Η στρατηγική σκέψη είναι η ικανότητα μιας ηγεσίας να προβαίνει σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την επίτευξη πολιτικών ή στρατιωτικών στόχων, λαμβάνοντας υπόψη το γεωπολιτικό περιβάλλον, τις διαθέσιμες δυνατότητες και τις πιθανές αντιδράσεις των αντιπάλων. Η παραγωγή της αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, η οποία ξεκινά από τη συλλογή εμπειρικών δεδομένων, όπως πρόσφατες ή εν εξελίξει συγκρούσεις, και συνεχίζεται με την αξιολόγηση στρατιωτικών επιχειρήσεων και την εξαγωγή διδαγμάτων. Η στρατηγική σκέψη δεν είναι στατική· απαιτεί ευελιξία, θεσμική συνέπεια και σύνδεση θεωρίας με πράξη, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του διεθνούς συστήματος.
Η τεχνολογία πλέον ασκεί καθοριστική επιρροή στη στρατηγική σκέψη, καθώς μεταβάλλει ριζικά τα επιχειρησιακά μέσα, τις μεθόδους δράσης και τις δυνατότητες σχεδιασμού. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Τουρκία και το Ισραήλ που έχουν ενσωματώσει τεχνολογικές καινοτομίες στον στρατηγικό τους σχεδιασμό.
Η τουρκική ηγεσία έχει αναπτύξει τη δική της στρατηγική σκέψη με αιχμή του δόρατος τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η χρήση τους σε Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο - Καραμπάχ επέτρεψε στην Άγκυρα να προβάλει στρατιωτική ισχύ με χαμηλό κόστος και υψηλή αποτελεσματικότητα, ενισχύοντας τη διπλωματική της επιρροή σε διαφορετικές περιοχές. Από την άλλη, η στρατηγική σκέψη του Ισραήλ προσαρμόζεται συνεχώς στις συμβατικές και ασύμμετρες απειλές που αντιμετωπίζει. Μέσω του συστήματος Iron Dome, των μαχητικών 5ης γενιάς, του κυβερνοπολέμου και της τεχνητής νοημοσύνης, το Ισραήλ έχει καταστήσει την τεχνολογία έναν βασικό πυλώνα της εθνικής του ασφάλειας.
Η στρατηγική σκέψη εδράζεται στη φιλοσοφία «σχεδιάζουμε σήμερα για τις ανάγκες του αύριο». Η ανάπτυξη και αγορά οπλικών συστημάτων για μελλοντική χρήση βασίζεται στη στρατηγική αξιολόγηση τεχνολογικών τάσεων, επιχειρησιακών αναγκών και γεωπολιτικών εξελίξεων. Από τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει το μέλλον, η έμφαση δίνεται, πλέον, σε συστήματα που προσφέρουν ευελιξία, αυτονομία και διαλειτουργικότητα. Η εμφάνιση νέων μορφών πολέμου απαιτεί συνεχή αναπροσαρμογή της αμυντικής πολιτικής. Συνεπώς, ο ρόλος της στρατηγικής σκέψης είναι κρίσιμος, ειδικά στην περίπτωση χωρών που αντιμετωπίζουν μεγάλες απειλές.
Στην Ελλάδα δεν παράγεται συστηματικά στρατηγική σκέψη για πολλούς λόγους. Η κάθε πολιτική ηγεσία συνήθως σχεδιάζει με βάση τον εκλογικό κύκλο και δίνει υπέρμετρη έμφαση στη λεγόμενη «διπλωματία των εξοπλισμών». Είναι ευρέως γνωστό ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αγοράσει οπλικά συστήματα ως μέσο απόκτησης επιρροής σε μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες, χωρίς πάντα να εξυπηρετούνται οι αμυντικές μας ανάγκες. Υπάρχουν δυστυχώς ουκ ολίγα παραδείγματα αυτής της αναχρονιστικής πρακτικής. Η απόφαση για τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας Ρ-3 από τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προφανώς δεν έγινε με επιχειρησιακά κριτήρια. Εδώ και χρόνια, τα μη επανδρωμένα αεροχήματα μπορούν να κάνουν ότι και τα συγκεκριμένα αεροσκάφη με πολύ χαμηλότερο κόστος.
Στα στρατιωτικά επιτελεία, η κουλτούρα της ιεραρχίας αποτρέπει την ανάπτυξη καινοτόμων προτάσεων από τα μεσαία στελέχη. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες ΝΑΤΟϊκές χώρες που δεν διαθέτει αξιόπιστες δεξαμενές σκέψεις (think-tanks) που να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην άμυνα. Η ακαδημαϊκή γνώση δεν αξιοποιείται επαρκώς, παρά το γεγονός ότι η χώρα διαθέτει ένα εξαιρετικά δυναμικό επιστημονικό προσωπικό. Ούτε υπάρχει μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για την αμυντική πολιτική της χώρας. Αντιθέτως, κάθε κριτική αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και η εκάστοτε κυβέρνηση τελικά λογοδοτεί για τις εξοπλιστικές της επιλογές μόνο στον εαυτό της. Η ελληνική αμυντική πολιτική χρειάζεται επειγόντως αλλαγή παραδείγματος.
(Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)





























