Ελάχιστα ελκυστική θεωρείται η πρόταση που υπέβαλε το Euronext για την εξαγορά του Χρηματιστήριου Αθηνών. Και ο λόγος είναι απλός. Δεν περιλαμβάνει μετρητά. Η προσφορά, που αποτιμά την ΕΧΑΕ στα 6,90 ευρώ ανά μετοχή – αυξημένη κατά 14,4% σε σχέση με το χθεσινό κλείσιμο των 6,03 ευρώ – μεταφράζεται σε συνολική αποτίμηση 399 εκατ. ευρώ, έναντι υφιστάμενης κεφαλαιοποίησης 363 εκατ. ευρώ. Παρά το θεωρητικό premium των 36 εκατ. ευρώ, η πρόταση δεν προβλέπει χρηματικό αντάλλαγμα, αλλά αποκλειστικά ανταλλαγή μετοχών, με σταθερή αναλογία 21,029 μετοχών της ΕΧΑΕ για κάθε μία νέα μετοχή της Euronext.
Η ισοτιμία βασίζεται σε τιμή μετοχής της Euronext στα 145,10 ευρώ – τιμή κοντά στα ιστορικά της υψηλά – στοιχείο που αυξάνει τον κίνδυνο για τους μετόχους της ΕΧΑΕ, καθώς ενδεχόμενη υποχώρηση της μετοχής της Euronext θα απομειώσει σημαντικά την αξία της ανταλλαγής.
Επιπλέον, για την ΕΧΑΕ με κύκλο εργασιών 54,3 εκατ. ευρώ και EBITDA 23,7 εκατ. ευρώ για το 2024, η προτεινόμενη αποτίμηση μεταφράζεται σε δείκτη EV/EBITDA 16,8x, έναντι 15,3x με βάση τα σημερινά δεδομένα – επίπεδο που κρίνεται μεν αποδεκτό για ώριμο μονοπώλιο, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστικό. Και μπορεί η κυβέρνηση να υποδέχθηκε με ικανοποίηση την πρόταση του Euronext, ωστόσο δεν είναι μέτοχος του Χρηματιστηρίου και δεν σκέφτεται ως επενδυτής.
Ο Έλληνας επενδυτής θα πρέπει να αναρωτηθεί γιατί το Euronext απέκτησε προ πενταετίας το ιταλικό χρηματιστήριο, το Borsa Italiana από το London Stock Exchange Group , καταβάλλοντας όλο το τίμημα σε μετρητά, γιατί προ 23 ετών απέκτησε το πορτογαλικό χρηματιστήριο το Bolsa de Valores de Lisboa e Porto (BVLP) με αντάλλαγμα σε μετρητά και μετοχές και γιατί σήμερα έρχεται να προσφέρει μόνο μετοχές στους μετόχους της ΕΧΑΕ, παρότι διαθέτει ρευστότητα 1,73 δισ. ευρώ! Γιατί το Euronext εφαρμόζει «δύο μέτρα και δύο σταθμά»; Το ερώτημα αυτό εντείνει τον σκεπτικισμό γύρω από την πρόταση, καθώς οι μέτοχοι της ΕΧΑΕ καλούνται να επωμιστούν το ρίσκο μιας συμφωνίας που δεν εγγυάται άμεσο οικονομικό όφελος και εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η χρηματιστηριακή πορεία του Euronext.
Σύννεφα μπροστά
Και όποιος θεωρεί πως μια πιθανή έλευση του Euronext θα είναι «ανέφελη», για τα μέλη της αγοράς, τους εργαζόμενους του Χρηματιστήριου Αθηνών, αλλά και τις μικρομεσαίες εισηγμένες, ας αναζητήσει να δει τι έχει ισχύσει διαχρονικά με τα χρηματιστήρια που εξαγόρασε η πλατφόρμα. Τα κόστη σε όλες τις περιπτώσεις έχουν αυξηθεί και οι εργασιακές σχέσεις διαταράχθηκαν. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Borsa Italiana, του ιταλικού χρηματιστηρίου.
Προ έτους και συγκεκριμένα στις 27 Ιουνίου 2024, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απεργία στην ιστορία του Borsa Italiana, με τα συνδικάτα στην Ιταλία να κατηγορούν το Euronext για «συστηματική και συνολική αποεπένδυση» από την αγορά του Μιλάνου, υποστηρίζοντας ότι η εταιρεία μεταφέρει στρατηγικές λειτουργίες εκτός Ιταλίας, απειλεί τη σταθερότητα των θέσεων εργασίας και δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες για αμοιβές.
Οι διαμαρτυρίες κορυφώθηκαν και η ιταλική κυβέρνηση δεν έμεινε αμέτοχη, αναγκάζοντας το Euronext να αναλάβει δεσμεύσεις, με έμφαση στη διατήρηση στρατηγικών δραστηριοτήτων εντός της χώρας και στη συμμόρφωση με τους όρους της εξαγοράς. Όλα αυτά για τους «πρώιμους χειροκροτητές» μέσα στο γραφείο του Κυριάκου Πιερρακάκη που εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται πως «το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών βλέπει πολύ θετικά το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας», χωρίς να ξέρουν τα βασικά συστατικά αυτή της συμφωνίας και κυρίως χωρίς να έχουν διαβουλευθεί με την αγορά…
Intralot και Bally’s
Η συμφωνία της Intralot για την εξαγορά του τομέα International Interactive της Bally’s, ύψους 2,7 δισ. ευρώ, προκαλεί εύλογες ανησυχίες στους μικρομετόχους της ελληνικής εταιρείας. Η συναλλαγή θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει με νέα δανειακή επιβάρυνση ύψους 1,6 δισ. ευρώ και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 400 εκατ. ευρώ, η οποία θα γίνει με δημόσια προσφορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Αυτό συνεπάγεται πιθανή σημαντική απομείωση (dilution) της αξίας των υφιστάμενων συμμετοχών των μικρομετόχων. Επιπλέον, η αύξηση της συμμετοχής της Bally’s στο 33,34% θα ενεργοποιήσει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για τις υπόλοιπες μετοχές της Intralot, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για το ύψος του προσφερόμενου τιμήματος και τη στρατηγική της νέας πλειοψηφίας. Το ενδεχόμενο πλήρους ελέγχου της Intralot από τους ξένους επενδυτές ενδέχεται να μειώσει την επιρροή των μικρών μετόχων στη λήψη αποφάσεων.
Ο Σωκράτης Κόκκαλης, ως ιδρυτής της Intralot, έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος καθώς η συμφωνία καθιστά την εταιρεία μία από τις τρεις κορυφαίες εταιρείες στον κλάδο της τεχνολογίας λοταριών παγκοσμίως. Ο δε Soohyung Kim, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Bally’s θα βάλει για τα καλά πόδι στην Ευρώπη και θα διαθέτει μια εταιρεία που θα καλύπτει τεχνολογικά όλο το φάσμα των τυχερών παιχνιδιών.
Στρατηγική αναπροσαρμογή
Την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της κατεύθυνσης των ελληνικών αμυντικών δαπανών και αξιοποίησης του ευρωπαϊκού momentum για κοινή παραγωγή και τεχνολογική σύγκλιση ανέδειξαν χθες, στο πλαίσιο της 29ης Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης του Economist, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι και ο επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος. Το βασικό συμπέρασμα είναι σαφές: χωρίς στρατηγική αναπροσαρμογή, η Ελλάδα θα συνεχίσει να δαπανά σημαντικά ποσά για την άμυνα, χωρίς να αποκτά αυτάρκεια ή ουσιαστικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Ο Μάριο Ντράγκι τόνισε πως οι ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να επενδύουν μεγάλα κεφάλαια στην άμυνα, ωστόσο η προστιθέμενη αξία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία παραμένει περιορισμένη, καθώς μεγάλο μέρος των εξοπλισμών προέρχεται από εισαγωγές, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπογράμμισε την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας ενιαίας ευρωπαϊκής βάσης αμυντικής παραγωγής, με συντονισμένο στρατηγικό σχεδιασμό, κοινές επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογίες και ενοποιημένες αλυσίδες παραγωγής. Όπως εκτίμησε, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς εντός πενταετίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Ντράγκι στις τεχνολογίες αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το cloud computing, η κυβερνοασφάλεια και οι δορυφορικές υποδομές. Όπως σημείωσε, σε αυτούς τους τομείς η εθνική αυτάρκεια δεν είναι πλέον ρεαλιστική και μόνο μέσω υπερεθνικών συνεργειών μπορεί η Ευρώπη να ανταγωνιστεί παγκόσμιες υπερδυνάμεις.
Η Avis Ελλάδος
Αύξηση τζίρου και προ φόρων κερδών κατέγραψε η Avis Ελλάδος το 2024. Σύμφωνα με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, ο κύκλος εργασιών του Ομίλου ανήλθε στα 364,7 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 18,3% σε σχέση με το 2023 (308,3 εκατ. ευρώ). Το μικτό κέρδος αυξήθηκε κατά 15%, φτάνοντας τα 99,5 εκατ. ευρώ (2023: 86,5 εκατ. ευρώ), ενώ τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης παρουσίασαν άνοδο 21,5%, στα 73,1 εκατ. ευρώ από 60,2 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Στα κέρδη προ φόρων καταγράφηκε αύξηση 14,2%, με το σχετικό μέγεθος να διαμορφώνεται στα 42,5 εκατ. ευρώ (έναντι 37,2 εκατ. ευρώ το 2023). Τα καθαρά κέρδη για την εταιρεία διαμορφώθηκαν στα 32,68 εκατ. ευρώ έναντι 32,25 εκατ. ευρώ το 2023, ενώ για τον Όμιλο ανήλθαν σε 32,72 εκατ. ευρώ έναντι 32,24 εκατ. ευρώ. Η κερδοφορία συνοδεύτηκε και από αυξημένες ταμειακές ροές, με καθαρή αύξηση των διαθεσίμων κατά περίπου 5,3 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2024, γεγονός που επέτρεψε στην εταιρεία να ενισχύσει τη μερισματική της πολιτική. Σημειώνεται πως αν και για τη χρήση του 2024 εγκρίθηκε διανομή μερίσματος ύψους 16,1 εκατ. ευρώ, έναντι μόλις 0,89 εκατ. ευρώ το 2023, η Avis Ελλάδος ενέκρινε και τη διανομή πρόσθετου μερίσματος το 2025 ύψους 1,6 εκατ. ευρώ, το οποίο προήλθε από τα καθαρά κέρδη των χρήσεων 2016 και 2017.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
H Avis Ελλάδος έχει «στηρίξει» σχεδόν όλο το επενδυτικό της πλάνο στο Ταμείο Ανάκαμψης, έχοντας συνομολογήσει δύο συμβάσεις χρηματοδότησης. Η πρώτη σύμβαση, ύψους 320 εκατ. ευρώ, υπεγράφη τον Ιούλιο του 2022 και αφορά στην πρώτη φάση του επενδυτικού σχεδίου, με συμμετοχή των τραπεζών Πειραιώς και Eurobank. Η δεύτερη σύμβαση, που υπεγράφη τον Απρίλιο του 2024, φθάνει τα 108,3 εκατ. ευρώ και χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD). Συνολικά, το επενδυτικό πλάνο της εταιρείας ανέρχεται σε 760 εκατ. ευρώ και προβλέπει την υλοποίησή του σε βάθος πενταετίας. Το 50% της χρηματοδότησης καλύπτεται από το Ταμείο Ανάκαμψης, το 30% από τραπεζικά δάνεια και το υπόλοιπο από ίδια κεφάλαια. Κεντρικός άξονας του σχεδίου είναι η σταδιακή αντικατάσταση 8.000 έως 10.000 οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από ηλεκτρικά ή plug-in υβριδικά μοντέλα, στοχεύοντας σε ουσιαστική μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του στόλου της εταιρείας αλλά και της χώρας συνολικά.
Η AMLA, η Ελλάδα και το ξέπλυμα χρήματος
Ένα πυκνό και απαιτητικό δωδεκάμηνο ξεκινά για τις ελληνικές αρχές που εμπλέκονται στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς η χώρα εισέρχεται σε περίοδο εντατικής ευθυγράμμισης με τα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το Πρόγραμμα Εργασιών (Work Programme 2025) της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας (AMLA) τοποθετεί (και) την Ελλάδα στο επίκεντρο μιας σειράς εποπτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του εθνικού πλαισίου. Η AMLA, η οποία εδρεύει προσωρινά στη Φρανκφούρτη και προγραμματίζεται να μεταφερθεί οριστικά στη Χάγη, αναλαμβάνει ενεργό συντονιστικό και εποπτικό ρόλο στον ευρωπαϊκό μηχανισμό κατά του ξεπλύματος χρήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, προχωρά στην έκδοση 23 τεχνικών εντολών έως το 2026, οι οποίες αφορούν σε κρίσιμους τομείς όπως η εποπτεία, η αξιολόγηση κινδύνου και η λειτουργία των αρμόδιων εθνικών μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (FIUs). Η Ελλάδα καλείται να ενσωματώσει πλήρως τις νέες απαιτήσεις στο εθνικό της πλαίσιο, τροποποιώντας τη σχετική νομοθεσία και τις εποπτικές της διαδικασίες. Οι αλλαγές αναμένεται να επηρεάσουν ιδιαίτερα τους τομείς των μη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και των επαγγελμάτων υψηλού κινδύνου (ορκωτοί λογιστές, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, κ.α..), τα οποία μέχρι σήμερα δεν βρίσκονταν υπό αυστηρή εποπτεία. Η AMLA θα ασκεί εποπτικό ρόλο τόσο στους υπόχρεους φορείς όσο και στις εθνικές αρχές εποπτείας, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΕΛΤΕ, ενώ παράλληλα θα συντονίζει τη δράση της ελληνικής Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος.
Το πρόγραμμα εργασιών της AMLA προβλέπει επιπλέον αξιολογήσεις μεταξύ ομοτίμων Αρχών (peer reviews), οι οποίες θα χαρτογραφήσουν τις δυνατότητες των ελληνικών αρχών και θα καθορίσουν τη θέση τους στον ευρωπαϊκό δείκτη κινδύνου. Παράλληλα, η Ελλάδα θα έχει διαρκή υποχρέωση στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων για παραβάσεις σχετικές με το ξέπλυμα και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, συμβάλλοντας στον κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό πρόληψης και ανταλλαγής πληροφοριών.
Οριστικό πρόστιμο στον Ανδρέα Βγενόπουλο
To Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου με απόφασή του απέρριψε την έφεση του εκκαθαριστή της κληρονομιαίας περιουσίας του Ανδρέα Βγενόπουλου, επικυρώνοντας οριστικά και αμετάκλητα διοικητικό πρόστιμο ύψους 705.000 ευρώ που είχε επιβάλει στον Βγενόπουλο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Το πρόστιμο είχε επιβληθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου το 2014 - δύο χρόνια πριν αποβιώσει ο επιχειρηματίας- μετά από πολυετή και ενδελεχή έρευνα, για έξι σοβαρές παραβάσεις των νομοθεσιών περί δημόσιας προσφοράς και ενημερωτικού δελτίου και περί διαφάνειας στις κεφαλαιαγορές. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος, κατά το επίμαχο διάστημα, κατείχε τη θέση του μη εκτελεστικού προέδρου στο Διοικητικό Συμβούλιο της Marfin Popular Bank. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, είχε υπογράψει εξαμηνιαίες και ετήσιες οικονομικές εκθέσεις, καθώς και σειρά ενημερωτικών δελτίων της τράπεζας, τα οποία περιείχαν ψευδείς, παραπλανητικές ή ανακριβείς πληροφορίες, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί το επενδυτικό κοινό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου έκρινε πως υπήρξε ξεκάθαρη παραβίαση της υποχρέωσης ακρίβειας, πληρότητας και σαφήνειας των δηλώσεων, γεγονός που στοιχειοθέτησε την επιβολή των χρηματικών κυρώσεων. Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε το 2020 την αρχική προσφυγή του εκκαθαριστή της περιουσίας του Ανδρέα Βγενόπουλου, ο οποίος στη συνέχεια άσκησε έφεση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η έφεση στηρίχθηκε σε μια σειρά από ισχυρισμούς, οι οποίοι ωστόσο δεν έγιναν δεκτοί. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν η κατηγορία για προκατάληψη και μεροληψία της Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, η οποία, κατά τον εκκαθαριστή, φερόταν να είχε προδικάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας μέσω δηλώσεων στον Τύπο. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε αβάσιμος, καθώς δεν αποδείχθηκε με δικονομικά επιτρεπτό τρόπο, ενώ η ίδια η Πρόεδρος είχε προβεί σε δημόσια διευκρίνιση ότι τα λόγια της παρερμηνεύτηκαν. Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι η σχέση του συζύγου της Προέδρου με εταιρεία που σχετιζόταν με την έκδοση των επίμαχων δελτίων δεν επηρέασε τη διαδικασία και δεν αποδείχθηκε σύγκρουση συμφερόντων. Ο εκκαθαριστής υποστήριξε επίσης ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου δεν διερεύνησε επαρκώς την υπόθεση και ότι η απόφαση στερούνταν αιτιολογίας, επιχειρηματολογώντας πως δεν είχε διαπιστωθεί υπαιτιότητα ή δόλος εκ μέρους του Βγενόπουλου. Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου διενήργησε πλήρη και τεκμηριωμένη έρευνα, βασισμένη σε πορίσματα και εξειδικευμένα στοιχεία.
Υπογράμμισε μάλιστα ότι ο νόμος δεν απαιτεί απόδειξη πρόθεσης ή αμέλειας για να τεκμηριωθεί παράβαση σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά αρκεί η ανακριβής ή παραπλανητική παρουσίαση των οικονομικών δεδομένων. Ακόμη, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι η έγκριση των ενημερωτικών δελτίων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αποτελούσε ασπίδα ευθύνης για τα πρόσωπα που τα υπέγραψαν. Το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η έγκριση γίνεται με βάση τα στοιχεία που καταθέτουν τα υπεύθυνα πρόσωπα, τα οποία φέρουν την πλήρη και προσωπική ευθύνη για την ακρίβειά τους. Επίσης, κρίθηκε ότι η σύνθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου κατά τη λήψη της απόφασης δεν παρουσίασε οποιοδήποτε πρόβλημα νομιμότητας, παρά την παρουσία περισσότερων του ενός πρακτικογράφων και ερευνώντων λειτουργών, καθώς, σύμφωνα με τη νομολογία επιτρέπεται τέτοια ευελιξία στον αριθμό των λειτουργών που συμμετέχουν σε διοικητικές διαδικασίες. Τέλος, απορρίφθηκαν ως αβάσιμες όλες οι υπόλοιπες αιτιάσεις της έφεσης. Η κρίση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη, θεωρώντας ότι το Διοικητικό Δικαστήριο ορθώς είχε απορρίψει την προσφυγή και ότι τα νομικά και πραγματικά δεδομένα τεκμηρίωναν την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Η συγχώνευση Volterra - Metlen
Την τελική έγκριση για τη συγχώνευση της εταιρείας Volterra με την Metlen έδωσε το υπουργείο Ανάπτυξης, επικυρώνοντας τη διαδικασία απορρόφησης της πρώτης από τη δεύτερη. Η συγχώνευση εγκρίθηκε με βάση τις προβλέψεις του Νόμου 4601/2019 περί εταιρικών μετασχηματισμών και στηρίζεται στις αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των δύο εταιρειών που ελήφθησαν στις 6 Ιουνίου 2025, καθώς και στη συμβολαιογραφική πράξη αριθ. 20.436/06-06-2025. Με την έγκριση της απορρόφησης, η Volterra παύει να υφίσταται ως ξεχωριστή νομική οντότητα και διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Η δε Metlen ενισχύεται πλέον με τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποδομές και τις εμπορικές δραστηριότητες της Volterra, αποκτώντας αναβαθμισμένο ενεργειακό αποτύπωμα στην εγχώρια αγορά.






























