Διεθνή

Μπορεί να διαρκέσει ακόμη δύο ή και περισσότερο χρόνια ο πόλεμος στην Ουκρανία;

ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΠΕ-ΜΠΕ
Έναν χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κατάληψη της οποίας, θα διαρκούσε, σύμφωνα με τα τότε λεχθέντα «μια εβδομάδα», ακόμη κυριαρχεί το ερώτημα: Πότε θα τελειώσει τελικά ο πόλεμος;

Το συγκεκριμένο ερώτημα, έχει γίνει θέμα συζήτησης και ανάλυσης επί αναλύσεων, με διεθνολόγους, ιστορικούς και κάθε λογής επιστήμονες και πολίτες να προσπαθούν να του αποδώσουν μια απάντηση.

Ψηλά στην «ατζέντα» θεμάτων, είναι και - σχεδόν - σε όλες τις εργασίες της Διάσκεψης Ασφάλειας του Μονάχου, με κύριο προβληματισμό, το «αύριο» και του τι θα γίνει, αν, η Ουκρανία δεν κερδίσει τελικά αυτόν τον πόλεμο.

Έχει αποκλεισθεί η διπλωματική οδός;

Αρκετοί είναι οι ηγέτες χωρών, πολιτικοί και εν γένει εμπλεκόμενοι, που πίστεψαν κι - ενδεχομένως - πιστεύουν στην λύση των εχθροπραξιών, μέσω του διαλόγου και της διπλωματίας.

Πρώτος, που είχε, μάλιστα, δεχθεί και τα «πυρά» από πολλούς για την στάση του και τη διατήρηση του διαύλου επικοινωνίας με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Εμμανουέλ Μακρόν, προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες, τασσόμενος, όμως, πλέον ξεκάθαρα με την Ουκρανία και διευκρινίζοντας πως θα βοηθήσει τη χώρα «μέχρι τη νίκη».

Μια δήλωση, αρκετά πιο, «στιβαρή» από τις αρχικές του, περί της «μη δυνατότητας νίκης» της Ρωσίας.

Στο ίδιο μήκος κύματος, κι ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, επίσης, συμμετέχων στην εν λόγω Διάσκεψη, ο οποίος και τονίζει ότι «δεν τίθεται πλέον θέμα» σχετικά με τη διπλωματική λύση του πολέμου.

«Μου αρέσει όποιος θέλει να επιτύχει ειρήνη μέσω της διπλωματίας, αλλά πώς μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια πρωτοβουλία; Θα πρέπει το τίμημα για την ειρήνη να είναι η παραμονή της Ρωσίας στα κατεχόμενα εδάφη;»

Μονόδρομος ο πόλεμος;

Έτσι, λοιπόν, φαίνεται, σύμφωνα και με την dw.com, να είναι μονόδρομος η συνέχιση του πολέμου.

Ενός πολέμου, που αν η Δύση έχει σκοπό να σταματήσει, με τη λήξη αυτή να ευνοεί την Ουκρανία, θα πρέπει να τη βοηθήσει άμεσα, επισπεύδοντας την παράδοση όπλων, μιας και τα απόθεμα της χώρας είναι πλέον λιγοστά.

Η εφημερίδα Die Welt απαριθμεί εν γένει τις ανάγκες της χώρας, οι οποίες αφορούν κυρίως: Πυρομαχικά, άρματα μάχης (Leopard), οχήματα μάχης πεζικού (Marder, Bradley), πυραύλους επιφανείας-επιφανείας (Himars, GLSDB, Atacms), συστήματα αεράμυνας (Iris-T, Patriots, Stinger, Nasams), οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (Heron TP, MQ-9 Reaper) και μαχητικά αεροσκάφη (F-16, JAS 39 Gripen).

Ορισμένα από αυτά τα όπλα έχουν ήδη παραδοθεί ή υπάρχει υπόσχεση ότι θα δοθούν, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι επαρκούν.

Μετά την υπόσχεση για παράδοση βαρέων τεθωρακισμένων Leopard η ουκρανική πλευρά, και κυρίως ο πρόεδρος Ζελένσκι, πιέζουν τώρα για την παράδοση μαχητικών αεροσκαφών. Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του επισήμανε ότι μόνο έτσι θα δοθεί ώθηση προς «τη νίκη», χρησιμοποιώντας, δηλαδή, την ίδια λέξη, που ανέφερε και ο Μακρόν στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του.

Μέχρι στιγμής μόνο η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Σλοβακία άφησαν να εννοηθεί ότι είναι ανοιχτές για αεροσκάφη

Όσον αφορά την Γερμανία, διαθέτει πάνω από 230 Eurofighter και Tornado, αλλά ο καγκελάριος Σολτς δεν θέλει να ανοίξει αυτό το κεφάλαιο.

Πολεμικοί αναλυτές, ωστόσο αναφέρουν ότι και τα μαχητικά αεροσκάφη δεν αποτελούν «εισιτήριο» για τη «νίκη».

Μπορούν, όμως, να αλλάξουν τα δεδομένα στο πεδίο των μαχών από κοινού με επαρκή αριθμό χερσαίων δυνάμεων, αρμάτων μάχης και βλημάτων πυροβολικού.

Ένα άλλο αδύνατο σημείο συνίσταται στο ότι, επειδή οι Ρώσοι διαθέτουν ισχυρή αεράμυνα, τα μαχητικά αεροσκάφη πρέπει να πετούν όσο πιο χαμηλά μπορούν και σε μεγάλη απόσταση από τη γραμμή μετώπου για να μην γίνουν στόχος, αλλά από την άλλη μειώνεται σημαντικά το βεληνεκές των πυραύλων που εκτοξεύουν.

Σύμφωνα με το βρετανικό think tank «Rusi» οι ουκρανικοί διάδρομοι προσγείωσης και απογείωσης είναι στην πραγματικότητα πολύ κοντοί για την προσγείωση μαχητικών αεροσκαφών F-16, για παράδειγμα.

Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, η χρήση μαχητικών αεροσκαφών, που επιθυμεί το Κίεβο, πιθανότατα δεν θα αποτελέσει την λύση, που αναζητεί ο πρόεδρος, Ζελένσκι.

«Πόσα όπλα να δώσω χωρίς να θέσω σε κίνδυνο τη δική μου αμυντική ικανότητα;»

Το θέμα, φυσικά και δεν είναι τόσο απλό. Μια χώρα, ένας υπουργός Άμυνας, πρέπει να σταθμίσει αρκετούς παράγοντες, πριν αποφασίσει να αποστείλει όπλα, δηλαδή να μοιράσει μέρος της αμυντικής του ικανότητας σε κάποιον τρίτο. Στο τέλος, άλλωστε, όπως αναφέρουν αρκετοί αναλυτές, «κανείς δεν θα πολεμήσει τον πόλεμο τον δικό σου».

Έτσι, αναφέρει κι ο κορυφαίος διπλωμάτης του ΝΑΤΟ, διατυπώνοντας το εν λόγω ερώτημα «πόσα όπλα μπορώ να δώσω χωρίς να θέσω σε κίνδυνο τη δική μου αμυντική ικανότητα».

Φυσικά, οι «λόγοι» δεν σταματούν εδώ και δεν είναι ίδιοι για όλους.

Όσον αφορά για παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο πρόεδρος Μπάιντεν, έχει να σκεφτεί και τις «παράλογες» πιθανές συνέπειες της υπερδύναμης Ρωσίας, ως επακόλουθο των αποφάσεών του, «Ο προφανής στόχος των ΗΠΑ είναι να στηρίξουν την Ουκρανία όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς όμως να στριμώξουν στη γωνία τη Ρωσία για να αποτραπούν παράλογες ενέργειες, όπως ανάπτυξη πυρηνικών όπλων», υποστηρίζει ο ιστορικός και συνταγματάρχης Μάρκους Ράισνερ.

Από την άλλη πλευρά, η Δύση δεν είναι σε θέση να δώσει όσα όπλα χρειάζονται, υπό την σκέψη του φόβου εξάπλωσης του πολέμου σε νατοϊκό έδαφος.

Άρα, ποια είναι η απάντηση; Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος;

Αυτό είναι ένα ερώτημα, που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και οι επίδοξες «Κασσάνδρες» συνήθως πέφτουν «έξω» στα στοιχήματα.

Υπάρχουν πιθανά σενάρια. Και πιθανές συνέπειες αυτών.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με υψηλόβαθμο Ευρωπαίο διπλωμάτη η διαδικασία «μπορεί να διαρκέσει ακόμη και δύο χρόνια ή και περισσότερο», με την περιοχή του Ντονμπάς να βρίσκεται ακόμη σε ρωσικά χέρια.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι συμμετέχοντες στη Διάσκεψη του Μονάχου καλούνται να δώσουν πολλές δύσκολες απαντήσεις για τις πραγματικές τους προθέσεις.