Τον Ιανουάριο του 2025 παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής, η αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε «τους κρίσιμους σταθμούς και τις παραλλαγές του μέχρι σήμερα», όπως σημείωσε ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης τη βραδιά της εκδήλωσης.
Ο Σαββόπουλος δεν ταυτίστηκε μόνο με το ελληνικό τραγούδι, ταυτίστηκε με 60 χρόνια ιστορίας, που ξεδιπλώνονται σε κομμάτια μέσα στο βιβλίο και το οποίο είναι γεμάτο στιγμές που τον αγγίζουν.
«Είναι η κατανόηση σαν να έχει μάθει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Είναι η ανάγκη να παίζουμε μέχρι την τελευταία στιγμή, αυτή είναι η μοναδική γυαλισμένη πανοπλία μας».
Κατά την ομιλία του στην παρουσίαση ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, είχε πει για τη γεύση που του άφησε το βιβλίο του Σαββόπουλου: «Ο Νιόνιος ωριμάζει σιγά σιγά. Περνάει από την αναίδεια και την αλαζονεία της νεότητας στη σύνεση, στη συγκαταβάση, στη μεταμέλεια και στη συνήχηση. Τα κείμενα αυτά εκτός των άλλων είναι μια οδυνηρή πορεία χωρίς να τους λείπει η ιλαρότητα και ο αυτοσαρκασμός. Είναι ένα δρομολόγιο από το αλητήριο πνεύμα του εικοσάρη και τη δύστροπη αποδοχή της επιτυχίας προς την καταλλαγή, την επιείκεια και τη συγχώρεση. Είναι ένα βιβλίο εξομολόγησης, εξιλασμού και κάθαρσης».
«Σημασία Νιόνιο δεν έχει πόσο θα ζήσουμε, σημασία έχει ότι δεν θα πεθάνουμε ποτέ», έλεγε τότε ο συγγραφέας απευθυνόμενος στον τραγουδοποιό.
Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει». Διαβάζουμε στα πρώτα κεφάλαια της αυτοβιογραφίας του, η οποία είναι γραμμένη σε πολυτονικό σύστημα, όπως το είχε ζητήσει ο ίδιος: «δείτε το σαν ένα είδος τρυφερότητος», έλεγε στην παρουσίαση.
«Ο άνθρωπος όταν λέει ιστορίες από τη ζωή του γίνεται πιο αληθινός. Αυτο το κάνω σε όλη μου τη ζωή, έχω αυτή την ανάγκη και είπα να τα μαζέψω όλα αυτά και να τα κάνω ένα βιβλίο», το οποίο «είναι αφιερωμένο στην στην Άσπα τη γυναίκα της ζωής μου».
«Γέρος για ροκ, μα για τον θάνατο μικρό παιδάκι ακόμα. Να ζήσετε, να 'μαστε καλά να ανταμώνουμε», ήταν τα τελευταία λόγια του Σαββόπουλου σε εκείνη τη μοναδική βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου.
Δείτε την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον περασμένο Ιανουάριο:
{https://youtu.be/dElmSOTGROM?si=ZQ8uK_4SyGOlHaKY}
Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει
«Αυτό που λέμε "Σαββόπουλος" δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια. Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες... Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα του. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός», αναφέρει ο Νιόνιος στο εκδοτικό του σημείωμα.
«Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος...Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του», συμπληρώνει έχοντας τη διάθεση απολογισμού και αυτοκριτικής.
Κι αν «τα χρόνια τρέχουν χύμα», ο Διονύσης Σαββόπουλος στέκεται σήμερα απέναντι στο χρόνο και, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μας «συστήνει» τον εαυτό του, μέσα από τα 20 κεφάλαια αυτού του βιβλίου.
Η αναδρομή ξεκινάει από τη γέννησή του στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, το σκληρό 1944 και τα πρώτα τραγούδια που σκάρωνε σε ηλικία 8-9 ετών, τις ώρες που ήταν υποχρεωμένος να μένει στο κρεβάτι του, κι από τις πρώτες μουσικές επιρροές στην εν μιά νυκτί απόφαση το ’63 να φύγει από τη Θεσσαλονίκη με το αίτημα να «είναι αληθινός», «ένας έφηβος που βάζει για αρχηγό του τον ήλιο» και φωνάζει «μη» στη σκοτεινή του πλευρά.
Από τα 19 του χρόνια, τότε που ήταν «ένας ξένοιαστος και άπλυτος επαναστάτης» στην Αθήνα, στον πρώτο του δίσκο 45 στροφών το ’65, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας το ’67, στο Παρίσι από το ’68 με την Άσπα, στο Μιλάνο και στην επιστροφή στην Αθήνα της δικτατορίας, για να γίνει πατέρας στα 24 του χρόνια. Από το «Ροντέο» και το θρυλικό «Κύτταρο», Ηπείρου και Αχαρνών, από το Happy day του Παντελή Bούλγαρη και τους Αχαρνής το ’76 στην αποθέωση που έμελλε να γνωρίσει το 1983 αλλά και στη ρήξη με το κοινό του το ’89 με το Κούρεμα.
Από τη συστράτευση με την αριστερά στην αποστασιοποίηση. Από τον αγαπημένο του φιλόλογο στο γυμνάσιο Δημήτριο Βαφειάδη στους δασκάλους του Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και Ντόρα Μπακοπούλου. Από την τέχνη της συνύπαρξης στις δυσκολίες του γάμου και του πατρικού ρόλου, κι από την οικογένεια στην ευρύτερη οικογένεια των μουσικών.
Οι οφειλόμενες συγγνώμες. Αλλά, πάνω από όλα, το σάλπισμα της γιορτής. Συνοψίζοντας, στο πολύτιμο αυτό βιβλίο ο Σαββόπουλος αποκαλύπτει τον Νιόνιο, σαν να του ψιθυρίζει «δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός».






























