Η Μπριζίτ Μπαρντό, που πέθανε την Κυριακή σε ηλικία 91 ετών, ήταν ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων, τασσόταν κατά της μετανάστευσης και διώχθηκε πολλές φορές για φυλετικό μίσος, ιδιαίτερα εναντίον των μουσουλμάνων.
Η «Γαλλίδα Μέριλιν Μονρόε» ήταν η πρώτη μεγάλη σταρ του κινηματογράφου που στήριξε την ακροδεξιά της Γαλλίας, για περισσότερα από 30 χρόνια.
Η εμβληματική μορφή του γαλλικού κινηματογράφου είχε εκφράσει την ικανοποίησή της για το αυξανόμενο μερίδιο ψήφων του αντιμεταναστευτικού κόμματος Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2027.
Η Μπαρντό εγκατέλειψε τον κινηματογράφο για να γίνει ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων και έλεγε ότι ήθελε να τη θυμούνται γι' αυτόν τον αγώνα της - τον οποίο αποκαλούσε «μοναδικό της σκοπό».
Ωστόσο, για χρόνια, τα δημόσια σχόλιά της για τη μετανάστευση και το μέλλον της Γαλλίας ήταν διχαστικά, αναφέρει σε ανάλυσή του ο Guardian.
Υποκίνηση φυλετικού μίσους
Η εικόνα της περιπλέκεται και από το γεγονός ότι καταδικάστηκε πέντε φορές για υποκίνηση φυλετικού μίσους, κυρίως για σχόλιά της κατά των μουσουλμάνων - μιλούσε για «εισβολή» ξένων στη Γαλλία.
Στο τελευταίο της βιβλίο, Mon BBcédaire, που εκδόθηκε εβδομάδες πριν από τον θάνατό της, η Μπαρντό αναφέρει ότι η δεξιά - όπως αποκαλούσε το κόμμα της Λεπέν - ήταν «η μόνη επείγουσα λύση για τη Γαλλία», μιας χώρας που, όπως είπε, είχε γίνει «βαρετή, θλιβερή, υποτακτική, άρρωστη, κατεστραμμένη, ρημαγμένη, συνηθισμένη και χυδαία».
Για περισσότερα από 30 χρόνια, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η Μπαρντό υποστήριζε το αντιμεταναστευτικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν και στη συνέχεια την κόρη του, Μαρίν Λεπέν, η οποία μετονόμασε το κόμμα σε Εθνικό Συναγερμό (RN).
Τη δεκαετία του 1990, εν μέσω της αυξανόμενης παρουσίας της ακροδεξιάς στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου ζούσε η Μπαρντό, γνώρισε τον σύζυγό της, Μπερνάρ ντ'Ορμάλ, μέσω της οικογένειας Λεπέν σε ένα δείπνο που διοργανώθηκε στο Σεν Τροπέ. Το 1993, η Μπαρντό παντρεύτηκε τον ντ'Ορμάλ, πρώην σύμβουλο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος παρέμεινε σύζυγός της μέχρι τον θάνατό της.
Η Μπαρντό υποστήριζε τη Μαρίν Λεπέν, λέγοντας ότι «είναι η μόνη γυναίκα... που έχει κότσια».
Η Λεπέν με τη σειρά της ανέφερε την Μπαρντό ως το απόλυτο σύμβολο της γαλλικότητας.
Πέρυσι, αφού ο Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές στις οποίες η ακροδεξιά αύξησε την παρουσία της στο κοινοβούλιο, η Μπαρντό είπε ότι ο επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά, ήταν «πολύ καλός». Ο Μπαρντελά απέτησε φόρο τιμής στην Μπαρντό μετά τον θάνατό της χαρακτηρίζοντάς την «ένθερμη πατριώτισσα».
Η Μπαρντό διοχέτευσε την πολιτική της ενέργεια στον αγώνα για τα δικαιώματα των ζώων, συναντώντας τους περισσότερους Γάλλους προέδρους, από τον Σαρλ ντε Γκωλ μέχρι τον Μακρόν, στα Ηλύσια Πεδία και υποβάλλοντας αιτήματα για ζητήματα όπως η εισαγωγή γούνας από μωρά φώκιας, η λαθροθηρία ελεφάντων και το κυνήγι.
Αν και έλεγε ότι πολιτικά ήταν σταθερά δεξιόστροφη, είχε πει ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με οποιονδήποτε πολιτικό βοηθούσε στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, επαινώντας κάποτε τον αριστερό Ζαν-Λυκ Μελανσόν επειδή ήταν...χορτοφάγος.
Το 2013, η Μπαρντό απείλησε να εγκαταλείψει τη Γαλλία και να υποβάλει αίτηση για ρωσική υπηκοότητα εάν δύο ελέφαντες στον ζωολογικό κήπο της Λυών, που έπασχαν από φυματίωση, υποβάλλονταν σε ευθανασία. Ωστόσο, αφού εξήρε τον Βλαντιμίρ Πούτιν, άλλαξε στάση και τον επέκρινε μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Απέναντι στο κίνημα #MeToo και τον φεμινισμό
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μπαρντό ήταν επικριτική απέναντι στο κίνημα #MeToo. Πριν από την έκδοση της ετυμηγορίας νωρίτερα φέτος εναντίον του ηθοποιού Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για σεξουαλική επίθεση σε δύο γυναίκες κατά τη διάρκεια γυρισμάτων ταινίας το 2021, η Μπαρντό υπερασπίστηκε «ταλαντούχους ανθρώπους που πιάνουν τον πισινό μιας κοπέλας».
«Ο φεμινισμός δεν είναι το φόρτε μου... Μου αρέσουν οι άντρες», δήλωσε στο BFM TV στην τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη. Όταν ο δημοσιογράφος σχολίασε ότι μπορείς να είσαι φεμινίστρια και παράλληλα να σου αρέσουν οι άντρες, η Μπαρντό φώναξε: «Όχι!».
Με πληροφορίες από Guardian






























