Η διαπραγμάτευση της δεύτερης αξιολόγησης, που θα εξελίσσεται μέχρι αύριο στις Βρυξέλλες μεταξύ των τριών – από σήμερα τεσσάρων- Ελλήνων υπουργών και του κουαρτέτου, χαρακτηρίζεται από την κυβέρνηση ως «πολιτική», αλλά τυπικά είναι «τεχνική», αφού από πλευράς Ευρωπαίων δανειστών δεν εμπλέκεται κάποιο πολιτικό όργανο, όπως το Eurogroup, αλλά αξιωματούχοι και υπηρεσιακά στελέχη της Κομισιόν, του ESM και της ΕΚΤ. Αυτό που ενδεχομένως την καθιστά κατ’ εξοχήν «πολιτική» είναι η συμμετοχή του προέδρου του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ και του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν.
Το ενδιαφέρον της παρουσίας τους δεν έγκειται τόσο στην όποια συνεισφορά τους ώστε να βρεθεί συμβιβασμός στα εργασιακά, στο ασφαλιστικό, στο φορολογικό και στα άλλα εκκρεμεί θέματα. Ούτε στο γεγονός ότι η συνύπαρξη του ESMμε το ΔΝΤ δίνει την ευκαιρία να συζητηθούν τα υπεσχημένα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, έτσι ώστε το Ταμείο, κατά την εαρινή του σύνοδο (21-23 Απριλίου) να μπορεί να δώσει στίγμα προθέσεων για το αν θα δανείσει ή όχι την Ελλάδα. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην παρουσία Ρέγκλινγκ και Τόμσεν είναι η ευκαιρία ώσμωσης και ανταλλαγής τεχνογνωσίας ανάμεσα στο ΔΝΤ και τον ESM, με τον δεύτερο να φιλοδοξεί να γίνει κατ’ εικόνα και ομοίωση του πρώτου. Και σ’ αυτή τη «φιλοδοξία» το ελληνικό ζήτημα προσφέρεται, όπως πολλές φορές έχει συμβεί από το 2010, ως πεδίο πειραματισμού.
Ντάισελμπλουμ και Σόιμπλε αλληλοσυμπληρώνονται
Το θέμα της μετεξέλιξης του ESM σε ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ το άνοιξε πρώτος ο Β. Σόιμπλε, τον περασμένο Ιανουάριο. Ο πρόεδρος του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ το επανέφερε πριν μερικές μέρες, σε συνέντευξή του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, στην οποία ταυτόχρονα δημοσιευόταν άρθρο του Β. Σόιμπλε με ανάλογο περιεχόμενο. Ο μεν Ντάισελμπλουμ διατύπωσε τη θέση ότι ο ESM πρέπει μεσομακροπρόθεσμα να μετεξελιχθεί σε ευρωπαϊκό ΔΝΤ, που να έχει πλήρη ευθύνη της επιτήρησης του προγράμματος προσαρμογής κάθε χώρας που δανειοδοτεί, ζητώντας ταυτόχρονα να διαλυθεί η τρόικα, διότι η συμμετοχή της ΕΚΤ στην επιτήρηση των μνημονίων «την αδικεί», ενώ η Κομισιόν «αποσπάται από άλλα σημαντικά της καθήκοντα». Ο δε Σόιμπλε, προσυπογράφοντας την άποψη, της οποίας άλλωστε έχει το «κοπιράιτ», πρόσθεσε το στοιχείο ότι ο ESM πρέπει να έχει τους δικούς του κανόνες αναδιάρθρωσης χρέους που θα επιβάλουν πειθαρχία στις αγορές.
Το γεγονός ότι ο «σοσιαλδημοκράτης» Ντάισελμπλουμ προσχωρεί με ζήλο στην άποψη του Σόιμπλε λίγο μετά τη συντριβή του κόμματός του στις ολλανδικές εκλογές προκειμένου να διασφαλίσει την παραμονή του στο Eurogroup τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του, το 2018, είναι μόνον η παραπολιτική πλευρά της υπόθεσης. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει, όμως, το πώς βλέπουν αυτοί, και προφανώς κι άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ε.Ε., το μέλλον του ESM, τη στιγμή που η συγκρότηση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης συζητείται σχεδόν από μηδενική βάση.
Η «Διεθνής Διαφάνεια» αποκαλύπτει τη γκρίζα ζώνη του ESM
Πρόσφατη μελέτη του ευρωπαϊκού τμήματος της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International), ενός οργανισμού υπεράνω αντισυστημικής υποψίας, αποκαλύπτει ότι ο ESM λειτουργεί κυριολεκτικά σε μια γκρίζα ζώνη από άποψη ευρωπαϊκής νομοθεσίας: δεν εντάσσεται στις ευρωπαϊκές συνθήκες, δεν λογοδοτεί σε κανέναν, δεν ελέγχεται δημοκρατικά, οι αποφάσεις του παίρνονται από τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης με μια διάρθρωση δικαιωμάτων ψήφου που δίνουν τον αποφασιστικό λόγο σε 2-3 χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία), εκπροσωπείται στον σχεδιασμό και την επιτήρηση των “μεταρρυθμίσεων” που επιβάλλει στα δανειοδοτούμενα κράτη μέλη από την Κομισιόν και την ΕΚΤ που, τυπικά τουλάχιστον, είναι υποχρεωμένες να λογοδοτούν. Ακόμη, οι αποφάσεις του ESM δεν υπόκεινται σε καμιά υποχρέωση διαφάνειας, δεν διαθέτει κανένα μηχανισμό εσωτερικής ανεξάρτητης αξιολόγησης και καμιά υποχρέωση εκτίμησης κοινωνικών επιπτώσεων των προγραμμάτων λιτότητας που έχει επιβάλει (πρακτικά, μιλάμε μόνο για την Ελλάδα). Η μελέτη της Διεθνούς Διαφάνειας (δημοσιοποιήθηκε στις 8 Μαρτίου) προτείνει τρία βασικά πράγματα: πρώτον, να συμπεριληφθεί επειγόντως ο ESM στις Συνθήκες της Ε.Ε., δεύτερον, οι αποφάσεις του να λαμβάνονται από τα διοικητικά του όργανα, και όχι από το άτυπο Eurogroup, και να υπόκεινται σε λογοδοσία και δημοσιότητα και, τρίτον, τα οικονομικά μοντέλα και οι εκτιμήσεις που χρησιμοποιεί να δημοσιοποιούνται ώστε να επιτρέπουν εμπεριστατωμένη συζήτηση.
Παράκαμψη των ανεπιθύμητων δεσμεύσεων
Αν και η προσέγγιση της Διεθνούς Διαφάνειας είναι τεχνοκρατική, υπηρετεί λίγο πολύ τη διακήρυξη της Κομισιόν και του Γιούνκερ (Λευκή Βίβλος) υπέρ της «νομιμοποίησης» και ενσωμάτωσης του ESM στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αυτό, όμως, θα επέφερε αρκετές δεσμεύσεις τήρησης διατάξεων των Συνθηκών ή του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που δεν είναι συμβατές με τα προγράμματα λιτότητας ή τις «μεταρρυθμίσεις» διάλυσης του ασφαλιστικού συστήματος και της αγοράς εργασίας που σήμερα επιβάλει ο υπεράνω ελέγχου ESM.
Η πρόταση των Σόιμπλε και Ντάισελμπλουμ στοχεύει να παρακάμψει αυτές τις ανεπιθύμητες δεσμεύσεις: μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο στα πρότυπα του ΔΝΤ σημαίνει διατήρηση της «ανεξαρτησίας» του και της απαλλαγής του από υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας, πχ στο Ευρωκοινοβούλιο. Επομένως, διατήρηση της εξουσίας του να επιβάλει στις χώρες που χρηματοδοτεί καθεστώς εξαίρεσης από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις ελάχιστες προβλέψεις της για στοιχειώδη ατομικά και συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα. Το ΔΝΤ δεν λογοδοτεί πουθενά, με εξαίρεση τα κράτη μέλη που εκπροσωπούνται στο Δ.Σ. του και ιδιαίτερα αυτά που έχουν τα μεγαλύτερα δικαιώματα ψήφου.
Αναδιαρθρώσεις χρέους, αλλά χωρίς OSI
Συν τοις άλλοις, το να διαθέτει ο ESM τους δικούς του κανόνες «αναδιάρθρωσης χρέους», όπως εισηγείται ο Σόιμπλε, σημαίνει μετάθεση του ρίσκου αθέτησης χρέους από τα κράτη- δανειστές στους ιδιώτες κατόχους κρατικού χρέους, όπως ακριβώς κάνει το ΔΝΤ, το οποίο εξ ορισμού εξαιρεί τον εαυτό του από οποιασδήποτε μορφής «κούρεμα» επιβάλει στους άλλους, όπως έκανε με το PSI στην Ελλάδα. Η πρόταση Σόιμπλε, πρακτικά, φωτογραφίζει την ελληνική περίπτωση και εμμέσως απωθεί την πίεση του ΔΝΤ για αναδιάρθρωση του χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας (OSI), δηλαδή η Ευρωζώνη. Συνολικά, φαίνεται ότι για πολλοστή φορά οι «ελληνικές εκκρεμότητες» χρησιμοποιούνται ως εργαλείο θεσμικής αναμόρφωσης της Ευρωζώνης με γερμανική συνταγή.