Στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, το βλέμμα των συμμετεχόντων είναι στραμμένο στην κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία καλείται να κινηθεί μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο αβεβαιότητα, γεωπολιτικές εντάσεις και ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές. Οι αναλυτές του Ταμείου διαπιστώνουν ότι, παρά τις πιέσεις, η ανάπτυξη παραμένει ανθεκτική. Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία, καθώς οι ανισορροπίες μεταξύ των οικονομιών παραμένουν βαθιές. Η γενική εκτίμηση είναι σαφής: η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας είναι καλύτερη απ’ ό,τι φοβόμασταν πριν από λίγους μήνες, αλλά απέχει ακόμη από το να χαρακτηριστεί επαρκής για μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρίσκεται η ανάγκη για σταθερά μακροοικονομικά θεμέλια, η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η μείωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών. Οι υπεύθυνοι οικονομικής πολιτικής τονίζουν ότι η παγκόσμια οικονομία έχει δείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι σε διαδοχικά σοκ - από την πανδημία έως την ενεργειακή κρίση και τις αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η ευελιξία των επιχειρήσεων, οι επενδύσεις σε τεχνολογία και οι ισχυρότερες θεσμικές δομές σε πολλές χώρες έχουν συμβάλει στην αποφυγή ύφεσης. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, η επιβράδυνση της παραγωγικότητας και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικά εμπόδια.
Σημαντικό μέρος των συζητήσεων αφιερώνεται στις πολιτικές που μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Υπογραμμίζεται ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να επιταχύνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να μειώσουν τη γραφειοκρατία και να διαμορφώσουν ένα σταθερό φορολογικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που θα ενθαρρύνει την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη σημασία του διεθνούς εμπορίου ως κινητήριου μοχλού ανάπτυξης. Οι εκπρόσωποι του οργανισμού επισημαίνουν ότι η τάση για προστατευτισμό και περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών εγκυμονεί κινδύνους για την παγκόσμια σταθερότητα.
Στο δημοσιονομικό επίπεδο, προτείνεται η σταδιακή αποκατάσταση του «δημοσιονομικού χώρου» μέσω αύξησης των εσόδων από εγχώριες πηγές, καλύτερης στόχευσης των δαπανών και περιορισμού του δημόσιου χρέους. Τονίζεται ότι πολλές χώρες, ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά μετά από χρόνια χαμηλών επιτοκίων και έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων. Καθώς η εποχή του φθηνού δανεισμού έχει τελειώσει, οι κυβερνήσεις καλούνται να σχεδιάσουν πιο υπεύθυνες πολιτικές ώστε να μην επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενιές. Παράλληλα, τονίζεται η ανάγκη να διασφαλιστεί η νομισματική σταθερότητα και να αποφευχθούν νέοι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ένα από τα πιο καίρια θέματα που αναλύονται είναι η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και οι πιθανές οικονομικές της επιπτώσεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οργανισμού, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να αυξήσει τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης κατά 0,1 έως 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, εφόσον ενισχύσει την παραγωγικότητα. Ωστόσο, η ωφέλεια αυτή δεν θα είναι αυτόματη. Για να αξιοποιηθεί, οι χώρες πρέπει να επενδύσουν σε ψηφιακές υποδομές, εκπαίδευση, δεξιότητες και ρυθμιστικά πλαίσια που θα εξασφαλίζουν ηθική χρήση της τεχνολογίας. Ο οργανισμός έχει αναπτύξει δείκτη ετοιμότητας για την τεχνητή νοημοσύνη, καταγράφοντας μεγάλες διαφορές μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχότερων χωρών. Το χάσμα αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες μορφές ανισότητας, τόσο μεταξύ κρατών όσο και στο εσωτερικό τους.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί επίσης μείζονα ανησυχία. Παρατηρείται μετατόπιση της χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα προς τον μη τραπεζικό τομέα, που πλέον κατέχει πάνω από το μισό της συνολικής αγοράς δανεισμού. Οι μη τραπεζικοί φορείς υπόκεινται σε λιγότερο αυστηρή εποπτεία, γεγονός που ενέχει κινδύνους για νέα μορφή κρίσης, ιδιαίτερα εάν η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδυνθεί. Οι ειδικοί ζητούν αυξημένη παρακολούθηση του τομέα αυτού και ενίσχυση των ρυθμιστικών μηχανισμών για την αποφυγή συστημικών κινδύνων. Παράλληλα, τονίζεται ότι, παρόλο που η παγκόσμια οικονομία έχει ενισχυθεί θεσμικά από την κρίση του 2008, τα δημοσιονομικά αποθέματα έχουν εξαντληθεί, καθιστώντας την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων δυσκολότερη.
Στον τομέα του δημόσιου χρέους, οι συζητήσεις επικεντρώνονται στην ανάγκη καλύτερου συντονισμού ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες και στην ενίσχυση του πλαισίου βιωσιμότητας του χρέους των φτωχών χωρών. Εξετάζεται η αναπλήρωση των πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και άλλων κρίσεων, καθώς και η βελτίωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους για ευάλωτες οικονομίες. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η σημασία της τεχνικής βοήθειας και της θεσμικής ενδυνάμωσης των χωρών ώστε να μπορούν να διαχειριστούν με μεγαλύτερη διαφάνεια τα δημόσια οικονομικά τους.
Τέλος, στο πεδίο των γεωοικονομικών εντάσεων, επισημαίνεται ότι οι εμπορικές διαμάχες, ιδίως μεταξύ μεγάλων οικονομιών, ενδέχεται να επηρεάσουν τον πληθωρισμό και να αναδιαμορφώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. Παρά τις πιέσεις, η πλειονότητα των χωρών εξακολουθεί να υποστηρίζει το πολυμερές εμπορικό σύστημα, αναγνωρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση, αν και υπό αναθεώρηση, παραμένει αναγκαία για τη διατήρηση της σταθερότητας. Εξετάζονται επίσης οι προοπτικές περιφερειακών εμπορικών συμφωνιών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.































