«"Θ.Ν." σήμαινε, με το "μορς των τοίχων" (μεγάλες λέξεις, καθώς πρόκειται για χρήση απλώς του ελληνικού αλφάβητου), "Θα νικήσουμε". Μ΄ αυτό κλείναμε οι περισσότεροι τους διαλόγους μέσω χτυπημάτων στον τοίχο, αφού είχαμε πρώτα "γράψει" "σαγ" – δηλ. "σ’ αγαπώ". Με ένα οπτικό "Θ.Ν.", όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του βιβλίου, "υπογράφαμε" την ανώνυμη αλληλογραφία –πάνω στο χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων μας με καμένα σπίρτα και μέσω του καλαθιού με τα σκατόχαρτα στην πρώτη τουαλέτα– μεταξύ μας το τελευταίο δίμηνο στην Ασφάλεια, η Αγγελική Σωτήρη κι εγώ».
Έτσι περιγράφει η Νάντια Βαλαβάνη το πώς προήλθε ο τίτλος στο βιβλίο της «Θ.Ν.: Ένα χρονικό για "τα παιδιά του Φλεβάρη" μισόν αιώνα αργότερα», Εκδόσεις «Τόπος», που βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία και παρουσιάζεται σήμερα, Δευτέρα, στις 6.30 το απόγευμα στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ.
«Θ.Ν.: Ένα χρονικό για "τα παιδιά του Φλεβάρη" μισόν αιώνα αργότερα», Εκδόσεις «Τόπος». Ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου σας, κ. Βαλαβάνη, αναφέρεστε σε «χτύπημα του Φλεβάρη» και από τον ίδιο τον τίτλο σε «παιδιά» του. Μπορείτε να μας εξηγήσετε σχετικά;
Πρόκειται για ένα ελάχιστα διερευνημένο «συμβάν» κατά τη διάρκεια της Ιωαννιδικής περιόδου της δικτατορίας – που έκλεισε με την κατάρρευση της χούντας χάρη στο οργανωμένο από την Αθήνα πραξικόπημα, που αποτέλεσε και την πρόφαση για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την τραγωδία που ακολούθησε στο έκτοτε διαιρεμένο νησί. Αν και το βασικό «συμβάν» που απασχολεί το βιβλίο είναι αυτό που εκτυλίχθηκε στην Αθήνα, ανάλογα «συμβάντα» –με αναφορά σε ένα μόλις βιβλίο για το καθένα– υπήρξαν επίσης στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα. Για το ίδιο το γεγονός στην Αθήνα υπάρχουν 4 όλα-όλα βιβλία πριν από το δικό μου.
Ήδη από την πρώιμη Μεταπολίτευση, «χτύπημα του Φλεβάρη» αρχίσαμε να ονομάζουμε αυθόρμητα όσοι είχαμε οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτό, το κύμα συλλήψεων που ξεκίνησε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1974, με τις τελευταίες συλλήψεις να καταγράφονται τέλος Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Στο εξώφυλλο του έντυπου προανακριτικού «Πορίσματος» για το «χτύπημα» ορίζεται ως συνολικός χρόνος ανάκρισής μας το πεντάμηνο «Φεβρουάριος-Ιούνιος» (1974), στην πραγματικότητα ήταν ωστόσο τετράμηνης διάρκειας, καθώς το πρώτο ένταλμα για 35 άτομα (ανάμεσα τους κι εγώ) εκτελέστηκε στις 14 Φεβρουαρίου και η ανάκριση ολοκληρώθηκε μέσα Ιουνίου με την απαγγελία των εναντίον μας ατομικών κατηγοριών. Μας κράτησαν ωστόσο σχεδόν έναν μήνα ακόμα στη Μεσογείων, ώσπου να «ξεμαυρίσουμε» και να ‘μαστε σχετικά «ευπαρουσίαστοι» οι 41 που παραπεμφθήκαμε τελικά για απολογία και προφυλάκιση στον Ανακριτή και τον Επίτροπο του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών – με αρχικό τουλάχιστον προορισμό μια «δίκη των 100» τον Σεπτέμβρη του 1974: Οι υπόλοιποι 59 θα δικάζονταν ερήμην, καθώς ήταν όσοι είχαν περάσει στην παρανομία και γλυτώσει τη σύλληψη μέχρι τη μέρα κατάρρευσης του χουντικού καθεστώτος.
Ο βασικός φορέας του «χτυπήματος» και της προανακριτικής διαδικασίας για μια δίκη που δεν έγινε ποτέ ήταν η Γενική Ασφάλεια Αθηνών: Από το 1971 –συγκεντρώνοντας όλο το, διάσημο διεθνώς ήδη από την εποχή της έξωσης της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, έμπειρο «επιτελείο» της πάλαι ποτέ «Μπουμπουλίνας», συμπληρωμένο και με νεότερους «αστέρες»– κατοικοέδρευε πλέον στη Μεσογείων 14-18. Στη νεότερη διεύθυνση η περιβόητη «ταράτσα» της Μπουμπουλίνας και οι «ανακριτικές» λειτουργίες της είχαν «κατεβεί» αρκετούς ορόφους παρακάτω, στο υπόγειο «γκαράζ» της Μεσογείων, ενώ τα κρατητήρια από το υπόγειο της Μπουμπουλίνας είχαν «προαχθεί» στον 5ο όροφο της Μεσογείων. Τα εντάλματα σύλληψης και προφυλάκισής μας στα κρατητήρια της Μεσογείων υπέγραφε ο Α.Π.Α.Ε.Σ.Α. (Ασκών την Ποινική Αγωγή του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών) υποστράτηγος Νίκος Ραφαηλάκης – ο ίδιος που στη Δίκη του Πολυτεχνείου καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή ως ηθικός αυτουργός των υλικών ζημιών που προκάλεσε το τανκ εισβάλοντας στο ΕΜΠ και του, κακουργηματικού χαρακτήρα, βαθέως τραυματισμού της Πέπης Ρηγοπούλου, που βρίσκονταν πίσω απ’ την καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου (με αυτή τη σειρά…). Ο υπαστυνόμος Α’ Χαράλαμπος Παύλος, που σύμφωνα με την απολογία του Μάλλιου στη δίκη της Χαλκίδας τον προόριζε για διάδοχο του στη διοίκηση της Υπηρεσίας Πληροφοριών (ουσιαστικά, το τμήμα δίωξης κομουνισμού) της Ασφάλειας, είχε την τυπική ευθύνη της προανάκρισης. Αυτός συνέταξε και υπογράφει το εναντίον μας «Πόρισμα» από μεριάς Γενικής Ασφάλειας Αθηνών – για τους 41 που παραπεμφθήκαμε τελικά στο στρατοδικείο με τον α.ν.509/47 του Εμφύλιου, κατηγορούμενοι για απόπειρα βίαιης ανατροπής του κρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος (στη δίκη των βασανιστών της Ασφάλειας στη Χαλκίδα ο Παύλος καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλακή με αναστολή…). Ο ανακριτής του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών, Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος, και ο Επίτροπός του, Ιωάννης Κυριαζής, «πήραν» τις απολογίες όλων μας στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών και υπέγραψαν τις προφυλακίσεις μας για τη «δίκη των 100» (μαζί με τους «καταζητούμενους παραπεμφθέντες») – και με διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκαν να καταγράψουν στο πλαίσιο των «απολογιών» μας ότι υποστήκαμε βασανισμό όσοι από μας επιχείρησαν να τους το δηλώσουν: Και οι δύο τερμάτισαν μ΄ εύφημη μνεία την υπηρεσιακή τους καριέρα δεκαετίες αργότερα.
Το ΚΚΕ, στα ιστορικά του κείμενα, θεωρεί ότι αυτό ήταν το συντριπτικότερο απ’ τα πλήγματα που δέχθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας. Πράγματι, πιάστηκε η πλειοψηφία του Κλιμακίου Εσωτερικού του ΚΚΕ μ΄ επικεφαλής το μέλος του Π.Γ. Αντώνη Αμπατιέλο (εξ ου κι η ονομασία του «χτυπήματος» από μεριάς Ασφάλειας κι Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών ως «Υπόθεση Αμπατιέλου»), που μαζί με τον Νίκο Καλούδη κ.ά. βρισκόταν περισσότερο από έναν χρόνο μέσα στην Ελλάδα με πλαστά διαβατήρια και ταυτότητες. Συνελήφθη επίσης ο Γραμματέας της ΚΝΕ, Δημήτρης Γόντικας, ο Οργανωτικός του Γραφείου του ΚΣ της, Κώστας Κάππος, και πολλά μέλη τόσο του Κ.Σ. της ΚΝΕ όσο και της νέας ΚΕ του ΚΚΕ, που είχαν μόλις εκλεγεί από το 9ο Συνέδριό του (Ανατολικό Βερολίνο, Δεκέμβρης 1973). Από το Γραφείο Σπουδάζουσας της ΚΝΕ, ο Γραμματέας του, Κώστας Τζιαντζής, είχε αποφύγει τη σύλληψη και ήταν ο υπ. αρ. ένα καταζητούμενος (το ίδιο έγκαιρα είχε περάσει στην παρανομία και ο οργανωτικός του, Θανάσης Σκαμνάκης), σχεδόν όλα τα υπόλοιπα μέλη του ωστόσο είχαν συλληφθεί. Οι συλλήψεις είχαν ανοίξει με τους Μάλλιο και Μπάμπαλη να συλλαμβάνουν οι ίδιοι τους δύο «τυπογράφους» στο παράνομο τυπογραφείο της «Πανσπουδαστικής», Λάκη Σταθάκη και Αγγελική Σωτήρη, με τα χέρια κυριολεκτικά μέχρι τον αγκώνα στα μελάνια, καθώς τύπωναν επί μέρες μεγάλες ποσότητες μιας πυκνογραμμένης προκήρυξης, που καλούσε σε 4ήμερη πανελλαδική αποχή από τα μαθήματα από τις 17 Φεβρουαρίου: Καθώς, αν η αποχή πετύχαινε έστω και σε μερικές σχολές, θα ήταν η πρώτη φοιτητική κινητοποίηση –έστω και παθητικής μορφής– μέσα στα πανεπιστήμια μετά την αιματοβαμμένη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η χούντα δε ρίσκαρε τη διασάλευση της σιγής τάφου που επικρατούσε ακόμα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ένα τρίμηνο αργότερα. Είναι χαρακτηριστική η ανακοίνωση του «κυβερνητικού» εκπροσώπου που δημοσιοποίησε, σε συνέντευξη τύπου, τις συλλήψεις 35 από μας στις 19 Φεβρουαρίου: Αφού «χρέωνε» το Πολυτεχνείο κατά πλήρη αποκλειστικότητα και κυριότητα στο ΚΚΕ, αποκάλυπτε –σύμφωνα και με ολοσέλιδο τίτλο γνωστής ημερήσιας εφημερίδας– ότι το «χτύπημα» έγινε επειδή «Νέο Πολυτεχνείο ετοίμαζε το ΚΚΕ»…
«Παιδιά του Φλεβάρη» μάς πρωτονόμασε ο Λάμπρος Τόκας πριν κάτι παραπάνω από μια 10ετία, στα 40χρονα από το «χτύπημα του Φλεβάρη», όταν κυκλοφόρησε το ομώνυμο βιβλίο του (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) με συνεντεύξεις 19 από μας – δεύτερο στη σειρά από τη μικροσκοπική σχετική βιβλιογραφία, με πρώτη αναφορά τη Δίκη των βασανιστών της Ασφάλειας Αθηνών στο Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας στη σειρά «Οι Δίκες της Χούντας», τόμος 3, «Οι Δίκες των Βασανιστών» / Πλήρη Πρακτικά (Διεύθυνση εκδόσεως: Π. Ροδάκης, 1976, εξαντλημένο). Η ονοματοδοσία συμπεριλάμβανε όλους όσοι πιάστηκαν τότε και ήταν μέλη του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ ή και ανένταχτοι φοιτητές –είτε παραπέμφθηκαν (41) είτε αφέθηκαν ελεύθεροι (73)–, καθώς και όσους πέρασαν εγκαίρως στην παρανομία και παραπέμφθηκαν ερήμην (59). Το νούμερο αυτό των 114 σε τελικό σύνολο 120 συλλήψεων (συμπεριλαμβανομένων αφενός του φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών Κώστα Διακουμή –που αμέσως μετά τη σύλληψη του παράδωσαν για τα «περεταίρω» στη Γενική Ασφάλεια της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Πατρών– και αφετέρου των 5 στελεχών της ΚΝΕ που τον Φεβρουάριο του 1974 υπηρετούσαν τη θητεία τους και έτσι συνέλαβε, «ανάκρινε» και κρατούσε σε στρατιωτικές φυλακές η ΕΣΑ, αλλά θα δικάζονταν μαζί μας) καταμετρείται και κατονομάζεται σε τρεις, αντίστοιχους και διακριτούς, επίσημους καταλόγους της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, που συνοδεύουν το προανακριτικό «Πόρισμα» και υπογράφονται από τον ίδιο τον Διοικητή της, Αστυνομικό Διευθυντή Α’ Γεώργιο Καρούζο. Ωστόσο, μαρτυρίες συλληφθέντων δίνουν μια εφιαλτική εικόνα υπερπληθυσμού στα κελιά που δεν ήταν κελιά απομόνωσης, ανεβάζοντας σε εκατοντάδες αυτούς που πιάστηκαν και δεν καταγράφηκαν, καθώς οι «προσαγωγές» τους δεν μετατράπηκαν τελικά σε συλλήψεις. Μια πολύ περιορισμένη έρευνα στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου εύκολα αποκάλυψε ονόματα φοιτητών-«παιδιών του Φλεβάρη», που προφανώς καταγράφηκαν από την Ασφάλεια για μερικά 24ωρα αποκλειστικά και μόνο στα (άγνωστά μας) βιβλία κρατητηρίων.
Τι ακριβώς περιλαμβάνει το βιβλίο, κ. Βαλαβάνη;
Αντίθετα με το εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Από το παράνομο τυπογραφείο της Αντι-ΕΦΕΕ στην Ασφάλεια της οδού Μεσογείων» της Αγγελικής Σωτήρη, μιας από τους δύο παράνομους «τυπογράφους» της εφημερίδας της Αντι-ΕΦΕΕ (γράφτηκε 20 χρόνια πριν κι εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» πέρυσι, στα 50χρονα από το «χτύπημα», ως τέταρτο βιβλίο της σχετικής μικρής βιβλιογραφίας), δεν είναι ένα βιβλίο μαρτυρίας-τεκμήριο – δηλ. δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον τομέα της λεγόμενης «προφορικής ιστορίας». Βεβαίως η τελευταία, αν και ως κλάδος της ιστορίας είναι πολύ πιο απερίφραστα υποκειμενική, άρα και λιγότερο αξιόπιστη, ιδιαίτερα μετά το κάψιμο 17 εκ. αστυνομικών «φακέλων» το 1989 με απόφαση της κυβέρνησης (συγκατοίκησης ΝΔ κι Ενιαίου Συνασπισμού, δηλ. ΚΚΕ+ΕΑΡ) Τζαννετάκη, τείνει να γίνει περίπου η βασικότερη «ανοιχτή» πηγή άντλησης πρωτογενούς υλικού για τη νεότερη σύγχρονη ιστορία του λαού και της χώρας μας. Επιπλέον, οι μαρτυρίες στο πλαίσιο της προφορικής ιστορίας παρέχουν κάτι που λείπει από τις υπόλοιπες πρωτογενείς πηγές, την αίσθηση της εποχής, αλλά και τα αισθήματα και τη στάση ανθρώπων που είδαν στιγμές τους, που βίωναν ως προσωπικές, να μετατρέπονται σε «δημόσιες» ή «δημοσίου ενδιαφέροντος».
Το Θ.Ν. δεν είναι, εξίσου, ένα βιβλίο ξεκάθαρα ιστορικής έρευνας, όπως είναι το τρίτο κατά σειρά έκδοσης (1919), όχι αποκλειστικά αλλά κατά σημαντικό μέρος του αφιερωμένο στο «χτύπημα του Φλεβάρη», βιβλίο του ιστορικού και Ομότιμου Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, Μεσογείων 14-18 – Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στα χρόνια της δικτατορίας (1971-1974) (φορέας έκδοσης το ίδιο το ΕΙΕ και το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών).
Το Θ.Ν. είναι, κατά κάποιο τρόπο ένα «υβρίδιο» και των δύο παραπάνω ιστορικών κλάδων. Εν μέρει αποτελεί μαρτυρία-τεκμήριo ενός κοριτσιού δεκαεννιάμισι χρονών, Γραμματέα μιας τριμελούς οργάνωσης της ΚΝΕ, που «κρατούσε» ένα 20μελές κλιμάκιο της Αντι-ΕΦΕΕ. Μέσα απ’ τη ματιά της, ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς βίωσε τους τελευταίους πεντέμισι μήνες της Χούντας της περιόδου του (άλλοτε διοικητή της Α.Μ. –Αστυνομίας Μονάδος– στη Μακρόνησο, που εξελίχθηκε σε ΕΣΑ, Μίμη/Δημήτρη) Ιωαννίδη: Σχεδόν πέντε απ’ αυτούς προφυλακισμένη στα κρατητήρια του 5ου ορόφου της Μεσογείων, τους τέσσερις απ’ αυτούς σε κελί απομόνωσης και υπό «ανάκριση», καθώς και κάτι λιγότερο από το τελευταίο 20ήμερο προφυλακισμένη από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στις Κεντρικές Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού. Κατηγορούμενη με τον α.ν. 509/47, με ατομικές κατηγορίες μάλλον αόριστες, καθώς συμπεριλάμβαναν το βανδαλισμό και την καταστροφή του Πολυτεχνείου και το κάψιμο καταστημάτων και περιπτέρων στην οδό Πατησίων. Στο σχετικό κατηγορητήριο δεν είχε προβλεφθεί, ωστόσο, η κατάρρευση της Χούντας και ο συμβιβαστικός τρόπος παράδοσης της εξουσίας στον παλιό πολιτικό αστικό κόσμο – που είχε ως άμεση συνέπεια την απελευθέρωση, μέσω Γενικής Πολιτικής Αμνηστίας, φυλακισμένων κι εξόριστων, δρομολογώντας μια ανάπηρη Μεταπολίτευση. Και προλαβαίνοντας, στη δική μας περίπτωση, μια πιθανή καταδίκη σε 20 χρόνια φυλάκισης, σύμφωνα τουλάχιστον με τις απειλές των ανακριτών της. Έτσι γιόρτασε ανέλπιστα ελεύθερη, μόλις ένα 20ήμερο από την απόλυση της από τον Κορυδαλλό, τα γενέθλια των 20 χρόνων της.
Ως μαρτυρία-τεκμήριο, συμπεριλαμβάνει την αφήγηση σειράς ιστοριών, δικών της και συγκρατουμένων της, στο πλαίσιο της «ανάκρισης», αλλά και στο πλαίσιο της πλούσιας αυτοτελούς «ζωής», που εμφάνιζαν τα κρατητήρια του 5ου στη Μεσογείων και, σε μικρότερο βαθμό, οι Φυλακές Κορυδαλλού. Στην πρώτη περίπτωση, οι ιστορίες αυτές αποτελούν υλικό ανάλυσης των ακολουθούμενων μεθόδων ανάκρισης της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στηριγμένων στην ψυχολογική όσο και στην κτηνώδη φυσική βία, με αποκορύφωμα μια από τις αρχαιότερες και ταυτόχρονα παγκόσμιας διάδοσης μεθόδους βασανισμού, τον φάλαγγα. Στη δεύτερη περίπτωση αφορούν σχετικά λεπτομερείς περιγραφές της οργάνωσης της ζωής στα κρατητήρια (π.χ., το σχεδιάγραμμα των κρατητηρίων του 5ου και η λειτουργία του «μορς των τοίχων» σπάζοντας την απομόνωση, ο ρόλος που έπαιζε στο αντιπάλεμα της μοναξιάς και του φόβου το τραγούδι, τ΄ απογευματινά σφυρίγματα κι ακόμα και ο φωναχτός καημός της Μαργαρίτας Γιαραλή για μια Γιαμάχα, οι φάσεις διατροφής από το «τίποτα» μέχρι την ημερήσια παράδοση φαγητού από τους συγγενείς, η «αλληλογραφία» μεταξύ συγκρατουμένων μέσω της τουαλέτας των κρατητηρίων που, μεταξύ άλλων, έπαιζαν και το ρόλο αναγνωστήριου, οι ιδιομορφίες στην ημερήσια, από τα μέσα της ανάκρισης, διανομή ενός 15δραχμου για κάθε κρατούμενο, η συμβίωση μας για μερικά 24ωρα, σε κάποια κελιά κοριτσιών αρκετά συχνά, με πόρνες που είχαν συλληφθεί για πρώτη φορά και γι’ αυτό οδηγούνταν στα κρατητήρια του 5ου –αντί για τα δύο μεγάλα ομαδικά κελιά στο υπόγειο, που στέγαζαν τ’ αποτελέσματα των καθημερινών νυχτερινών επιδρομών του «Ηθών» στις «πιάτσες»–, η γενική έρευνα στα κελιά πριν από την αναχώρηση για Κορυδαλλό, πώς ο «ληστής με τις γλαδιόλες» απότεινε έναν διαχρονικό χαιρετισμό αναγνώρισης στη «σπουδάζουσα γενιά που μπήκε στον αγώνα για τη λευτεριά» κ.ά.). Αφορούν επίσης την, εκτός ανάκρισης αλλά προφανώς υπολογισμένη κι αυτή στο πλαίσιο της ανάκρισης, «ελευθερία» των αξιωματικών υπηρεσίας να ρίχνουν μέσα στα κρατητήρια «χοντρό ξύλο» σε πολιτικούς κρατούμενους για λόγους πειθάρχησης ή εκδίκησης, αλλά επίσης των φρουρών, ασφαλιτών και «απλών» αστυφυλάκων να γίνονται μικροί «τύραννοι», εφαρμόζοντας τακτικές που απέπνεαν έναν ιδιόμορφο σαδισμό, ιδιαίτερα απέναντι στα κορίτσια, ακόμα και σε σχέση με την έξοδο για τουαλέτα. Έως και τις τέσσερις απόπειρες «ερωτικού» χαρακτήρα, ουσιαστικά βιασμού (πόσες περισσότερες έγιναν πριν από μας;), όλες αποτυχημένες λόγω αντίστασης των τεσσάρων κοριτσιών, που ανακάλυψα ότι έγιναν από τον ίδιο προφανώς φρουρό σε κελιά απομόνωσης, όταν «αφυπνίστηκα» από νυχτερινή επίθεσή του και σε μένα. (Οι απόπειρες αυτές αποτέλεσαν και ένα από τα –πολλά– θέματα της κατάθεσής μου ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στο Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας τον Νοέμβρη του 1975. Η δίκη έγινε όχι με κρατική πρωτοβουλία, αλλά μετά την κατάθεση 700 μηνύσεων ανθρώπων που είχαν περάσει από τη Μεσογείων και είχε 150 μάρτυρες κατηγορίας. Οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ανήκουν βεβαίως κι αυτές στην προφορική ιστορία, ωστόσο ως καταθέσεις υπό καθεστώς όρκου θεωρούνται –και είναι– περισσότερο «αντικειμενοποιημένες». Βεβαίως, και οι 15 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και αστυφύλακες, μ΄ επικεφαλής τους Μάλλιο και Μπάμπαλη, που δικάστηκαν, αποχώρησαν τελικά ελεύθεροι.)
Το βιβλίο συνιστά, ταυτόχρονα, προϊόν έρευνας, διασταυρώνοντας δύο κυρίως, αλλά όχι μόνο αυτές, πρωτογενείς πηγές – η πρώτη εξαιρετικά σπάνια, η δεύτερη (από τέλος Νοέμβρη 2024) για τα επόμενα χρόνια εξαιρετικά δυσπρόσιτη. Η πρώτη πηγή είναι ο αστυνομικός μου «φάκελος» που, για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα, δεν κάηκε στην υψικάμινο της «Χαλυβουργικής» μαζί με τα 9 εκ. άλλους «φακέλους» της Περιφέρειας Αττικής, αλλά συμπεριλήφθηκε στους 2.110 –λεγόμενους και «ιστορικούς»– «φακέλους», που «διασώθηκαν» το 1989 και «άνοιξαν» το 2017. Καθώς, αντίθετα με τη δική μου μνήμη κατά την περιγραφή των γεγονότων μετά από δεκαετίες, τα περιεχόμενά του συντάχθηκαν σε πραγματικό χρόνο και με καθημερινή πρόσβαση των αξιωματικών που γράφουν τις εκθέσεις στο ημερολόγιο (μια δυνατότητα που την είχαν αφαιρέσει από μας, με αποτέλεσμα, προκειμένου να υπολογίσουμε πότε ακριβώς συνέβη κάθε περιστατικό, να είμαστε υποχρεωμένοι να συνυπολογίζουμε ένα σωρό έμμεσους παράγοντες), θεωρώ πιστότερα, τουλάχιστον χρονολογικά και, ορισμένες φορές επίσης πραγματολογικά, αυτά τα περιεχόμενα. Η δεύτερη πηγή είναι η δικογραφία του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών ΒΥΕ 566/74 (στην Ασφάλεια, «Υπόθεση Αμπατιέλου»), που αποτελεί και την τελευταία δικογραφία αυτού του τύπου Στρατοδικείου – που συγκροτήθηκε, υποτίθεται προσωρινά, στη διάρκεια του Εμφύλιου, ώστε ο Στρατός να μπορεί να δικάζει πολίτες, ενώ συνέχισε να το κάνει σε ρόλο κεντρικού δικαστικού οργάνου του ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του Εμφυλίου. Η δικογραφία του Στρατοδικείου περιλαμβάνει ατομικούς φακέλους και για τους 200 από μας, ενώ από άλλα χαρτιά του προκύπτει ότι, μετά από «ώριμη ανταλλαγή απόψεων» μεταξύ των Στρατοδικών (Εισηγητή και Επιτρόπου), ο Α.Π.Α.Ε.Σ.Α. κάνει δεκτή μια πλήρη δικαστική ανατροπή –προς το ακόμα χειρότερο– της πρότασης στο προανακριτικό «Πόρισμα» της Ασφάλειας για μια «Δίκη των 100». Δυστυχώς για τους σημερινούς μελετητές, το πέρασμα ολόκληρου του Ιστορικού Αρχείου του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών (1947-1974), δηλ. στην κυριολεξία τόνων εγγράφων, κεντρικά στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ενώ θα κάνει τελικά ευκολότερη μελλοντικά την πρόσβαση στο περιεχόμενο του, είναι φανερό ότι θ΄ απαιτήσει χρόνια για να ολοκληρωθεί η καταλογοποίηση και η συντήρησή του.
Ο συνδυασμός βιωματικής προσέγγισης κι επιστημονικής έρευνας, ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο από αυτές τις δυο πηγές, αποκαλύπτει μισό αιώνα μετά το «συμβάν» τις «απάτες» της Ασφάλειας κατά την ανάκριση και όχι μόνο – ενώ εντοπίζονται πιο εύκολα οι δύο θεμελιώδεις διαφορές από την ωμή κτηνωδία της ΕΣΑ: Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαφορά στην εκπαίδευση –με τη λεπτή κόκκινη κλωστή να οδηγεί σε Αμερικανικές Αστυνομικές Ακαδημίες, όπου διδάσκονταν παραδοσιακές και σύγχρονες τεχνικές ανάκρισης ανώτερα αστυνομικά στελέχη από τις δικτατορίες στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, αλλά και από την Ελλάδα και κάποιες άλλες χώρες, καθώς και στην επίδραση των τεχνικών ανάκρισης που εφάρμοζε την ίδια περίοδο ο Βρετανικός Στρατός στη Β. Ιρλανδία π.χ. τα λεγόμενα Πέντε Βήματα (The Five Steps)–, ένα πείραμα για πλήρη αισθητηριακή κατάρρευση των ανακρινόμενων, πλήρως απαγορευμένο σήμερα για χρήση σε πολίτες. Η δεύτερη διαφορά είχε να κάνει με ότι, αντίθετα από την ΕΣΑ, όλη η Ασφάλεια, από τους ανώτερους αξιωματικούς μέχρι τους τελευταίους φρουρούς-αστυφύλακες, συμπεριλαμβανομένων και των συνεργείων των βασανιστών, έπαιζε θέατρο – με περίπλοκα θεατρικά σενάρια και ρόλους που στήνονταν με αποδέκτη, κατά κανόνα, έναν όλο κι όλο θεατή, τον εκάστοτε ανακρινόμενο.
Στο βιβλίο δημοσιοποιούνται ορισμένα αποσπάσματα εγγράφων και κάποια ολόκληρα έγγραφα του «φακέλου» μου, χρονικά από τη διάρκεια της ανάκρισης αλλά και από την πρώιμη Μεταπολίτευση (Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και Κυβέρνηση Ν.Δ. – και οι δύο με Πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή), από τα οποία προκύπτουν μάλλον απρόβλεπτα συμπεράσματα – τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο χώρας.
Τι σηματοδοτούν τ’ αρχικά που συνιστούν τον κύριο τίτλο του βιβλίου, «Θ.Ν.»;
«Θ.Ν.» σήμαινε, με το «μορς των τοίχων» (μεγάλες λέξεις, καθώς πρόκειται για χρήση απλώς του ελληνικού αλφάβητου), «Θα νικήσουμε». Μ΄ αυτό κλείναμε οι περισσότεροι τους διαλόγους μέσω χτυπημάτων στον τοίχο, αφού είχαμε πρώτα «γράψει» «σαγ» – δηλ. «σ’ αγαπώ». Με ένα οπτικό «Θ.Ν.», όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του βιβλίου, «υπογράφαμε» την ανώνυμη αλληλογραφία –πάνω στο χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων μας με καμένα σπίρτα και μέσω του καλαθιού με τα σκατόχαρτα στην πρώτη τουαλέτα– μεταξύ μας το τελευταίο δίμηνο στην Ασφάλεια, η Αγγελική Σωτήρη κι εγώ. Ως προς τι θα νικούσαμε; Όπως λέω και στο βιβλίο, μετά από ώριμη σκέψη μισό αιώνα αργότερα, κατάληξα ότι το «Θ.Ν.» χώραγε τα πάντα – από την παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού μέχρι το κάθε ιδιαίτερο πόθο καθένα και καθεμιάς μας. Προπαντός όμως σήμαινε τον μεγαλύτερο πόθο καθεμιάς και καθένα μας: Ν΄ αποδείξουμε έμπραχτα ότι μπορεί άλλοι να διαφεντεύουν το κορμί μας, τη μοίρα μας όμως εξακολουθούμε να τη διαφεντεύουμε εμείς…
Θα ακολουθήσει και δεύτερος τόμος. Τι να περιμένουμε;
Υπάρχει ένα στοιχειώδες σχεδιάγραμμα, περισσότερο ως δική μου αυτοδέσμευση για ν΄ αρχίσω να το γράφω, στο τέλος του βιβλίου. Θα ήθελα να «πάω» λίγο «πριν» και λίγο «μετά» από τους πεντέμισι μήνες ανάκρισης και φυλάκισης. Ως προς το «πριν», στο Ηράκλειο της δεκαετίας του ’60 – προδικτατορικό και επί δικτατορίας, μέχρι το 1972. Πέρα απ’ τις βιωματικές αναφορές, ερεύνησα το σχολικό περιβάλλον εκείνης της εποχής στο Ηράκλειο μέσω των αρχείων των ΓΑΚ Ηρακλείου, που ήταν εξαιρετικά διαφωτιστικά. Βεβαίως, θέλω ν΄ αναφερθώ στο «αγγλικό ιντερμέτζο» μου κατά τους έξι τελευταίους μήνες του 1972 και στην Αθήνα της αντίστασης (Γενάρης 1973-Φλεβάρης 1974). Ως προς το «μετά», ν΄ αναδείξω κάποια θέματα μέσα από τις παρακολουθήσεις και «συμβάντα», όπως αυτά καταγράφονται στον αστυνομικό μου «φάκελο» κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση (1974-1978). Αλλά υπάρχουν επίσης οι ερευνητικοί καρποί γεγονότων παράλληλων με την περίοδο της κράτησής μας, μεταξύ άλλων η καμπάνια που οργάνωσε η Διεθνής Αμνηστία από το Λονδίνο για να σταματήσουν τα βασανιστήρια και για την απελευθέρωσή μας, αλλά και ο ιδιαίτερος ρόλος που έπαιζε η ιστορία του Αντώνη Αμπατιέλου ειδικά σε Αγγλία και Ουαλία, πράγμα που κι εγώ συνειδητοποίησα διαβάζοντας έγγραφα στα κρατικά Βρετανικά Αρχεία στο Κew Gardens, αλλά και από το Αρχείο της League for Democracy in Greece, που φυλάσσεται στ’ Αρχεία του King’s College (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου). Στο ίδιο παράρτημα θέλω απλώς να προσθέσω κάποιες ακόμα ιστορίες από την περίοδο που τα «παιδιά του Φλεβάρη» ήταν δεσμώτες, που μου αφηγήθηκαν κάποια απ’ αυτά αφού διάβασαν το Θ.Ν.
Γιατί θεωρείτε λάθος το κάψιμο των φακέλων, κ. Βαλαβάνη;
Σε μια εποχή που επιχειρείται να ξαναγραφτεί η ιστορία, ακόμα από τους περιβόητους «τρεις γύρους» της Κατοχής, αλλά και σε γεγονότα που έχουμε πιο κοντά σε μας, που έχουμε ζήσει οι ίδιοι, όπως είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, φαίνεται το τεράστιο ιστορικό κενό που δημιουργεί το κάψιμο των «φακέλων». Πρώτον, ακόμα και αφού πάρουμε υπόψιν το γεγονός ότι σε κάθε τόπο διαμονής που άλλαζες κρατούσαν κι άλλον έναν, χωριστό «φάκελο» για σένα – και πάλι πρόκειται για την πιο εκτεταμένη πρωτογενή πηγή: 17 εκατομμύρια «φάκελοι»… Δεύτερον, το ίδιο το μέγεθός της κάνει φανερό ότι αυτό που χάθηκε δεν είναι απλώς η ευκαιρία μιας ιστορίας που θα παίρνει υπόψιν της «τον βίο και την πολιτεία» των ηγετών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όσο αυτό καταγράφεται –βεβαίως στρεβλά– στους «φακέλους» που τους αφορούν. Στην πραγματικότητα, εδώ πρόκειται για τ’ ότι χάθηκε οριστικά η ευκαιρία να μπορεί να γραφτεί, έστω στο μέλλον, έστω όταν θ’ άνοιγαν, μια «ιστορία των κάτω» – και σε μεγάλο βαθμό, επίσης, με τη φωνή των κάτω…
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα ακόμα, πολύ μακριά απ’ οποιαδήποτε έννοια αντικατάστασης αυτού που χάθηκε, αφού πρόκειται για άλλο ιστορικό κλάδο ως πηγή, είναι να προλάβουμε τους ακόμα επιζώντες της γενιάς μου – ώστε να μη φύγουν κι άλλοι, όπως έφυγαν τόσοι πολλοί μέχρι σήμερα, που είχαν ζήσει περιόδους της ζωής τους με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον: Χωρίς να βρεθεί μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες που έζησαν ένας δημοσιογράφος ή ένας ιστορικός να τους θέσει ερωτήσεις, να μαγνητοφωνήσει αυτό που είχαν να πουν. Για να σταματήσουν κομμάτια της δημόσιας ιστορίας να πεθαίνουν μαζί με τη γενιά μου, να χάνονται ως ιστορία με τρόπο ανεπανόρθωτο. Αυτή είναι η έκκληση που κάνω μέσα από το βιβλίο. Και βέβαια, όποιος μπορεί να γράψει, με όποιον τρόπο μπορεί να το κάνει –κι οι περισσότεροι μπορούν– να το κάνει ο ίδιος.
Σε μια εποχή εφαρμογής μιας επίσημης πολιτικής λήθης, που ξεκινάει από τις Βρυξέλλες κι εντείνεται όσο πλησιάζει την Αθήνα, καθώς μετά τους «φακέλους» σειρά παίρνουν σήμερα το ένα μετά το άλλο τα τοπόσημα μνήμης, με τα ίδια τα Γιούρα αυτή τη στιγμή στο στόχαστρο, έγραψα αυτό το βιβλίο κάνοντας χρήση του αστυνομικού μου «φακέλου» (ενός «προνόμιου» που έχουν ελάχιστοι) και για να επιδείξω πρακτικά ότι: Μέσα από την απλή ανάγνωση ενός «φακέλου» μόλις 200 σελίδων –καθώς καταλαμβάνει μια τόσο σύντομη χρονική περίοδο, λιγότερη από μια δεκαετία– μπορούν ν΄ ανασυρθούν και να «ξαναχτιστούν» άγνωστα, ξεχασμένα ή και χαμένα κομμάτια της δημόσιας ιστορίας.






























