Την επιβολή πρόσθετου φόρου λόγω τεκμαρτών δαπανών επικύρωσε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, απορρίπτοντας ενδικοφανή προσφυγή φορολογουμένου που υποστήριζε ότι κάλυπτε τα έξοδα διαβίωσής του από ήδη φορολογημένες αποταμιεύσεις.
Με την υπ’ αριθμ. 4820/2025 απόφαση, η ΔΕΔ έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία ούτε έκανε χρήση των σχετικών κωδικών της φορολογικής δήλωσης για την ανάλωση κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε ισχύ η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2024 .
Σύμφωνα με την απόφαση, από την εκκαθάριση της δήλωσης προέκυψε φορολογητέο εισόδημα 5.798,20 ευρώ, καθώς στο δηλωθέν εισόδημα από ακίνητη περιουσία ύψους 4.168,64 ευρώ προστέθηκε διαφορά αντικειμενικών δαπανών 1.631,36 ευρώ. Οι τεκμαρτές δαπάνες που ελήφθησαν υπόψη αφορούσαν την ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη των 3.000 ευρώ και τη δαπάνη μισθωμένης κύριας κατοικίας ύψους 2.800 ευρώ, ποσά τα οποία υπερέβαιναν τα δηλωθέντα εισοδήματα του φορολογουμένου.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το ποσό της προστιθέμενης διαφοράς έπρεπε να διαγραφεί, καθώς τα έξοδά του καλύπτονταν από αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών που είχαν ήδη φορολογηθεί, κάνοντας λόγο για άδικη διπλή φορολόγηση. Ωστόσο, η ΔΕΔ επισήμανε ότι ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για την κάλυψη των τεκμηρίων και ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε συμπληρωθεί ο κωδικός 787 της δήλωσης, που αφορά την ανάλωση κεφαλαίου, ούτε είχαν προσκομιστεί σχετικά δικαιολογητικά.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών υπογράμμισε ότι το τεκμήριο της ελάχιστης φορολογίας είναι μεν μαχητό, αλλά απαιτεί συγκεκριμένη διαδικασία και αποδεικτικά στοιχεία για να ανατραπεί. Ελλείψει αυτών, έκρινε ορθό τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες και επικύρωσε την οφειλή φόρου ύψους 783,06 ευρώ για το φορολογικό έτος 2024.






























