Με έντονη αβεβαιότητα και αυξανόμενες ανησυχίες εισέρχεται το 2026 για το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς η κυβέρνηση καλείται να υλοποιήσει ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και χρονικά ασφυκτικό πρόγραμμα προκειμένου να εισπράξει τα τελευταία 13,7 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 40% του συνολικού πακέτου των 36 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τις τρεις τελευταίες δόσεις δανείων και επιχορηγήσεων, οι οποίες συγκεντρώνονται στο τελικό και πιο «βαρύ» σκέλος του προγράμματος, αυξάνοντας κατακόρυφα τον βαθμό δυσκολίας.
Παρότι στο τέλος του 2025 υποβλήθηκε το 7ο αίτημα επιχορηγήσεων και το 6ο αίτημα δανείων, συνολικού ύψους 1,17 δισ. ευρώ, τα ποσά αυτά αποτελούν μόνο την αρχή μιας ιδιαίτερα απότομης κλιμάκωσης.
Η απαισιοδοξία ενισχύεται από το γεγονός ότι, παρά την αναθεώρηση του σχεδίου και την αφαίρεση ορισμένων δύσκολων έργων, παραμένουν σε εκκρεμότητα 178 ορόσημα και στόχοι, που αφορούν μεταρρυθμίσεις, συμβάσεις και φυσικό αντικείμενο έργων. Η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι ακόμη και μικρές καθυστερήσεις ή διοικητικά εμπόδια αρκούν για να μεταθέσουν πληρωμές, ενώ πλέον το περιθώριο χρόνου έχει σχεδόν εκμηδενιστεί.
Ενδεικτικό της πίεσης είναι ότι για το 8ο αίτημα επιχορηγήσεων, ύψους 1,7 δισ. ευρώ, απαιτείται να έχουν ολοκληρωθεί κρίσιμες παρεμβάσεις, από την έκδοση άδειας για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα μέχρι την ψήφιση νέας νομοθεσίας για τα επιδόματα ανεργίας, την αναβάθμιση υποδομών του ΕΣΥ και την ολοκλήρωση του πληροφοριακού συστήματος της ΑΑΔΕ. Πρόκειται για παρεμβάσεις με υψηλό βαθμό τεχνικής και θεσμικής πολυπλοκότητας, που στο παρελθόν έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ευάλωτες σε καθυστερήσεις.
Ακόμη πιο βαρύ εμφανίζεται το τελευταίο, 9ο αίτημα, ύψους 9,6 δισ. ευρώ, στο οποίο συμπυκνώνεται σχεδόν το 30% του συνολικού πακέτου. Σε αυτό περιλαμβάνονται μεγάλα και διαχρονικά προβληματικά έργα, όπως ο Ε-65 στο τμήμα Τρίκαλα – Εγνατία Οδός, παρεμβάσεις στον ΒΟΑΚ, έργα στον προαστιακό σιδηρόδρομο της Δυτικής Αττικής, ο ψηφιακός μετασχηματισμός των σιδηροδρόμων, αλλά και η αποκατάσταση υποδομών από τις κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias». Παράλληλα, απαιτείται η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, πολεοδομικών σχεδίων, έργων οπτικών ινών, δικαστικών μεγάρων και εκτεταμένων παρεμβάσεων σε υγεία, κοινωνική στέγαση και δημόσια κτίρια.
Στο σκέλος των δανείων, οι δυσκολίες δεν είναι μικρότερες. Οι υπογεγραμμένες πιστώσεις με τις τράπεζες θα πρέπει να αυξηθούν από τα 9,8 δισ. ευρώ στα 11,5 δισ. ευρώ για την 7η αίτηση και στα 13,2 δισ. ευρώ για την 8η, στόχος που προϋποθέτει έντονη κινητοποίηση της αγοράς και αυξημένη ζήτηση από επιχειρήσεις, σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και αβεβαιότητας. Κομβικό παραμένει και το στοίχημα της αξιολόγησης της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, από την οποία εξαρτάται η δυνατότητα άντλησης περίπου 2 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Παρά τη δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να εισπράξει το σύνολο των 36 δισ. ευρώ, πηγές με γνώση των ευρωπαϊκών διαδικασιών εμφανίζονται συγκρατημένες, εκτιμώντας ότι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι εντοπίζονται στα δάνεια, αλλά και στην έγκαιρη ολοκλήρωση του φυσικού αντικειμένου των έργων. Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα με οπισθοβαρές πρόγραμμα, κάτι που ενδέχεται να δημιουργήσει συμφόρηση και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους τελευταίους μήνες του 2026.
Σε αυτό το πλαίσιο, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό, με το 2026 να προδιαγράφεται ως χρονιά αυξημένων ρίσκων, περιορισμένων αντοχών και υψηλής πιθανότητας απωλειών, ιδίως αν επαναληφθούν οι χρόνιες παθογένειες που συνοδεύουν τα μεγάλα δημόσια έργα και τις μεταρρυθμίσεις.

























