Μετά από τρεις μήνες προσβολών, επιβολής δασμών και ακόμη και απειλών για «προσάρτηση» ορισμένων από τους στενότερους συμμάχους του, η κυβέρνηση Τραμπ ξαφνικά χρειάζεται βοήθεια. Ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει πλέον κλιμακώσει μια ανοιχτή εμπορική σύγκρουση με την Κίνα, την οποία φαίνεται να μην ξέρει πώς να κερδίσει, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το CNN για τον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε ο Ντόναλντ Τραμπ. Έτσι, η κυβέρνησή του σπεύδει να βρει τρόπους να ασκήσει πίεση στον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος δεν δείχνει διατεθειμένος να υποκύψει στον εκφοβισμό του Τραμπ.
Αλλά υπάρχει κάτι που ίσως αποδώσει. Κάτι που θα αξιοποιούσε τη δύναμη και την παγκόσμια επιρροή της Αμερικής και ενδεχομένως θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στο Πεκίνο ώστε να απαντήσει στις σταθερές αμερικανικές καταγγελίες για την πρόσβαση στην κινεζική αγορά, την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, τη βιομηχανική κατασκοπεία και άλλα ζητήματα. Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: αυτή η προσέγγιση συγκρούεται με το δόγμα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» («America First»).
Ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε στο Fox Business αυτή την εβδομάδα ότι σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ινδία, πρόκειται σύντομα να ξεκινήσουν εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον - όπως και το Βιετνάμ.
«Όλοι έρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και στην ουσία η Κίνα είναι περικυκλωμένη», ανέφερε. Ο Μπέσεντ πρόσθεσε ότι ένα από τα θέματα των συνομιλιών θα πρέπει να είναι ένας κοινός στόχος: «Πώς θα φέρουμε την Κίνα σε επαναρρύθμιση; Αυτό είναι το μεγάλο κέρδος εδώ».
Η Εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, ρωτήθηκε την Παρασκευή γιατί οι Αμερικανοί σύμμαχοι θα βοηθούσαν στην αντιμετώπιση της Κίνας, τη στιγμή που ο Τραμπ φέρεται σε φίλους και εχθρούς με τον ίδιο τρόπο. Απάντησε: «Θα πρέπει να ρωτήσετε τους συμμάχους μας που επικοινωνούν μαζί μας. Τα τηλέφωνα δεν σταματούν να χτυπούν. Έχουν καταστήσει σαφές ότι χρειάζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, χρειάζονται τις αγορές μας, χρειάζονται τη βάση των καταναλωτών μας».
Ωστόσο, όλες οι κινήσεις του Τραμπ από την επιστροφή του στο Οβάλ Γραφείο στοχεύουν στην αποδυνάμωση συμμαχιών μεταξύ δημοκρατιών με κοινές αξίες. Πολλές φορές αυτή την εβδομάδα, επιτέθηκε λεκτικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Πάντα λέω ότι ιδρύθηκε για να κάνει ζημιά στις Ηνωμένες Πολιτείες στο εμπόριο», ανέφερε.
Ωστόσο, δεν είναι ο μόνος που «αντιπαθεί» την Ευρώπη. Ο Αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς εξέφρασε την απέχθειά του για την ήπειρο τόσο στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου όσο και σε συνομιλία μεταξύ αξιωματούχων για αεροπορικές επιθέσεις στην Υεμένη.
Η εχθρότητα του Τραμπ στην αμερικανική ήπειρο είναι επίσης πρόβλημα.
Η ιδέα μιας ενιαίας εμπορικής δύναμης στη Βόρεια Αμερική έχει από καιρό θεωρηθεί ως πιθανό ανάχωμα απέναντι στην Κίνα. Όμως ο Τραμπ έχει επανειλημμένα απειλήσει να «προσαρτήσει» τον Καναδά και έχει επιβάλει μερικούς από τους πιο σκληρούς δασμούς στο Μεξικό. Ο νέος Πρωθυπουργός του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ, έχει προειδοποιήσει ότι η «παραδοσιακή» σχέση της χώρας του με την Ουάσινγκτον έχει τελειώσει.
Κι όμως, η ιδέα της οικοδόμησης ενός ενιαίου μετώπου συμμάχων για να αλλάξουν οι εμπορικές πρακτικές της Κίνας είναι τόσο καλή, που προκαλεί έκπληξη που δεν την είχε σκεφτεί κανείς νωρίτερα. Την είχαν σκεφτεί, σημειώνει το CNN, «και ο Τραμπ την ακύρωσε».
Την πρώτη ημέρα της πρώτης του θητείας το 2017, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία Συνεργασίας Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership), μια συμμαχία 12 χωρών που περιλάμβανε συμμάχους όπως το Μεξικό, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Αυστραλία — αλλά όχι την Κίνα. Ο πρόεδρος ακύρωσε επίσης την εμπορική συμφωνία Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (TTIP), που θα συνέδεε τις δύο μεγαλύτερες αγορές του κόσμου.
Το ερώτημα τώρα είναι αν ο Τραμπ έχει αποξενώσει σε τέτοιο βαθμό τους φίλους της Αμερικής, ώστε να μη θέλουν ούτε να του απαντήσουν στο τηλέφωνο. «Οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή είναι ένας απίστευτα αναξιόπιστος εταίρος για οποιονδήποτε στον κόσμο και δεν ξέρω πώς θα καταφέρουμε να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας», δήλωσε την Πέμπτη στο CNN ο Τζέισον Φέρμαν, πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων επί προεδρίας Ομπάμα.




























