Σε ένα νέο γύρο θριάμβου για τα «ματωμένα» πλεονάσματα, η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την υπέρβαση των στόχων του προϋπολογισμού, την ώρα που τα ελληνικά νοικοκυριά στενάζουν υπό το βάρος της φορολογικής ασφυξίας. Όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, τα πλεονάσματα του 2025 δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα μιας ανελέητης οικονομικής πολιτικής που μεταφέρει μεθοδικά το κόστος της λιτότητας στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ε.Ε. (24%), ένας φόρος κατεξοχήν άδικος, που πλήττει κυρίως τα φτωχότερα στρώματα. Παράλληλα, η φορολογική κλίμακα παραμένει ατιμαριθμοποίητη, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε μικρή αύξηση του εισοδήματος , στην καλύτερη περίπτωση από την «φιλευσπλαχνία» της αγοράς , να μετατρέπεται άμεσα σε αύξηση της φορολογίας.
Η Κυβέρνηση, αντί να ανακουφίσει τα νοικοκυριά και τους εργαζόμενους, συνεχίζει με πείσμα μια ταξικά μονομερή πολιτική: σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία για την κοινωνία, φορολογικά δώρα και προστασία για τις ελίτ. Ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα 4,667 δισ. ευρώ, έναντι στόχου 2,2 δισ., το ερώτημα είναι απλό: σε ποιον ανήκουν αυτά τα πλεονάσματα;
Η απάντηση είναι σαφής: είναι τα λεφτά των μισθωτών, των συνταξιούχων, των ανέργων, που τιμωρούνται με υπερφορολόγηση, περικοπές και ελλιπή δημόσια αγαθά, για να παρουσιάζει η Κυβέρνηση αριθμητικά επιτεύγματα στις Βρυξέλλες και να προσελκύει επενδυτές που ονειρεύονται «σταθερότητα» πάνω στην κοινωνική απορρύθμιση.
Την ίδια στιγμή, τα καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά 1,4% και οι φόροι κατά 7,8%(!), ενώ οι επιστροφές φόρων υπολείπονται των στόχων και οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται. Δηλαδή, πληρώνουμε περισσότερα, μας επιστρέφουν λιγότερα και το κράτος δαπανά ακόμα λιγότερα για την κοινωνία. Αυτό δεν είναι οικονομική διαχείριση,είναι καθαρή ληστεία με κρατική σφραγίδα.
Η πρόωρη είσπραξη του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, που παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως "τεχνική διευκόλυνση", είναι στην πραγματικότητα μια ακόμα επιβεβαίωση της αγωνίας της να μαζέψει άρον-άρον έσοδα, αδιαφορώντας για το πότε και πώς πληρώνει ο φορολογούμενος.
Το πιο υποκριτικό απ’ όλα όμως είναι η προσπάθεια συγκάλυψης της ταξικής μεροληψίας με δήθεν τεχνοκρατικά επιχειρήματα. Κανείς δεν μπορεί να κρύψει πια ότι τα νοικοκυριά γίνονται ο κουμπαράς των πλεονασμάτων, ενώ την ίδια στιγμή οι πραγματικές κοινωνικές ανάγκες (υγεία, παιδεία, στέγαση) παραμένουν υποχρηματοδοτούμενες.
Σε μια χώρα που το κόστος ζωής εκτινάσσεται, η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνεται και οι νέοι φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό, η Κυβέρνηση επιλέγει να υπηρετεί τον δείκτη του πλεονάσματος και όχι την κοινωνική πλειοψηφία. Το οικονομικό της μοντέλο είναι σαφές: λιγότερο κράτος για τους πολλούς, περισσότερα κέρδη για τους λίγους.
Η «επιτυχία» τους είναι η φτώχεια μας. Ως πότε θα τους το επιτρέπουμε!
(Η Ιωάννα Λιούτα είναι Πολιτιική και Οικονομική Αναλύτρια)





























