Σε μια περίοδο κατά την οποία η ακρίβεια κυριαρχεί στην καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών, οι κινητοποιήσεις των αγροτών φέρνουν στο φως το αδιέξοδο της πρωτογενούς παραγωγής και αναδεικνύουν τη βαθιά κρίση που διαπερνά τον αγροτικό τομέα. Τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat σκιαγραφούν μια ιδιαίτερα ανησυχητική εικόνα για την ελληνική οικονομία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πίεση: από τη μία πλευρά ο πρωτογενής τομέας αποδυναμώνεται, καθώς η παραγωγή μειώνεται και το κόστος αυξάνεται, και από την άλλη οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν ολοένα και ακριβότερα βασικά τρόφιμα, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε ουσιαστική ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος.
Σύμφωνα με την έκθεση «Key figures on the European food chain – 2025 edition» της Eurostat, η γεωργία εξακολουθεί να κατέχει κομβικό ρόλο στην ελληνική οικονομία, με την προστιθέμενη αξία της να αντιστοιχεί στο 3,2% του ΑΕΠ, ποσοστό το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον αριθμό δεν κρύβεται δυναμισμός, αλλά μια διαρθρωτική αδυναμία: η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από έναν τομέα που δυσκολεύεται να εκσυγχρονιστεί και να ανταποκριθεί στις πιέσεις της κλιματικής κρίσης, της αύξησης του κόστους και της γήρανσης του ανθρώπινου δυναμικού.
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική αγροτική παραγωγή έχει πληγεί καίρια από ακραία καιρικά φαινόμενα. Παρατεταμένες ξηρασίες, υψηλές θερμοκρασίες και ακραίες βροχοπτώσεις οδήγησαν σε σημαντική μείωση αποδόσεων σε καλλιέργειες-κλειδιά. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 2024 καταγράφηκε πτώση 5,1% στην παραγωγή δημητριακών, εξέλιξη που επηρέασε άμεσα και την Ελλάδα, αυξάνοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και ανεβάζοντας το κόστος των ζωοτροφών. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο: αυξήσεις σε ψωμί, ζυμαρικά και ζωικά προϊόντα.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η κρίση στην κτηνοτροφία. Το κόστος ενέργειας, μεταφορών και ζωοτροφών έχει εκτοξευθεί, συμπιέζοντας ασφυκτικά τα περιθώρια των παραγωγών. Παρότι οι τιμές παραγωγού αυξήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό δεν αρκούσε για να καλύψει τις απώλειες. Πολλές μικρές εκμεταλλεύσεις εγκαταλείφθηκαν, εντείνοντας το φαινόμενο της συρρίκνωσης του αγροτικού πληθυσμού, ειδικά στην περιφέρεια.
Τα στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν ότι πάνω από το ένα τρίτο των αγροτικών διαχειριστών στην ΕΕ είναι άνω των 65 ετών, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις χώρες όπου η γήρανση είναι ακόμη πιο έντονη. Η είσοδος νέων στον πρωτογενή τομέα παραμένει περιορισμένη, καθώς οι χαμηλές απολαβές, η αβεβαιότητα και η έλλειψη υποδομών λειτουργούν αποτρεπτικά. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: λιγότεροι παραγωγοί, μικρότερη εγχώρια παραγωγή και μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενα τρόφιμα.
Σε άνοδο οι τιμές
Την ίδια στιγμή, οι τιμές τροφίμων για τον καταναλωτή συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Το 2024 οι Ευρωπαίοι δαπάνησαν κατά μέσο όρο 7% περισσότερα για τρόφιμα και ποτά σε σχέση με το 2023, με την Ελλάδα να βιώνει εντονότερα τις επιπτώσεις λόγω χαμηλότερων εισοδημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ελαιόλαδο, βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής, του οποίου η τιμή αυξήθηκε θεαματικά τα τελευταία δύο χρόνια, εξαιτίας μειωμένων αποδόσεων και διεθνών πιέσεων.
Παρά τις αυξημένες τιμές στο ράφι, το αγροτικό εισόδημα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τις ενισχύσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Η Eurostat επισημαίνει ότι οι ανισορροπίες στην εφοδιαστική αλυσίδα περιορίζουν το μερίδιο του παραγωγού στην τελική τιμή, ενώ το μεγαλύτερο όφελος καταλήγει σε ενδιάμεσους κρίκους. Έτσι, ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά και ο παραγωγός παραμένει οικονομικά πιεσμένος.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα και σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Η εγχώρια παραγωγή μαλακού σίτου έχει μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, αυξάνοντας την εξάρτηση από εισαγωγές, ενώ στην κτηνοτροφία η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος έχει αυξηθεί έως και 50% μέσα σε έναν χρόνο, με την παραγωγή να έχει υποχωρήσει σημαντικά. Παράλληλα, παράνομες «ελληνοποιήσεις», κατακερματισμένος κλήρος και αδύναμοι συνεταιρισμοί εντείνουν τις στρεβλώσεις της αγοράς.



























