Σε πορεία στα τυφλά εξελίσσεται η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση, καθώς οι περισσότερες παράμετροι της εξίσωσης παραμένουν άγνωστες: είναι ασαφές πότε θα επιστρέψουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα, είναι άγνωστο τι ακριβώς θα συζητηθεί και τι θα συμβεί στο EuroWorkingGroup της ερχομένης Πέμπτης (12/1), και ιδιαίτερα σε ποιο βαθμό η γερμανική πλευρά και οι πλησιέστεροι σύμμαχοί της θα συμφωνήσουν με το ξεπάγωμα των μέτρων για το χρέος και, τέλος, είναι άγνωστο αν στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου θα ξεκαθαριστεί ο χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Εκπρόσωπος της Κομισιόν περιορίστηκε χθες (5/1) να δηλώσει ότι το επικείμενο Eurogroup αποτελεί «ευκαιρία εκτίμησης της κατάστασης», χωρίς να είναι σε θέση να δώσει οτιδήποτε άλλο συγκεκριμένο. Η απάντηση δίνει την αίσθηση ότι κανείς δεν βιάζεται και όλοι οι εμπλεκόμενοι, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης, έχουν «χωνέψει» ότι η διαπραγμάτευση μπορεί να τραβήξει σε μάκρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση, έχοντας διαμορφώσει πεποίθηση ότι ακόμη και το Μάρτιο ενδέχεται η αξιολόγηση να εκκρεμεί, υπέβαλε στους δανειστές αίτημα για αυτοτελή εκταμίευση μέρος της δανειακής δόσης των 6,1 δισ. ευρώ, συγκεκριμένα 1,8 δισ. μέχρι το τέλος Μαρτίου, ώστε να κατευθυνθούν στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου
Αντίστοιχο «σπάσιμο» είχε γίνει και με τη δανειακή δόση της πρώτης αξιολόγησης τον περασμένο Οκτώβριο, με την απαίτηση από την πλευρά των δανειστών να τεκμηριωθεί ότι τα 1,7 δισ. που δόθηκαν έχουν πάει στον προορισμό τους. Υπενθυμίζεται ότι αποτελεί μνημονιακή δέσμευση η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες, ύψους 5,6 δις. αυτή τη στιγμή, στο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Ένδειξη χαμηλών προσδοκιών των δανειστών για την ταχύτητα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης είναι και οι πληροφορίες ότι σχεδιάζουν προσαρμογή, για την ακρίβεια «κούρεμα» της δανειακής δόσης της δεύτερης αξιολόγησης ακριβώς πάνω στις ταμειακές ανάγκες του προϋπολογισμού, υπολογίζοντας την πολυδιαφημισμένη από την κυβέρνηση υπεραπόδοση στα έσοδα. Αυτή η υπεραπόδοση μπορεί να κοστίσει σχεδόν όσο και το κόστος του έκτακτου βοηθήματος στους συνταξιούχους, λειτουργώντας περίπου ως de facto «τιμωρία».