Η πολιτική ήταν κάποτε μαραθώνια υπόθεση. Χρειαζόταν χρόνος για σκέψη, χώρος για αφήγηση, σταθμισμένες κινήσεις. Οι επαγγελματίες της επικοινωνίας, συνιστούσαμε πάντα ψυχραιμία, όχι βιασύνη.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αν δεν είσαι «γρήγορος» κινδυνεύεις να θεωρηθείς αποτυχημένος. Ένα hashtag, ένα post στο Facebook, ειδικά στην Ελλάδα που αυτό παραμένει πολιτικά επιδραστικό, ή ένα βίντεο 30 δευτερολέπτων μπορεί να αλλάξει την ατζέντα, να προκαλέσει πολιτική αναταραχή.
Ο αλγόριθμος έχει γίνει συνδιαμορφωτής της πολιτικής. Όχι μόνο ως κανάλι διάχυσης, αλλά ως ρυθμιστής προτεραιοτήτων, χρόνου και έντασης. Καθορίζει τι λέμε, πότε το λέμε, πως το λέμε. Η απάντηση που επιβάλλεται πρέπει να είναι άμεση, αιχμηρή, επιθετική.
Και το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν τα social media επηρεάζουν την πολιτική. Προφανώς και την επηρεάζουν. Το ερώτημα είναι πώς, πόσο και πότε την παρασύρουν σε λάθος δρόμους. Σε κενές περιεχομένου ατζέντες. Γιατί πλέον η πίεση για άμεση αντίδραση είναι αμείλικτη. Αν δεν απαντήσεις πρώτος, νομίζεις ότι χάνεις. Αν αργήσεις, θεωρείσαι ύποπτος. Αν απαντήσεις πρόχειρα, εκτίθεσαι. Είναι αρκετά τα παραδείγματα πολιτικών που κατέβασαν τις αναρτήσεις τους όταν κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στην αρχική τους αντίδραση.
Ο πολιτικός χρόνος δεν μετριέται πια σε 24ωρα – αλλά σε λεπτά. Όμως αυτή η ταχύτητα, που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τη διαφάνεια και την επαφή με τους πολίτες, γίνεται συχνά παγίδα. Όταν η σκέψη υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη για ταχύτητα, το αποτέλεσμα είναι πολιτική που μοιάζει περισσότερο με reality. Γεμάτη ένταση, εικόνες, καυγάδες, αλλά άδεια από στρατηγική και πολιτική ουσία.
Κι όταν ο χρόνος στενεύει, η ατζέντα δεν καθορίζεται από το ουσιώδες, αλλά από το επείγον. Ένας καλά οργανωμένος ψηφιακός «στρατός» μπορεί να επιβάλλει τα θέματα προς συζήτηση με ρυθμούς που κάποτε μόνο μια έκτακτη είδηση μπορούσε να επιβάλει. Ο δημόσιος λόγος πλέον ξεκινάει στο timeline και καταλήγει σε κυβερνητική παρέμβαση και κάποιες φορές ακόμα και στη νομοθέτηση, με ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει για την ποιότητα της. Η θεσμική παραγωγή πολιτικής μοιάζει κάποιες φορές με διαδικασία fast-track, όχι γιατί οι ανάγκες το απαιτούν, αλλά γιατί οι εντυπώσεις το επιβάλλουν. Και αυτό, όσο θελκτικό κι αν μοιάζει για την «αμεσότητα», δεν είναι πάντα δημοκρατία, πολλές φορές είναι πανικός. Η ατζέντα δεν είναι πλέον αποτέλεσμα επιλογής, αλλά προϊόν αναγκαστικής αντίδρασης.
Ποιο είναι όμως το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιούνται αυτές οι πιέσεις; Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η ψευδαίσθηση της πλειοψηφίας. Ένας πολιτικός πριν λίγα χρόνια μου είχε πει «μα δεν βλέπεις τι γίνεται στο Facebook, θα πέσει η κυβέρνηση σε λίγο». Η ζωή τον διέψευσε. Όταν ο πολιτικός διαβάζει και ακούει κυρίως το δικό του feed, όταν διαβάζει τις γνώμες των «δικών του», όταν βλέπει μόνο θετικά ή μόνο αρνητικά σχόλια από μια ομάδα που έχει μάθει να του μοιάζει, τότε νομίζει ότι ασκεί πολιτική με τη στήριξη της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται μέσα στον ψηφιακό του μικρόκοσμο που δεν δείχνει την πραγματικότητα αλλά την παραμορφώνει. Σε αυτή την παγίδα του ψηφιακού απομονωτισμού είχε πέσει πολλές φορές ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στην περίοδο 2019 – 2023 όταν είχε την ψευδαίσθηση ότι η πολιτική καταναλώνεται κυρίως στα social media. Και όταν οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσα σε μια φούσκα, το επόμενο βήμα είναι αναπόφευκτο. Η πολιτική μετατρέπεται σε αναζήτηση ψηφιακής, αντί κοινωνικής αποδοχής. Και αυτή τελικά εξελίσσεται στην πολιτική του like. Αν η επιτυχία μετριέται μόνο με αριθμούς, πόσα views, πόσα comments, πόσα shares, τότε χάνεται το νήμα της στρατηγικής.
Ο πολιτικός δεν μιλά πλέον για το πού θέλει να πάει τη χώρα, αλλά για το πώς θα πάει καλύτερα στο TikTok προωθώντας μια εικόνα ευχάριστη αλλά κενή περιεχομένου. Το κοινό, αντί να εμπνευστεί, αισθάνεται ότι κατακλύζεται από ασύνδετο περιεχόμενο χωρίς πυξίδα, χωρίς μήνυμα, χωρίς βάρος. Και η πολιτική, αντί να εμβαθύνει, γίνεται επίπεδη.
Η συνταγή είναι ελκυστική και φαινομενικά αποδοτική. Αλλά τα likes δεν είναι κοινωνική αποδοχή. Όσο περισσότερο η πολιτική κοιτάζει το feed για καθοδήγηση, τόσο συχνότερα χάνει τον προσανατολισμό της.
Σε αυτό το σημείο γίνεται σαφές ότι η διαχείριση της πολιτικής παρουσίας στο ψηφιακό περιβάλλον δεν είναι απλώς υπόθεση έμπνευσης, αλλά κυρίως είναι υπόθεση σοβαρού σχεδιασμού. Σήμερα πλέον με τη γνώση που υπάρχει, χρειάζεται ένας μηχανισμός που μπορεί να διαβάσει «το σήμα πίσω από τον θόρυβο». Δεν αρκεί να παρακολουθείς την κίνηση στα social media, πρέπει να την ερμηνεύεις. Η στρατηγική χρειάζεται δεύτερο και τρίτο φίλτρο. Ο ρόλος ενός σοβαρού επιτελείου δεν είναι να πει "ανεβάζουμε αυτό ή όχι", αλλά να δημιουργεί ένα σύστημα πολιτικής επεξεργασίας της πληροφορίας. Από το alert στο Χ μέχρι τη διατύπωση μιας πολιτικής πρότασης, πρέπει να υπάρχει χρόνος, κριτική σκέψη και αξιολόγηση: ποιος μιλά, γιατί μιλά, ποιους εκπροσωπεί και τι σημαίνει αυτό για τη στρατηγική σου. Αυτή είναι η σωστή λειτουργία.
Η ικανότητα δηλαδή να συνδυάζεις ψηφιακή εγρήγορση με πολιτική αυτοκυριαρχία. Να καταλαβαίνεις πότε να μπεις, πότε να μείνεις σιωπηλός και – κυρίως – πότε να μιλήσεις με πραγματικό πολιτικό βάρος.
Ένα είναι σίγουρο. Τα social media εδώ και καιρό άλλαξαν τη σχέση πολιτικής και κοινωνίας. Έφεραν περισσότερη συμμετοχή, περισσότερη διαφάνεια, μεγαλύτερη πίεση. Αλλά έφεραν και θόρυβο, αυταπάτες, υπερβολές, ψέματα. Δεν είναι ούτε σωτήρας, ούτε απειλή. Είναι το παρόν και το μέλλον. Είναι εργαλείο. Και όπως κάθε εργαλείο, πολλαπλασιάζει ό,τι του δώσεις: στρατηγική ή παρόρμηση, αφήγημα ή σπασμωδικότητα.
Και προφανώς το δίλλημα δεν είναι αν θα μετέχεις στην ψηφιακή σφαίρα, αλλά πώς. Με ποιο στόχο, με ποια φωνή και με ποια μέθοδο. Η πολιτική δεν θα σταματήσει να υπάρχει στα social media. Εκεί θα συνεχίσει να διακινείται, να δοκιμάζεται, να αμφισβητείται. Όμως αν η πολιτική σταματήσει να υπάρχει εκτός social media – αν πάψει δηλαδή να παράγει ουσία, τότε έχουμε πρόβλημα. Γιατί στο timeline μπορεί να κερδίσεις τις εντυπώσεις. Αλλά στην πραγματική ζωή κρίνεσαι για τις συνέπειες.
(Ο Ηλίας Τσαουσάκης είναι Σύμβουλος Στρατηγικής & Επικοινωνίας)





























