Δεν θα μειωθεί στα 300 ευρώ το όριο συναλλαγών με μετρητά, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γνωμοδότησε αρνητικά στη μείωση του σχετικού ορίου που σήμερα διαμορφώνεται στα 500 ευρώ.
Στις 19 Νοεμβρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών αίτημα για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με σχέδιο νόμου για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του εθνικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, με σκοπό την περαιτέρω επέκταση των υφιστάμενων φορολογικών αντικινήτρων όσον αφορά τη χρήση μετρητών.
Η γνωμοδότηση που υπογράφεται από την Κριστίν Λαγκάρντ αναφέρει ότι το ισχύον όριο των 500 ευρώ στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών σε συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά αντικίνητρα προς αποθάρρυνση των εταιρειών να πραγματοποιούν δαπάνες σε μετρητά αξίας άνω των 300 ευρώ δεν τελούν σε σχέση αναλογίας προς τις πιθανές αρνητικές τους επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών με χρήση μετρητών.
Εφόσον ο νομοθέτης επιθυμεί να διατηρηθούν οι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών, θα πρέπει να επιλεγούν υψηλότερα κατώτατα όρια και να προβλεφθεί ορισμένος βαθμός ευελιξίας στο σχέδιο νόμου. Οι συναλλαγές τοις μετρητοίς καθ’ υπέρβαση των καθορισμένων ορίων θα πρέπει να επιτρέπονται εφόσον οι συναλλασσόμενοι είναι σε θέση να διασφαλίζουν την ιχνηλασιμότητα της πληρωμής, προσδιορίζοντας το ποσό της συναλλαγής, την αιτιολογία και τα υποκείμενά της.
Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές καλούνται από την ΕΚΤ να αξιολογήσουν την αναλογικότητα και συμβατότητα των υπόλοιπων περιορισμών που ισχύουν για τις πληρωμές με χρήση μετρητών σε σχέση με την ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι στόχοι του σχεδίου νόμου, δηλαδή
i) η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και
ii) η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατόπιν των μειώσεων του φόρου εισοδήματος εταιρειών και του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων,
μπορούν εν γένει να συνιστούν «λόγους δημόσιας τάξης» που δικαιολογούν την εισαγωγή αντικινήτρων μέσω της φορολόγησης των πληρωμών με χρήση μετρητών και του συνακόλουθου περιορισμού τους.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ΕΚΤ, κάθε τέτοιος περιορισμός δεν πρέπει να αντιβαίνει στην ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ που κατοχυρώνεται στα άρθρα 128 παράγραφος 1 και 282 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Έτσι, θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών που αφορούν την ιδιότητα νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ θα είναι αποτελεσματικοί από την άποψη της επίτευξης των δημόσιου χαρακτήρα στόχων που δικαιολογημένα επιδιώκουν. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται σαφώς ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι πιθανόν στην πράξη να επιτύχουν τον δεδηλωμένο, δημόσιου χαρακτήρα στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, τυχόν άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών θα πρέπει ακόμη να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς και να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξή τους μέτρα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο νόμου επηρεάζουν τις συναλλαγές των φορολογούμενων-φυσικών προσώπων και βασίζονται σε υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα τα οποία είχαν θεσπιστεί το 2016 και επιβάλλουν άμεσους περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών, απαγορεύοντας κάθε τέτοια πληρωμή αξίας άνω των 500 ευρώ στο πλαίσιο συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων.
Για τον λόγο αυτό τυχόν αρνητικές επιπτώσεις των προτεινόμενων περιορισμών θα πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά σε σχέση με τα προσδοκώμενα δημόσια οφέλη. Κατά την εξέταση της αναλογικότητας ενός περιορισμού θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι αρνητικές του επιπτώσεις και η δυνατότητα εκπλήρωσης του σκοπού του μέσω της θέσπισης εναλλακτικών μέτρων με λιγότερο αρνητικές επιπτώσεις.
Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η δυνατότητα διενέργειας πληρωμών τοις μετρητοίς παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες που για διάφορους θεμιτούς λόγους προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά έναντι άλλων μέσων πληρωμής. Γενικά, τα μετρητά ως μέσο πληρωμής εκτιμώνται επίσης διότι, ως νόμιμο χρήμα, γίνονται ευρέως και γρήγορα αποδεκτά και διευκολύνουν τον πληρωτή στην παρακολούθηση των δαπανών του. Επιπλέον, πρόκειται για μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες να διακανονίζουν στιγμιαία μια συναλλαγή, είναι δε η μόνη μέθοδος διακανονισμού σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, και στην ονομαστική αξία, της οποίας η χρήση δεν υπόκειται από νομική άποψη στην επιβολή τελών.
Εξάλλου, σημειώνει η ΕΚΤ, οι πληρωμές με χρήση μετρητών δεν απαιτούν λειτουργική τεχνική υποδομή και συναφείς επενδύσεις και είναι πάντα διαθέσιμες· αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίπτωση διακοπής της δυνατότητας ηλεκτρονικών πληρωμών. Ακόμη, διευκολύνουν τη συμμετοχή του συνόλου του πληθυσμού στην οικονομία, επιτρέποντας τον διακανονισμό κάθε είδους χρηματοοικονομικής συναλλαγής.