Σε τροχιά νέων παρεμβάσεων στο στεγαστικό ζήτημα με ορίζοντα το 2027 κινείται η κυβέρνηση, καθώς το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται ένα ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων που στοχεύει στη σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών και στην ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι προτάσεις που εξετάζονται συνδυάζουν φορολογικές ελαφρύνσεις, κίνητρα ανακαίνισης και πιθανές διευρύνσεις υφιστάμενων επιδοτήσεων, με το σύνολο των επιλογών να τίθεται υπό αυστηρή δημοσιονομική αξιολόγηση. Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός πολιτικά και οικονομικά ισορροπημένου πλαισίου, το οποίο θα απαντά στις πιέσεις που δέχεται η αγορά ακινήτων και τα νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια.
Προς το παρόν, νέα μέτρα για το 2026 δεν φαίνεται να εξετάζονται, καθώς ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος έχει πρακτικά εξαντληθεί, εκτός εάν εξασφαλιστούν πρόσθετα έσοδα ή περιοριστούν δαπάνες σε άλλους τομείς. Για το 2027, το δημοσιονομικό κόστος από τις ήδη ανακοινωμένες παρεμβάσεις φθάνει τα 5,94 δισ. ευρώ, ενώ εκτιμάται ότι έχει δημιουργηθεί περιθώριο της τάξης των 800–900 εκατ. ευρώ για νέες δράσεις στήριξης και επενδύσεις.
Κεντρικό άξονα του σχεδιασμού αποτελεί η πιθανή μείωση της φορολογίας στα εισοδήματα από μισθώσεις, μια παρέμβαση που, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο για την επαναφορά κλειστών ακινήτων στην αγορά.
Η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση αναμένεται να αυξήσει τη διάθεση των ιδιοκτητών να εκμισθώσουν την περιουσία τους, ενισχύοντας την προσφορά και συμβάλλοντας ενδεχομένως στη σταθεροποίηση ή και την αποκλιμάκωση των τιμών. Η κυβέρνηση εκτιμά επίσης ότι η παρέμβαση μπορεί να ενισχύσει τη φορολογική συμμόρφωση, περιορίζοντας τα περιθώρια αδήλωτων μισθώσεων. Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο το μέτρο θα αποδώσει άμεσα καρπούς, αφού ενδέχεται να περιορίσει το δημοσιονομικό περιθώριο χωρίς να μετακυλιστεί απαραίτητα σε χαμηλότερα ενοίκια.
Παράλληλα, στο επίκεντρο βρίσκεται η ενίσχυση των προγραμμάτων ανακαίνισης παλαιών κατοικιών, μια επιλογή που θα μπορούσε να αναβαθμίσει το κτιριακό απόθεμα και να προσθέσει χιλιάδες ανακαινισμένα ακίνητα στην αγορά. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι τέτοια προγράμματα θα δώσουν ώθηση και στον κατασκευαστικό κλάδο, συμβάλλοντας θετικά στην απασχόληση. Ωστόσο, το υψηλό δημοσιονομικό κόστος και ο κίνδυνος περαιτέρω αύξησης των αξιών, εάν δεν υπάρξουν δικλίδες ασφαλείας, αποτελούν βασικές ανησυχίες.
Στο τραπέζι βρίσκεται και η διεύρυνση των επιδομάτων ενοικίου, που προσφέρει άμεση ανακούφιση στα νοικοκυριά με υψηλό στεγαστικό βάρος. Παρά τα κοινωνικά οφέλη, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών όταν δεν συνοδεύονται από ουσιαστική ενίσχυση της προσφοράς, γεγονός που καθιστά τη συζήτηση ιδιαίτερα σύνθετη.



























