Την Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024, το πάγωμα σχεδόν 8,5 εκατομμυρίων υπολογιστών αναστάτωσε τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, σταμάτησε εκατοντάδες χιλιάδες τραπεζικές συναλλαγές, ματαίωσε πάνω από τρεις χιλιάδες πτήσεις και εκατοντάδες σιδηροδρομικά ταξίδια, διέκοψε προγράμματα τηλεόρασης και κρίσιμες διαδικασίες σε νοσοκομεία, ασφαλιστικές εταιρείες και αστυνομικά τμήματα. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη κατάρρευση πληροφοριακών συστημάτων όλων των εποχών. Και αν δεν αλλάξει κάτι, μπορούμε βάσιμα να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερες τα επόμενα χρόνια.
Η ζημιά που προκλήθηκε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Κάποιοι υπολογισμοί αναφέρουν ότι, αποκλειστικά και μόνο για τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, ξεπερνάει τα 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Άλλοι επισημαίνουν ότι το κόστος είναι μεγαλύτερο και συγκρίνεται με τα 24 δισεκατομμύρια δολάρια που είναι η ζημιά που θα έχει η παγκόσμια οικονομία αν μείνει 20 ώρες χωρίς υπηρεσίες διαδικτύου.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτή κατάρρευση δεν προήλθε από τους συνήθεις για τη Δύση υπόπτους, όπως είναι οι Ρώσοι χάκερ ή τα κινέζικα κακόβουλα προγράμματα λογισμικού. Η κατάρρευση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας business as usual διαδικασίας, προέρχεται από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η βιομηχανία της πληροφορικής και βασίζεται στο πετυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο πολυεθνικών γιγάντων.
Τυπικά, το πρόβλημα προήλθε από μια προβληματική αναβάθμιση του λογισμικού ασφαλείας της εταιρείας Crowdstrike, λογισμικό που χρησιμοποιούν τα περίφημα Windows της Microsoft, που χρησιμοποιούνται από περίπου 1,4 δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως. Όποιος χρησιμοποιούσε Windows και βρισκόταν σε περιοχή στην οποία γινόταν αναβάθμιση του λογισμικού ασφαλείας, επηρεάστηκε. Ταυτόχρονα επηρεάστηκαν και εκατομμύρια χρήστες της πλατφόρμας υπολογιστικού νέφους Azure της Microsoft.
Ουσιαστικά όμως, το πρόβλημα αφορά το γεγονός ότι η καθημερινότητα μας, οι τραπεζικές μας συναλλαγές, τα ψώνια μας, τα ταξίδια μας, τα αυτοκίνητα μας, οι επικοινωνίες μας, η ενημέρωση μας,, η διασκέδαση μας κ.ο.κ. βασίζονται στην πίστη ότι 4-5 πολυεθνικοί κολοσσοί που ελέγχουν την πληροφορική και το διαδίκτυο λειτουργούν απρόσκοπτα και εγγυώνται την κανονικότητα μας. Αποδεικνύεται όμως, έμπρακτα, και με την πρόσφατη κατάρρευση αλλά και με προηγούμενα επιμέρους συμβάντα, ότι ούτε απρόσκοπτη είναι η λειτουργία τους, ούτε την κανονικότητα μπορούν να εγγυηθούν. Παρά την Τεχνητή Νοημοσύνη που κατά τεκμήριο χρησιμοποιείται κατά κόρον ειδικά στην παραγωγή λογισμικού, ειδικά από τέτοιες εταιρείες, ένα ανθρώπινο, όπως ομολόγησε η Crowdstrike, λάθος ήταν αρκετό για να προκαλέσει μια καταστροφική αλυσιδωτή αντίδραση με παγκόσμιες επιπτώσεις. Μια τέτοια εξέλιξη είναι απόλυτα αναμενόμενη γιατί πλέον τα λογισμικά δεν δημιουργούνται και ελέγχονται από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, αλλά αποτελούν προϊόν της μακρόχρονης και πολυπλόκαμης συνεργασίας δεκάδων εταιρειών και συχνά εκατοντάδων υπεργολάβων από όλο τον κόσμο. Αυτό συνεπάγεται μια τεράστια δυσκολία συντονισμού αλλά και μια σημαντική αύξηση της πολυπλοκότητας του κώδικα, ο οποίος συχνά περιλαμβάνει κομμάτια που κανένας δεν ξέρει ή δεν θυμάται ποιος και γιατί τα έγραψε. Και μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια γραμμές κώδικα, οι οποίες συνεχίζουν να αυξάνονται για να ανταποκριθούν στις διαρκείς αλλαγές του τοπίου της πληροφορικής.
Προσθέστε στην παραπάνω εικόνα τη διαρκή σύνδεση όλο και περισσότερων αντικειμένων και ανθρώπων στο διαδίκτυο, για όλο και περισσότερο χρόνο, τη διαρκή επέκταση και αλληλεπίδραση δικτύων, εξοπλισμού και χρηστών και το συμπέρασμα είναι προφανές. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια εκθετική αύξηση της πολυπλοκότητας του παγκόσμιου πληροφοριακού συστήματος που είμαστε ανίκανοι όχι απλά να την ελέγξουμε αλλά ακόμα και να την περιγράψουμε. Και όσο περισσότερο αυξάνεται αυτή η πολυπλοκότητα, τόσο πιθανότερα θα γίνονται τα επεισόδια κατάρρευσης, και τόσο μεγαλύτερες οι επιπτώσεις τους.
Ακόμα χειρότερα, έρχεται να κλονιστεί και μια άλλη πεποίθηση με την οποία, όχι ανιδιοτελώς, έχουν γίνει μακρόχρονες προσπάθειες να εξοικειωθούμε. Η πεποίθηση ότι όσο μεγαλύτερη και με περισσότερους χρήστες είναι μια εταιρεία πληροφορικής τόσο πιο ασφαλής είναι η επιλογή να γίνουμε πελάτες της και να εξαρτήσουμε τα συστήματα πληροφορικής που χρησιμοποιούμε από αυτήν. Τώρα αποδεικνύεται ότι η εξάρτηση των πληροφοριακών συστημάτων από 4-5 παρόχους υπηρεσιών σε δισεκατομμύρια κάνει τον κόσμο μας πολύ πιο ευάλωτο και μας φέρνει αντιμέτωπους με την αδιανόητη πιθανότητα η κατάρρευση μιας εταιρείας να σημάνει την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας και της καθημερινότητας μας.
Τεχνολογικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρχει τέτοια υπερσυγκέντρωση.
Η υπερσυγκέντρωση του ελέγχου του διαδικτύου και των πληροφοριακών συστημάτων από μια χούφτα εταιρείες, με τη συνδρομή και την ανοικτή υποστήριξη μεγάλων κυβερνήσεων, επιβλήθηκε ως επιχειρηματικό μοντέλο. Οι συστηματικές εξαγορές και συγχωνεύσεις ανταγωνιστών, η υπονόμευση κάθε εναλλακτικής λύσης και η επιβολή παγκοσμιοποιημένων εργαλείων, όπως τα Windows, μέσω κυβερνήσεων και δημόσιων υπηρεσιών, οδήγησαν στην απόλυτη κυριαρχία των σημερινών φεουδαρχών της πληροφορικής. Ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός είναι ένας σοβαρός κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα. Όπως δήλωσε στην Washington Post ο εκτελεστικός διευθυντής της οργάνωσης Next Gen Competition, η κατάρρευση είναι αποτέλεσμα του μονοπωλίου της Microsoft στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα αλλά και των αθέμιτων πρακτικών που ακολουθεί (όπως και οι άλλοι γίγαντες της πληροφορικής) για να βάζει σημαντικά εμπόδια σε όποιον πελάτη θέλει να αλλάξει πάροχο υπηρεσιών. Και ενώ θα βρείτε πολλές δηλώσεις αξιωματούχων κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο να παραπονιούνται για τις αθέμιτες πρακτικές των πολυεθνικών της πληροφορικής και του διαδικτύου, οι σχετικές δημόσιες συμβάσεις συνεχίζουν να δίνονται συστηματικά και μεθοδικά στις ίδιες εταιρείες διότι οι πολιτικές πιέσεις, το κόστος και η δυσκολία αλλαγής παρόχου είναι απαγορευτικοί παράγοντες.
Πρόκειται τελικά για εταιρείες που πλέον αποτελούν αναπόσπαστο και κομβικό οργανικό μέρος της παγκόσμιας και τοπικής διακυβέρνησης. Πρόκειται για μια σταδιακή μεν, ουσιαστική δε μετάλλαξη του πολιτεύματος που πλέον ενσωματώνει τις εν λόγω εταιρείες σε κάθε μορφή ψηφιακών αλληλεπιδράσεων, δίνοντας τους απεριόριστη πρόσβαση σε πάσης φύσεως δεδομένα και πληροφορίες και ταυτόχρονα πληρώνοντας για τις υπηρεσίες τους. Και ποια χώρα άραγε έχει την τεχνογνωσία και τη δύναμη να ελέγξει τις εν λόγω εταιρείες; Και πως να το κάνει, με το λογισμικό που οι ίδιες οι εταιρείες θα πουλήσουν για τον έλεγχο τους; Το αποτέλεσμα είναι εκκωφαντικό: οι εταιρείες αυτές δεν έχουν κληθεί ποτέ να πληρώσουν αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκάλεσαν από τις αστοχίες των πληροφοριακών συστημάτων. Ακόμα και τώρα, με το ύψος των ζημιών στα δισεκατομμύρια δολάρια, δεν θα βρείτε κάποια κυβέρνηση να απαιτεί αποζημιώσεις (τουλάχιστον ως τώρα που γράφεται αυτό το κομμάτι).
Όπως φαίνεται, ο μεγάλος κίνδυνος για τον κόσμο μας δεν είναι, τουλάχιστον ακόμα, κάποια τερατώδη ρομπότ που σκέφτονται το κακό μας, εξοπλισμένα με την τελευταία λέξη της τεχνητής νοημοσύνης. Προς το παρόν, ο μεγάλος κίνδυνος είναι το business as usual των μονοπωλίων της πληροφορικής που αυξάνει διαρκώς την πολυπλοκότητα των πληροφοριακών συστημάτων και οδηγεί σε ασφυκτικό έλεγχο της καθημερινότητας μας από τους ψηφιακούς φεουδάρχες. Είναι καιρός να αποσύρουμε την τυφλή εμπιστοσύνη που συλλογικά, ως σήμερα, τους δείχνουμε. Η καθημερινότητα μας και η παγκόσμια οικονομία δεν μπορούν να εξαρτώνται από την αποτελεσματική λειτουργία και τις προθέσεις της ψηφιακής ολιγαρχίας. Αν δεν βρεθεί τρόπος να σπάσει η παγκόσμια κυριαρχία των μονοπωλίων του διαδικτύου, τότε η πρόσφατη κατάρρευση των πληροφοριακών συστημάτων είναι εικόνα από το μέλλον και πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα. Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας στην Ελλάδα, χρειαζόμαστε μια νέα ψηφιακή μεταπολίτευση για να απαλλαγούμε από την τυραννία και τον ασφυκτικό έλεγχο των ψηφιακών ολιγαρχών.
Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές» (εκδόσεις Τόπος).