Η έρευνα της MRB για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, που πραγματοποιήθηκε στον Νομό Αττικής αμέσως μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αναδεικνύει με σαφήνεια το χάσμα ανάμεσα στις κυβερνητικές εξαγγελίες και στις ανάγκες των πολιτών. Τα μέτρα, παρότι κοστολογούνται σε πάνω από 1,2 δισ. ευρώ για το 2026, δεν πείθουν ότι μπορούν να απαντήσουν στο βασικό πρόβλημα της εποχής: την ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης και την πίεση των νοικοκυριών να «βγάλουν» τον μήνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νέα φορολογική κλίμακα. Για οικογένειες με δύο παιδιά και εισόδημα 20.000 ευρώ, το ετήσιο όφελος θα είναι 600 ευρώ, δηλαδή περίπου 50 ευρώ τον μήνα. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, το 68,4% δηλώνει ότι το μεγαλύτερο βάρος προέρχεται από τα τρόφιμα, με τις τιμές να αυξάνονται συνεχώς. Ένα ποσό 50 ευρώ δεν μπορεί να καλύψει ούτε την εβδομαδιαία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, πόσο μάλλον να ανακουφίσει ουσιαστικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Αντίστοιχα, για έναν άγαμο με εισόδημα 20.000 ευρώ η ελάφρυνση ανέρχεται σε 200 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή λιγότερο από 17 ευρώ τον μήνα. Σε μια συγκυρία όπου η πλειονότητα δηλώνει ότι το εισόδημά της εξαντλείται σε τρεις εβδομάδες, το ποσό αυτό μοιάζει περισσότερο με συμβολικό παρά με πραγματικό αντίβαρο στην ακρίβεια.
Ακόμη και για κατηγορίες με πιο γενναίες ελαφρύνσεις, όπως οι πολύτεκνοι με τέσσερα παιδιά, το κέρδος αφορά κυρίως νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ. Όμως, η ίδια έρευνα δείχνει ότι σχεδόν το μισό των πολιτών κόβει από τρόφιμα, υγεία και εκπαίδευση για να ανταποκριθεί στις ανελαστικές δαπάνες. Για αυτούς, οι μειώσεις φόρου δεν αρκούν για να αντιμετωπιστεί η πραγματική πίεση.
Επιπλέον, τα μέτρα δεν δίνουν ουσιαστική λύση στα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το 73,1% δηλώνει ότι οι εξαγγελίες δεν τις στηρίζουν, ενώ οι ίδιοι οι επιχειρηματίες αναφέρουν ως μεγαλύτερα εμπόδια την έλλειψη ρευστότητας, τα υψηλά κόστη λειτουργίας και τις οφειλές. Παρά τα κίνητρα στη φορολογία, η καθημερινή λειτουργία μιας μικρής επιχείρησης εξακολουθεί να καθορίζεται από την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών – και αυτή παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, που ζητά το 73% των πολιτών, δεν περιλαμβάνεται στο πακέτο. Έτσι, το πιο άμεσο και χειροπιαστό αίτημα των νοικοκυριών και της αγοράς μένει εκτός, ενισχύοντας την αίσθηση ότι τα μέτρα δεν «κουμπώνουν» στις πραγματικές προτεραιότητες.
Με αυτόν τον τρόπο, τα οφέλη που ανακοινώθηκαν φαίνονται μικρά, αποσπασματικά και, κυρίως, ασύμβατα με την κλίμακα της πίεσης που βιώνουν τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίοι. Γι’ αυτό και η πλειοψηφία δηλώνει ότι τα μέτρα δεν επαρκούν – όχι επειδή δεν αναγνωρίζουν τις φορολογικές ελαφρύνσεις, αλλά επειδή αυτές δεν αρκούν για να ισοφαρίσουν την καθημερινή φθορά της ακρίβειας.






























