Ξεκάθαρες απαντήσεις σε ένα ζήτημα που τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει σύγχυση σε πολίτες και τελωνειακές αρχές δίνει η νέα γνωμοδότηση του Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η γνωμοδότηση αφορά στο αν οι τραπεζικές επιταγές που μεταφέρονται κατά την είσοδο ή έξοδο από τη χώρα θεωρούνται «ρευστά διαθέσιμα», όπως τα μετρητά, και αν μπορούν να οδηγήσουν σε πρόστιμα όταν δεν δηλώνονται στις τελωνειακές αρχές.
Το θέμα τέθηκε έπειτα από ελέγχους σε συνοριακά τελωνεία, κυρίως στον Έβρο και στους Ευζώνους, όπου εντοπίστηκαν ταξιδιώτες να μεταφέρουν τραπεζικές επιταγές. Πολλές από αυτές, όμως, παρουσίαζαν προβλήματα: είχαν λήξει, δεν είχαν εμφανιστεί εγκαίρως προς πληρωμή, είχαν επιστραφεί απλήρωτες από τις τράπεζες ή έφεραν ελλείψεις που τις καθιστούσαν άκυρες. Οι τελωνειακές αρχές αναρωτήθηκαν αν τέτοιοι τίτλοι πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως τα μετρητά, δηλαδή αν πρέπει να δηλώνονται όταν η αξία τους ξεπερνά τις 10.000 ευρώ και αν επιβάλλεται πρόστιμο σε περίπτωση παράλειψης.
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, και ειδικότερα τον Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672, όποιος εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφέροντας ρευστά διαθέσιμα άνω των 10.000 ευρώ οφείλει να τα δηλώσει. Στα «ρευστά διαθέσιμα» περιλαμβάνονται όχι μόνο τα μετρητά, αλλά και ορισμένοι διαπραγματεύσιμοι τίτλοι, όπως οι επιταγές, όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα σαν χρήμα.
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με πλειοψηφία, έκρινε ότι οι τραπεζικές επιταγές που έχουν σοβαρά νομικά προβλήματα και δεν μπορούν στην πράξη να εισπραχθούν δεν θεωρούνται ρευστά διαθέσιμα. Με απλά λόγια, αν μια επιταγή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρήμα, δεν αντιμετωπίζεται όπως τα μετρητά. Αυτό σημαίνει ότι τέτοιες επιταγές δεν πρέπει να συνυπολογίζονται για την επιβολή του προστίμου, το οποίο ανέρχεται στο 25% του ποσού που δεν δηλώθηκε.
Παράλληλα, όμως, η γνωμοδότηση διευκρινίζει ότι οι τελωνειακές αρχές έχουν το δικαίωμα να προχωρούν σε προσωρινή δέσμευση των επιταγών. Η δέσμευση αυτή δεν αποτελεί τιμωρία, αλλά ένα προληπτικό μέτρο, ώστε να δοθεί χρόνος στις αρχές να εξετάσουν αν ο τίτλος έχει πράγματι αξία ή αν συνδέεται με παράνομες δραστηριότητες. Η διάρκεια της προσωρινής δέσμευσης μπορεί να φτάσει τις 30 ημέρες και, σε ειδικές περιπτώσεις, να παραταθεί έως και τις 90.
Η διάκριση αυτή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς προστατεύει τους πολίτες από την επιβολή προστίμων για τίτλους χωρίς πραγματική οικονομική αξία, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει ότι οι αρχές διατηρούν τα απαραίτητα εργαλεία ελέγχου. Σύμφωνα με το Νομικό Συμβούλιο, ο βασικός στόχος της νομοθεσίας είναι η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και όχι η άσκηση υπέρμετρων πιέσεων σε όσους μεταφέρουν προβληματικούς τραπεζικούς τίτλους.



























