Ο Ντόναλντ Τραμπ και o Βλαντιμίρ Πούτιν συναντώνται την Παρασκευή για να συζητήσουν πώς να επιτευχθεί ειρήνη στην Ουκρανία, ένας στόχος που οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι είναι προς το παρόν ανέφικτος.
Υπάρχει όμως ένας άλλος τομέας όπου οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια πρωτοποριακή συμφωνία, η οποία θα ήταν πραγματικά προς το συμφέρον και των δύο χωρών και θα έδινε και σε Τραμπ και Πούτιν το δικαίωμα να καυχιούνται για την αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας απειλής: ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων, σύμφωνα με ανάλυση του Politico.
Η απειλή μιας νέας κούρσας πυρηνικών εξοπλισμών αυξάνεται. Η τελευταία συμφωνία που περιορίζει τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο - η Συνθήκη New START - πρόκειται να λήξει τον επόμενο Φεβρουάριο. Όταν συμβεί αυτό, για πρώτη φορά πάνω από 50 χρόνια, τα στρατηγικά όπλα των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα μπορούσαν να είναι εντελώς απεριόριστα και οι στρατοί και των δύο χωρών θα σχεδιάσουν τη μελλοντική τους πυρηνική στάση με βάση τις χειρότερες εκτιμήσεις για τα οπλοστάσια η μία της άλλης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνάντηση Τραμπ - Πούτιν παρουσιάζει μια σπάνια ευκαιρία για δράση - όχι μόνο για χάρη της ανθρωπότητας, αλλά και για τα ακλόνητα στρατηγικά συμφέροντα ασφαλείας τόσο της Ρωσίας όσο και των ΗΠΑ. Για να το κάνουν αυτό, σύμφωνα με το Politico, ο Τραμπ και ο Πούτιν δεν χρειάζεται να διαπραγματευτούν όλες τις λεπτομέρειες μιας νέας συνθήκης εν μία νυκτί.
Αλλά ακόμη και σε μία μόνο συνάντηση, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τη διαδικασία αποκατάστασης της προβλεψιμότητας και της αυτοσυγκράτησης γύρω από τα πυρηνικά όπλα, σηματοδοτώντας εντός και εκτός συνόρων τους, ότι η εποχή του ελεγχόμενου ανταγωνισμού στην οποία ζει η ανθρωπότητα τα τελευταία 50 χρόνια δεν χρειάζεται να δώσει τη θέση της σε έναν ανεξέλεγκτο νέο ανταγωνισμό εξοπλισμών.
Και οι δύο ηγέτες έχουν ήδη υπαινιχθεί ότι είναι ανοιχτοί σε αυτό. Ο Τραμπ σχολίασε πρόσφατα ότι θα ήταν «πρόβλημα για τον κόσμο» εάν η New START λήξει χωρίς ένα πλαίσιο παρακολούθησης. Ο Πούτιν, από την άλλη, ανέφερε συγκεκριμένα την επικείμενη λήξη της New START ως ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με την Ουάσινγκτον. Αλλά ο χρόνος είναι λίγος και όσο περισσότερο περιμένουν και οι δύο πλευρές, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται το έργο.
Και εδώ είναι το κλειδί, συνεχίσει ο αναλυτής του Politico. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Μόνο ο Τραμπ και ο Πούτιν πρέπει να αποφασίσουν γι' αυτό. Οι δυο τους μαζί ελέγχουν πάνω από το 90% των πυρηνικών κεφαλών στον κόσμο. Είναι ένα εξ ολοκλήρου διμερές ζήτημα όπου η απόφαση πρέπει να ληφθεί από την κορυφή. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να λάβουν την έγκριση των Ευρωπαίων ή να συμφωνήσουν με τους Ουκρανούς.
Τα έξι κλειδιά
Υπάρχουν έξι τομείς όπου οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια κατ' αρχήν συμφωνία, η οποία θα έθετε το σκηνικό για νέες συνομιλίες στρατηγικής σταθερότητας μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων.
Πρώτον, θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τη δήλωση του Ιανουαρίου 2022 που έκαναν οι ηγέτες των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία ανέφερε ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και δεν πρέπει ποτέ να διεξαχθεί» και επιβεβαίωσε τις «κύριες ευθύνες» τους να αποφύγουν οποιαδήποτε στρατιωτική αντιπαράθεση με άλλα πυρηνικά οπλισμένα κράτη, αλλά και να μειώσουν τους στρατηγικούς κινδύνους. Σήμερα, η επανάληψη αυτής της αρχής, ακόμα και χωρίς ρητή αναφορά στην προηγούμενη δήλωση, όπως έγινε υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, θα ήταν μια μέτρια αλλά ζωτικής σημασίας πράξη ηγεσίας.
Δεύτερον, ο Τραμπ και ο Πούτιν θα μπορούσαν να δηλώσουν δημόσια την πρόθεσή τους να μην υπερβούν τα όρια της Νew START ακόμη και μετά τη λήξη της συνθήκης. Αυτό το εθελοντικό όριο θα απέτρεπε έναν βραχυπρόθεσμο ανταγωνισμό εξοπλισμών, θα καθησύχαζε τους συμμάχους και τους ανταγωνιστές και θα κέρδιζε χρόνο για τους διπλωμάτες και τους στρατιωτικούς αξιωματούχους να αξιολογήσουν πιθανά πλαίσια για το μέλλον.
Τρίτον, θα μπορούσαν από κοινού να επιβεβαιώσουν ότι καμία από τις δύο χώρες δεν βλέπει την ανάγκη να επαναλάβει τις εκρηκτικές πυρηνικές δοκιμές. Ενώ η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών δεν έχει τεθεί σε ισχύ, εν μέρει επειδή η Ουάσινγκτον και η Μόσχα πρέπει να την επικυρώσουν, ο κανόνας κατά των δοκιμών ισχύει εδώ και δεκαετίες. Για όλους εκτός της Βόρειας Κορέας. Η παραβίαση αυτού του κανόνα τώρα, είτε μέσω ρητορικής είτε μέσω δράσης, θα αποσταθεροποιούσε σοβαρά το παγκόσμιο καθεστώς.
Τέταρτον, Τραμπ και Πούτιν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα πάγωμα των μη στρατηγικών ή των λεγόμενων «τακτικών» πυρηνικών όπλων, μικρότερων και σχεδιασμένων για χρήση στο πεδίο της μάχης, χωρίς να θίγονται μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Αυτό θα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στην αντιμετώπιση μακροχρόνιων ανησυχιών στην Ουάσινγκτον και θα έστελνε ένα μήνυμα αμοιβαίας αυτοσυγκράτησης. Και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να δεσμευτούν να μην αυξήσουν την ποσότητα αυτών των συστημάτων, ακόμη και ελλείψει επίσημων κανόνων καταμέτρησης. Ενώ οι συμφωνίες ελέγχου των όπλων μέχρι σήμερα έχουν επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό σε στρατηγικά πυρηνικά συστήματα, αναφέρει το Politico, οι πυρηνικές δυνατότητες που προορίζονται για χρήση στο πεδίο της μάχης δεν μπορούν να αγνοηθούν, ειδικά σε μια εποχή που η αντιληπτή χρησιμότητά τους αρχίζει να αυξάνεται ξανά.
Πέμπτον, από την εποχή της κατάρρευσης της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίου Βεληνεκούς (INF) του 1987 - η οποία απαγόρευε τους πυραύλους εδάφους των ΗΠΑ και της Ρωσίας με βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.500 χιλιομέτρων- δεν υπήρξαν δεσμευτικοί περιορισμοί για αυτά τα συστήματα. Πρόκειται για όπλα που η μία χώρα θα μπορούσε να εγκαταστήσει πιο κοντά στο έδαφος της άλλης, όπως η τοποθέτηση αμερικανικών στην Ευρώπη ή αντίστοιχα ρωσικών στην Κούβα. Η ανακοίνωση της Ρωσίας την περασμένη εβδομάδα ότι το αυτοεπιβαλλόμενο μορατόριουμ στις αναπτύξεις πυραύλων κατηγορίας INF δεν ισχύει πλέον, έχει εξάλλου, αυξήσει περαιτέρω τις ανησυχίες για μια νέα κούρσα εξοπλισμών σε αυτήν την κατηγορία. Σε αυτό το περιβάλλον μετά την INF, και οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να δηλώσουν από κοινού ότι ούτε η μία ούτε η άλλη χώρα σκοπεύει να αναπτύξει πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς, με τέτοιο τρόπο ώστε να απειλήσει το έδαφος της άλλης. Μια τέτοια πολιτική διαβεβαίωση θα βοηθούσε στην αποφυγή ενός αποσταθεροποιητικού κύκλου αναπτύξεων στην Ευρώπη και την Ασία.
Έκτον και τελευταίο, και οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν ότι η πυραυλική άμυνα δεν πρέπει να ξεφύγει από τον έλεγχο. Με τις ΗΠΑ να επιταχύνουν το έργο «Χρυσός Θόλος» και τη Ρωσία να επεκτείνει το οπλοστάσιό της από προηγμένα συστήματα παράδοσης χωρίς περιορισμούς, ο Τραμπ και ο Πούτιν θα μπορούσαν να δηλώσουν την κοινή τους κατανόηση, ότι η αμοιβαία ευπάθεια παραμένει απαραίτητη για τη στρατηγική σταθερότητα και ότι κανένα σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ατρωτότητα.
Οι οδηγίες από τους δύο προέδρους για την επανέναρξη ουσιαστικής εργασίας σε αυτά τα ζητήματα θα έδιναν στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα το καθήκον να σκεφτούν πιο σκληρά και από κοινού, τρόπους για το πώς να διαχειριστούν μια μελλοντική πορεία. Από την τελευταία σοβαρή προσπάθεια τέτοιων συνομιλιών κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ έχουν σημειώθεί αρκετές βασικές αλλαγές, γεγονός που καθιστούν αυτό το έργο ακόμη πιο δύσκολο.
Πέρα από τα διμερή βήματα, ο Τραμπ και ο Πούτιν θα μπορούσαν επίσης να δεσμευτούν να συνεργαστούν με άλλους ηγέτες που διαθέτουν πυρηνικά όπλα για να μειώσουν τους κινδύνους κακής επικοινωνίας, λανθασμένης αντίληψης ή λανθασμένου υπολογισμού που οδηγούν σε χρήση πυρηνικών όπλων. Ο Τραμπ και ο Πούτιν θα μπορούσαν να συμβάλλουν ώστε να πειστούν οι άλλοι επτά ηγέτες που διαθέτουν πυρηνικά όπλα σήμερα ότι είναι προς το συμφέρον τους να εκσυγχρονίσουν τους υπάρχοντες ελέγχους και να θέσουν νέους σε εφαρμογή όπου δεν υπάρχουν.
Αυτά τα εργαλεία, όπως τα δίκτυα επικοινωνίας για κρίσεις, τα καθεστώτα ειδοποίησης πριν από την εκτόξευση πυραύλων και άλλα, θα βοηθούσαν επίσης στη δημιουργία ενός βαθύτερου επιπέδου αμοιβαίας κατανόησης, που θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την προσέλκυση άλλων παραγόντων στις προσπάθειες ελέγχου των όπλων.
Η συνάντηση Τραμπ - Πούτιν μπορεί να επικεντρωθεί στην Ουκρανία, αλλά θα μπορούσε να είναι ιστορικά σημαντική σε ό,τι αφορά στο πυρηνικό ζήτημα. Η τελική ευθύνη για την αντιμετώπιση της υπαρξιακής απειλής, που θέτουν τα πυρηνικά όπλα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και ολόκληρο τον πλανήτη βαρύνει τους ίδιους τους αρχηγούς κρατών. Το μάθημα των τελευταίων 60 ετών, όπως αναφέρει το Politico, είναι ότι ακόμη και οι αντίπαλοι μπορούν να συμφωνήσουν στην ανάγκη για όρια. Ο Νίξον και ο Μπρέζνιεφ το γνώριζαν. Ο Ρίγκαν και ο Γκορμπατσόφ το γνώριζαν. Ο Κλίντον και ο Γέλτσιν το γνώριζαν. Ο Ομπάμα και ο Μεντβέντεφ το γνώριζαν.
Το ερώτημα σήμερα δεν είναι αν ο Τραμπ και ο Πούτιν μπορούν να αναπαράγουν αυτές τις σημαντικές ανακαλύψεις, αλλά αν μπορούν να επικαλεστούν την πολιτική βούληση για να θέσουν τουλάχιστον ένα όριο κάτω από τη σημερινή στρατηγική ελεύθερη πτώση και να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την επόμενη εποχή αυτοσυγκράτησης.
Χωρίς περιορισμoύς, ίσως και να μην υπάρχει επιστροφή στις δεκάδες χιλιάδες πυρηνικά όπλα, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά η απουσία ορίων στις μελλοντικές δυνατότητες κάθε πλευράς θα αναγκάσει τους στρατιωτικούς σχεδιαστές να υποθέσουν το χειρότερο και να προετοιμαστούν ανάλογα. Αυτή είναι η λογική που οδηγεί τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών.
Ο Τραμπ και ο Πούτιν έχουν πέντε μήνες για να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Η Αλάσκα θα μπορούσε να είναι η αρχή, καταλήγει το Politico.



























