Το προεκλογικό επιτελείο του Τραμπ ανακοίνωσε αρχικά ότι προσφεύγει στα δικαστήρια στο Γουισκόνσιν, μια Πολιτεία που φαίνεται να την κερδίζει οριακά ο Μπάιντεν. Η διαφορά των δύο υποψηφίων είναι μικρότερη του 1%, σύμφωνα με τα σχεδόν τελικά αποτελέσματα (με ενσωματωμένο το 99% των ψήφων). Οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να γίνει επανακαταμέτρηση και ζήτησαν από τα τοπικά δικαστήρια να ελεγχθούν ξανά οι ψήφοι που έχουν ήδη καταμετρηθεί.
Το Γουισκόνσιν είναι η δεύτερη Πολιτεία-κλειδί που χάνει ο Τραμπ, μετά την Αριζόνα.
Στο Μίσιγκαν, οι Ρεπουμπλικάνοι ζητούν να σταματήσει η καταμέτρηση των ψήφων και να μπορέσουν να ελέγξουν «εκείνα τα ψηφοδέλτια που ανοίχτηκαν και καταμετρήθηκαν ενώ εμείς δεν είχαμε ουσιαστική πρόσβαση», όπως ανέφεραν.
Παρόμοιο είναι και το αίτημα στην Πενσιλβάνια: προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για να σταματήσει «προσωρινά» η καταμέτρηση των ψήφων, μέχρι να υπάρξει «ουσιαστική διαφάνεια», όπως λένε, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς αξιωματούχους ότι «κρύβουν» τη διαδικασία από τους Ρεπουμπλικάνους παρατηρητές.
Ο ίδιος ο Τραμπ απείλησε κατά τη διάρκεια της νύχτας να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβητώντας την ακεραιότητα του εκλογικού συστήματος. Σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης και σε διάφορα ενημερωτικά μέσα που τον στηρίζουν κυκλοφορούν φήμες για παρατυπίες και απάτες. Μια στρατιά δικηγόρων είναι επί ποδός πολέμου.
Για πρώτη φορά από το 2000, οι Αμερικανοί δεν γνωρίζουν το όνομα του επόμενου προέδρου τους, μία ημέρα μετά τις εκλογές. Η συμμετοχή, κυρίως η επιστολική ψήφος, έσπασε κάθε ρεκόρ και η καταμέτρηση μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες σε ορισμένες Πολιτείες, εκείνες που θα κρίνουν τελικά ποιος θα ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου 2021.
«Η δημοκρατία μας δοκιμάζεται σε αυτές τις εκλογές», είπε ο κυβερνήτης της Πενσιλβάνιας Τομ Γουλφ, καλώντας τους πολίτες να κάνουν υπομονή.
Είναι αρκετά πιθανόν πάντως ο νικητής να αρχίσει να διαφαίνεται μέσα στις επόμενες ώρες. Δύο από τις «αμφίρροπες» Πολιτείες, το Μίσιγκαν και η Τζόρτζια, ανακοίνωσαν ότι τα τελικά αποτελέσματα θα γίνουν γνωστά μέχρι το τέλος της ημέρας. Σε άλλες ωστόσο, όπως στην Πενσιλβάνια και τη Νεβάδα, η καταμέτρηση θα συνεχιστεί σίγουρα και αύριο, ενδεχομένως και την Παρασκευή.
«Χθες το βράδυ είχα σημαντικό προβάδισμα, σε πολλές Πολιτείες κλειδιά. Μετά, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να χάνονται μαγικά, με την αιφνίδια εμφάνιση και την καταμέτρηση ψηφοδελτίων», έγραψε ο Τραμπ στο Twitter.
Στην πραγματικότητα, τα ψηφοδέλτια αυτά δεν εμφανίστηκαν «ως δια μαγείας»: ήταν οι επιστολικές ψήφοι, η καταμέτρηση των οποίων άργησε, όπως στην περίπτωση της Πενσιλβάνιας. Και επειδή προέρχονταν κυρίως από Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, «έσκαψαν» το αρχικό προβάδισμα του Ρεπουμπλικάνου προέδρου, οι ψηφοφόροι του οποίου προτίμησαν να πάνε αυτοπροσώπως στα εκλογικά τμήματα την Τρίτη.
Μέχρι στιγμής, ο Τζο Μπάιντεν έχει πάρει ένα μικρό προβάδισμα στο Μίσιγκαν (+0,7%), που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει τη νίκη. Ο Τραμπ προηγείται στην Πενσιλβάνια, την Τζόρτζια και τη Βόρεια Καρολίνα. Μάλιστα, στην Πενσιλβάνια, ο επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου του τον ανακήρυξε νικητή, μολονότι απομένει να καταμετρηθεί σχεδόν το 20% των ψήφων.
Από την πλευρά των Δημοκρατικών, η αισιοδοξία έχει επανέλθει. «Ο Τζο Μπάιντεν είναι σε καλή θέση για να κερδίσει αυτές τις εκλογές και θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ», είπε η διευθύντρια του επιτελείου του, Τζένιφερ Ο’Μάλεϊ Ντίλον.
Ακόμη και μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων πάντως, η απειλή του προέδρου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για να σταματήσει η καταμέτρηση, σόκαρε πολλούς. «Σταματήστε. Τα ψηφοδέλτια θα καταμετρηθούν και, είτε θα χάσετε, είτε θα κερδίσετε. Και η Αμερική θα το δεχτεί. Η υπομονή είναι αρετή», έγραψε στο Twitter ο Ρεπουμπλικάνος βουλευτής Άνταμ Κίνζιγκερ.
«Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές», είπε από την πλευρά του ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο Ρεπουμπλικάνος Μιτς Μακόνελ.
Ό,τι και να συμβεί, ο επόμενος πρόεδρος θα πρέπει να καταφέρει να συνεννοηθεί με το Κογκρέσο, που παραμένει διχασμένο: όπως ήταν αναμενόμενο, οι Δημοκρατικοί διατήρησαν τον έλεγχο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όμως στη Γερουσία η πλειοψηφία φαίνεται ότι θα παραμείνει στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων.