο Σύνταγμα και έτσι να μην τις εφαρμόσει. Να τι είπε: «Με αυτόν τον τρόπο αναιρείται εκ βάθρων το θεμελιώδες, τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην Ε.Σ.Δ.Α., δικαίωμα του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς δεν εξασφαλίζεται σε αυτόν ούτε ο χρόνος ούτε η ευκολία προς τούτο, ενώ παραβλέπεται η αξία του ανθρώπου που είναι αναπαλλοτρίωτη σταθερά του δικαιϊκού μας συστήματος.» Βέβαια, λίγο αργότερα, ήρθε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 933/2023) και ανέτρεψε την απόφαση αυτή λέγοντας τα αντίθετα, δεχόμενος δηλ. ότι ο θεσμός τη ποινικής διαταγής εναρμονίζεται πλήρως με το Σύνταγμα, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, διασφαλίζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και, ιδίως, το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. Πού «μπλέκει» σ’ όλα αυτά ο «Άγνωστος Στρατιώτης»;
Κατ’ αρχάς στην «τροπολογία» (ήδη, άρθρο 39 ν. 5240/2025, ΦΕΚ Α 184/24-10-2025) προβλέπεται ποινή και αρμόδιο δικαστήριο που εμπίπτουν στις προϋποθέσεις της ποινικής διαταγής (δηλ. στο άρθρ. 409 ΚΠΔ).
Εν συνεχεία, καθώς η διάταξη απαγορεύει πάσα – οποιαδήποτε χρήση του χώρου (πλην επίσκεψης – ανάδειξης του μνημείου) είναι εύκολα εφαρμόσιμη από την Αστυνομία σε περιπτώσεις διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων κ.λπ. «Όλοι μέσα», καθώς αρκεί η παρουσία στο χώρο ώστε να έχουμε παράνομη, δηλ. αξιόποινη «χρήση» του μνημείου (!) Αυτό λέει, δίνοντας σχετική κατεύθυνση, ρητά η Αιτιολ. Έκθεση της κυβερνητικής τροπολογίας: «Υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 409 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης ποινικής διαταγής […]». Χρειαζόταν αυτή η αναφορά; Δεν την ξέρουν τη διάταξη οι Εισαγγελείς; Προφανώς και την ξέρουν. Όμως, η Αιτιολ. Έκθεση δείχνει προς τα πού πρέπει να πάει το πράγμα: Γρήγορα, άμεσα, πολλές καταδίκες, χωρίς δίκες· έτσι, χωρίς πολλά-πολλά, θα έρχονται οι ποινικές διαταγές στους συναθροιζόμενους, κυριολεκτικά χωρίς να ξέρουν από πού τους ήρθαν.
Φανταστείτε: Η Αστυνομία με φωτογραφικό ή και βιντεοληπτικό υλικό ταυτοποιεί διαδηλωτές και ακολούθως υποβάλλει σχετικές δικογραφίες, δεκάδες ή και εκατοντάδες, με αποδείξεις καρμπόν. Αυτό το αστυνομικό έγγραφο θα γίνει στη συνέχεια «κατηγορητήριο» του Εισαγγελέα και Ποινική διαταγή του Δικαστή. Θα σταλεί, απλά, στον κατάδικο, που τότε μόνο θα μάθει τα «ανομήματά» του και θα αρχίσει να ψάχνει δικηγόρο για να δει πώς θα ξεμπλέξει. Αν περάσουν 15 μέρες χωρίς να αντιλέξει, θα είναι για πάντα «κατάδικος»!
Μ’ όσα παραπάνω περιγράψαμε, προκύπτει ότι η ποινική διαταγή είναι μια οπωσδήποτε αμφιλεγόμενη και προβληματική ποινικοδικονομική επιλογή. Η χρήση της εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους και χρειάζεται εξαιρετική προσοχή. Η τυχόν εφαρμογή της, στην περίπτωση του «Άγνωστου Στρατιώτη», θα συνιστά εμμονή στις ακρότητες και την όξυνση, σε μια στιγμή που έχουμε ανάγκη από σύνεση και ψυχραιμία. Έτσι, δεν μπορεί κανείς παρά να προσδοκά ότι οι δικαστικοί λειτουργοί μας θα δείξουν το δεύτερο, προσγειώνοντας τον έξαλλο νομοθέτη στη λογική του φιλελεύθερου κράτους δικαίου.
(Ο Ευτύχης Φυτράκης είναι δικηγόρος)



























