Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) παρουσίασε νέα μελέτη με τίτλο «Μακροοικονομικές επιπτώσεις των καιρικών καταστροφών: μια παγκόσμια και κλαδική ανάλυση» που εξετάζει τις μακροοικονομικές συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων σε 151 χώρες την περίοδο 2000–2024.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα ακραία καιρικά γεγονότα κόστισαν κατά μέσο όρο 0,14% του παγκόσμιου ΑΕΠ κάθε χρόνο, προκάλεσαν 27.600 θανάτους και επηρέασαν περίπου 173 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως. Οι μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες καταγράφονται στην Αμερική και την Ωκεανία, όπου καταιγίδες και πλημμύρες επιβάρυναν σοβαρά τις τοπικές οικονομίες. Ενδεικτικά, το 2005, με τον τυφώνα Κατρίνα, οι ζημιές έφτασαν σχεδόν το 0,9% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ενώ το 2017 μια σειρά τυφώνων και πλημμυρών σε χώρες της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής προκάλεσε ανάλογες καταστροφές.
Η μελέτη δείχνει ότι οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ μπορεί να είναι σημαντικές και διαρκείς. Η μέση ξηρασία μειώνει το προϊόν κατά 2% σε ορίζοντα τετραετίας, οι κατολισθήσεις κατά 1%, ενώ οι πυρκαγιές κατά 0,4%. Αντίθετα, μετά από καταιγίδες, το ΑΕΠ τείνει να αυξάνεται λόγω της ανασυγκρότησης και των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, αν και το αποτέλεσμα εξασθενεί όταν ληφθεί υπόψη ο δημοσιονομικός χώρος και η ασφαλιστική κάλυψη.
Στη μελέτη της BIS για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις των καιρικών καταστροφών, η Ευρώπη καταγράφεται με χαμηλότερο μέσο κόστος σε σχέση με άλλες ηπείρους, αλλά με σημαντικές κοινωνικές απώλειες. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2000–2024 οι ζημιές από ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ευρώπη αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 0,06% του ΑΕΠ (με μέγιστο 0,19%), με 10.615 θανάτους και περίπου 645 χιλιάδες ανθρώπους που επηρεάστηκαν ετησίως, αριθμοί που κορυφώθηκαν σε ορισμένα γεγονότα στους 72.295 θανάτους και σχεδόν 2,9 εκατομμύρια πληγέντες.
Οι κλάδοι της οικονομίας αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο. Η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία πλήττονται σκληρά από ξηρασίες και καταιγίδες. Η εξορυκτική βιομηχανία, η ενέργεια, το νερό και οι κατασκευές μειώνουν την παραγωγή τους μετά από ψυχρά κύματα, καύσωνες, κατολισθήσεις και πυρκαγιές. Η μεταποίηση εμφανίζει μεικτή εικόνα: σε ορισμένες περιπτώσεις μειώνεται, σε άλλες αυξάνεται, ιδίως όταν πρόκειται για προϊόντα σε ζήτηση μετά από καταστροφές, όπως τα βασικά μέταλλα ή τα πλαστικά. Οι υπηρεσίες συχνά ενισχύονται, καθώς σχετίζονται με τις ανάγκες επισκευών και αποκατάστασης.
Στις τιμές, η μελέτη καταγράφει πιο περιορισμένα και βραχύβια αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη πίεση αφορά τα τρόφιμα, με αύξηση περίπου 0,5% στους 12 μήνες που ακολουθούν ένα ακραίο γεγονός, και σε μικρότερο βαθμό την ενέργεια. Ο αντίκτυπος στον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή είναι σχετικά μικρός και δεν ξεπερνά το 0,1% σε πεντάμηνο ορίζοντα. Η «καρδιά» του πληθωρισμού (core inflation), που εξαιρεί τρόφιμα και ενέργεια, φαίνεται να επηρεάζεται ελάχιστα.
Για τους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής, τα ευρήματα έχουν βαρύνουσα σημασία. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, τα ακραία καιρικά φαινόμενα οδηγούν σε μόνιμα πλήγματα στην παραγωγή, αλλά προκαλούν μόνο προσωρινές και σχετικά μικρές αυξήσεις στις τιμές. Αυτό σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ζυγίζουν κατά περίπτωση εάν θα «κοιτάξουν πέρα» από μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού ή αν χρειάζεται να παρέμβουν για να περιορίσουν τον κίνδυνο διαμόρφωσης υψηλών πληθωριστικών προσδοκιών.
Η μελέτη καταλήγει ότι η ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου και η ανάπτυξη ασφαλιστικών αγορών μπορούν να μετριάσουν σημαντικά τις ζημιές στο ΑΕΠ, επιταχύνοντας την ανάκαμψη. Ωστόσο, με δεδομένη την αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω κλιματικής αλλαγής, οι οικονομίες παραμένουν εκτεθειμένες σε κινδύνους που ξεπερνούν το στενό πεδίο της νομισματικής πολιτικής, απαιτώντας ευρύτερη στρατηγική ανθεκτικότητας και προσαρμογής.





























