Σύμφωνα με το προσχέδιο του Προυπολογισμού αντίστοιχη με την ηπιότερη ύφεση, σε σχέση με το 2015, προβλέπεται να είναι η εξέλιξη των βασικών προσδιοριστικών μεγεθών του ΑΕΠ. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να συρρικνωθεί την περίοδο 2016 κατά 2,4%. Η δημόσια κατανάλωση εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μείωση 2,1%, δεδομένης της ανάγκης για περαιτέρω εξοικονόμηση δημοσίων δαπανών. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αναμένεται να παρουσιάσει άνοδο κατά 4,5%, λόγω της αύξησης της πιστωτικής ρευστότητας στην οικονομία και της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών επενδυτικών πόρων.
Η επιβράδυνση των εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προβλέπεται βρα-χυπρόθεσμα (κυρίως λόγω των πρόσφατων ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων) αναμένεται να αποκατασταθεί βαθμιαία. Η συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου στην αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται θετική το 2016, στις +0,31 εκατοστιαίες μονάδες. Η πτωτική τάση των τιμών αναμένεται να αναστραφεί από το 2016, ενώ ο δείκτης ανεργίας σε εθνικολογιστική βάση εκτιμάται ότι θα σημειώσει βραχυπρόθεσμη επιδείνωσή.
Καθοριστικό ρόλο για τις εξελίξεις το 2016 θα διαδραματίσουν οι στόχοι για την ανακεφαλα-ιοποίηση των τραπεζών, και την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, καθώς αποτελούν τα κρίσιμα βήματα για τη σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής πίστης, την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία και την σταθερότητα του οικονομικού περιβάλλοντος. Η επίτευξη των στόχων αυτών αναμένεται να βοηθήσει στην επαναφορά της οικονομίας σε πορεία ανάκαμψης μεσοπρόθεσμα, μέσω της ώθησης των επενδύσεων και της αναζωογόνησης της εγχώριας ζήτησης.
Προφανώς, οι εκτιμήσεις αυτές ίσως αναθεωρηθούν με την δημοσιοποίηση περισσότερων στοιχείων για το 2015, τα οποία θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση μιας καλύτερης εικόνας για τις επιπτώσεις των κεφαλαιακών ελέγχων και των δημοσιονομικών μέτρων στην πραγματική οικονομία.
Οι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2016 σχετίζονται ως επί το πλείστον με ενδογενείς παράγοντες της οικονομίας που επιδρούν δυσμενώς στη σταθερότητα του οικονομικού περιβάλλοντος, την πολιτική και χρηματοπιστωτική ευστάθεια, την ανάπτυξη θετικών προσδοκιών για την πραγματική οικονομία, και την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Κατ' επαγωγή, η αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, προκειμένου να είναι δυνατή η δημιουργία συνθηκών ανάκαμψης από το 2017, προϋποθέτει:
• τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας και επάρκειας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, μέσω της επιτυχούς ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων και την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
• την υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία με στόχο την εξάλειψη των στρεβλώσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας,
• τη διασφάλιση της σταθερότητας στο πολιτικό περιβάλλον προκειμένου να ομαλοποιηθούν οι προσδοκίες για την ελληνική οικονομία,
• την παγίωση της βελτίωσης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, ώστε βαθμιαία να επιστρέψει η δυνατότητα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μέσω των διεθνών αγορών, και
• την ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής συνοχής, με παράλληλη ανακατανομή των βαρών της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ κοινωνικών ομάδων με τρόπο κοινωνικά δίκαιο.
Πέραν των ενδογενών παραγόντων, οι εξωγενείς παράγοντες που σχετίζονται με τους μακρο-οικονομικούς και δημοσιονομικούς κινδύνους της ελληνικής οικονομίας, συνοψίζονται στην ακόμη ασταθή ισορροπία της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία συνδέεται με τις παρατεταμένες επιπτώσεις της παγκόσμιας ύφεσης των προηγούμενων ετών, στις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και την αντίστοιχη αστάθεια των χρηματοοικονομικών αγορών. Τέλος, ενδεχόμενες δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις (με αναφορά, για παράδειγμα, στην Ουκρανία, την Κίνα, ή τη Μέση Ανατολή) είναι επίσης ένας παράγοντας κινδύνου για την ελληνική οικονομία.