Στο σύγχρονο πολιτικό διάλογο η εφαρμογή προοδευτικής πολιτικής , αντιμετωπίζεται συχνά με αντιφατικά συναισθήματα. Για κάποιους παραμένει ένας μύθος, μια πολιτική πρόταση δύσκολα υλοποιήσιμη στην πράξη, ενώ για άλλους αποτελεί αδήριτη ανάγκη για την προώθηση των κοινωνικών αλλαγών και των ριζικών μεταρρυθμίσεων που θα καθιερώσουν τη χώρα ως ένα σύγχρονο κράτος.
Η αντίφαση αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη διαρκή προσπάθεια των σύγχρονων κομμάτων να ισορροπήσουν ανάμεσα στις αξίες της προόδου και στις πρακτικές πολιτικής επιβίωσης από την άλλη. Σε μια προσπάθεια ερμηνείας αυτού του ‘αδιεξόδου’ με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζει καθοριστικό ρόλο ο ηγέτης.
Είναι γεγονός ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και τον κόσμο ο ηγέτης δεν αποτελεί απλώς τον εκφραστή των ιδεών ενός κόμματος, αλλά συχνά καθορίζει την κατεύθυνση και την αξιοπιστία της παράταξης στην κοινωνία. Ως εκ τούτου η σχέση ανάμεσα στην πολιτική ταυτότητα και στην προσωπικότητα του ηγέτη, αναδεικνύει το δίλλημα:
Η προοδευτική παράταξη είναι πράγματι αναγκαία για την κοινωνική ευημερία ή αποτελεί ένα μύθο που ζωντανεύει μέσα από την ηγεσία και πεθαίνει όταν ο ηγέτης απομυθοποιηθεί;
Ανέκαθεν, η επιλογή ηγεσίας στα κόμματα σηματοδοτεί την φυσιογνωμία τους και επηρεάζει την πορεία τους στο χώρο και το χρόνο, στο σήμερα και το παρελθόν, καθώς και την εκλογική τους επιρροή. Η ηγεσία ενός κόμματος αποτελεί αναμφίβολα κρίσιμη αιχμή για την αναγνώριση του και την ικανότητά του να κινητοποιεί την κοινωνία. Ωστόσο ενώ ο ηγέτης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα από μόνος του δεν αρκεί. Χωρίς ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα, πρόγραμμα αναδιανομής εισοδήματος, ενσωμάτωσης της νέας γενιάς στον παραγωγικό ιστό και την επιστημονική έρευνα στο επίκεντρο ,με έρεισμα κοινωνικό καμία ηγετική φυσιογνωμία δεν μπορεί ούτε να ανατρέψει τη φθορά και την απαξίωση , πόσο μάλλον να θεωρηθεί προοδευτική πολιτική.
Ενώ η αποσύνδεση της πολιτικής από τις ιδεολογικές της ρίζες οδηγεί σε έναν λόγο ουδέτερο, θολό και τις περισσότερες φορές απολίτικο. Έτσι αυτή μετατρέπεται σε εργαλείο διαχείρισης χωρίς πρόσημο και κοινωνικό στόχο. Η πρόοδος γίνεται απλώς μια ετικέτα κενή περιεχομένου και νοημάτων.
Την ίδια ώρα κυρίαρχοι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι επιχειρούν να αποδομήσουν τη σημασία της διάκρισης Δεξιάς-Αριστεράς, προόδου και συντήρησης, παρουσιάζοντάς τη ως ένα ξεπερασμένο δίπολο. Στην πράξη όμως η θολή αυτή εικόνα εξυπηρετεί τη συντήρηση: απολιτικοποιεί τη δημόσια συζήτηση και αποδυναμώνει τα κοινωνικά αιτήματα, χειραγωγώντας την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων.
Στη σύγχρονη πολιτική ρητορική, κάθε αίτημα που διεκδικεί αναδιανομή πόρων ή δικαιοσύνη ή προστασία/ διεύρυνση συνταγματικών δικαιωμάτων παρουσιάζεται ως ξεπερασμένο, ως παλαιολιθικό. Μια τέτοια στρατηγική υπηρετεί την αποδυνάμωση των πραγματικών κοινωνικών διεκδικήσεων δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι η προοδευτική πολιτική ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τα αιτήματα αυτά περιθωριοποιούνται αμβλύνοντας τα όρια ανάμεσα στις ιδεολογικές επιλογές εξωθώντας τους πολίτες να αμφιβάλουν για την αξία θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικών που βρίσκονται έκτος κυρίαρχου κάδρου.
Όμως είναι πράγματι αληθής ένας τέτοιος ισχυρισμός;
Αν η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς ανήκει στο παρελθόν πώς εξηγείται η συνεχής ύπαρξη κοινωνικών διεκδικήσεων, η εκ δια μέτρου αντίθετη οικονομική πολιτική η απαίτηση δικαιωμάτων αλλά και έντονη αντιπαράθεση σε κάθε σημαντικό ζήτημα; Η πραγματικότητα δείχνει τελικά ότι η διαχωριστική γραμμή υπάρχει, σίγουρα υπο νέες μορφές και σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, καθορίζοντας τις επιλογές και τις προτεραιότητες κάθε πολιτικού σχηματισμού.
Σε πολλές περιπτώσεις οι λεγόμενες δυνάμεις της προόδου παραιτήθηκαν ή και ευθυγραμμίστηκαν με τις δυνάμεις της συντήρησης. Μια τέτοια στροφή δεν ήταν απλώς μια πολιτική υποχώρηση, είχε βαθιές συνέπειες καθώς η προοδευτική ατζέντα υποχώρησε, τα κοινωνικά αιτήματα περιθωριοποιήθηκαν και η ικανότητα της κοινωνίας να αμφισβητεί την υπάρχουσα εξουσία αποδυναμώθηκε, ενώ παράλληλα απώλεσαν την κοινωνική τους βάση και οδηγήθηκαν σε εκλογική συρρίκνωση.
Η προοδευτική παράταξη δεν μπορεί να αρκείται ούτε σε συμβιβασμούς, ούτε και σε συμπόρευση με τη συντήρηση. Η δύναμή της βρίσκεται στον καθαρό μη στρογγυλοποιημένο πολιτικό λόγο, στην ανοιχτή μάχη της αναδιανομής του εισοδήματος ως βασικό σταυροδρόμι της πολιτικής αντιπαράθεσης, στην προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως βασικό στοιχείο δημοκρατικής ανάπτυξης.
Ερχόμενοι στο σήμερα η νέα γενιά προσδοκά ηγέτες και κόμματα που θα μιλήσουν καθαρά για τα προβλήματα και θα προτείνουν λύσεις στα σύγχρονα αδιέξοδα. Αναζητά ηγέτες και κόμματα που δίνουν ουσιαστικές απαντήσεις και προοπτική. Αν λοιπόν, ο στόχος είναι να ηττηθούν συντηρητικές πολιτικές οι ηγεσίες των όμορων προοδευτικών κομμάτων οφείλουν να έχουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας προκειμένου να επιτύχουν αυτό το στόχο, έτσι ώστε να κυριαρχήσουν οι προτάσεις που μεροληπτούν υπέρ της κοινωνίας ώστε να μετατραπεί ο μύθος .. σε πραγματικότητα.
(Ο Λουκάς Ανδριτσόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας)



























