Από τις 17 έως τις 29 Ιουνίου το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων φιλοξενεί την έκθεση φωτογραφίας της ψυχαναλύτριας Μαρίας Λουτζακλή. Η έκθεση, με τίτλο «Τι βλέπουν τα αγάλματα: Η αθέατη ζωή του Μουσείου Ακρόπολης και των ενοίκων του», περιλαμβάνει μια σειρά φωτογραφίες από τους χώρους του Μουσείου της Ακρόπολης.
Η ταύτιση του βλέμματος της φωτογράφου με το βλέμμα των αγαλμάτων είναι η βάση για την παραγωγή μιας σειράς φωτογραφιών, οι οποίες αναδεικνύουν τη συνομιλία του μουσείου με την Ακρόπολη, τον περιβάλλοντα οικιστικό ιστό και την πόλη.
Πώς γεννήθηκε μέσα σας η απορία για το τι βλέπουν τα αγάλματα;
Κάποια χρόνια πριν συνοδεύοντας φίλους από το εξωτερικό στην επίσκεψή τους στο μουσείο, κάποια στιγμή αποσύρθηκα από την αισθητηριακή διέγερση που προσφέρει ο χώρος με τα εμβληματικά έργα και τους εκατοντάδες επισκέπτες. Από μια κάπως ήσυχη γωνιά του χώρου παρατηρώντας την κινητικότητα των επισκεπτών γύρω από τα αγάλματα, ξαφνικά και αυθόρμητα γεννήθηκε στον νου μου η σκέψη: Οι επισκέπτες, όπως και εγώ νωρίτερα, κοιτάμε τα αγάλματα. Τα αγάλματα δεν κοιτούν εμάς που τα κοιτάμε, και το ερώτημα αναδύθηκε… Πού κοιτούν, τι βλέπουν τα αγάλματα; Ποια είναι τα αντικείμενα του δικού τους βλέμματος;
Αυτό αποτέλεσε το εναρκτήριο ερώτημα μιας μακράς και πλούσιας εμπειρίας στον χώρο του μουσείου, προϊόν της οποίας αποτελεί η έκθεση στο Μελίνα.
Γιατί σας κέντρισε το ενδιαφέρον η αθέατη πλευρά του Μουσείου της Ακρόπολης;
Το ερώτημα αυτό με απασχόλησε και εμένα δεδομένου ότι το ενδιαφέρον αυτό δεν εμπίπτει σε ένα κλασικό θα λέγαμε φωτογραφικό αντικείμενο ούτε υπήρξε ένα εκ των προτέρων σχεδιασμένο φωτογραφικό project.
Η εμπειρία εξελίχθηκε ως εξής:
Όταν φωτογραφικά είχα απαντήσει στο εναρκτήριο ερώτημα, στο βαθμό φυσικά που ένα τέτοιο ερώτημα μπορούσε να απαντηθεί, ακολούθησα την προτροπή του φωτογράφου Πάνου Κοκκινιά με τον οποίο συνεργαζόμουν εκπαιδευτικά την περίοδο εκείνη και ο οποίος μου είπε: «Συνέχισε να πηγαίνεις στο μουσείο και θα δούμε…»
Παρά το αρχικό μου ξάφνιασμα, ακολούθησα την προτροπή του. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι ο λόγος του συνηχούσε τον λόγο των δασκάλων μας στην ψυχαναλυτική κλινική οι οποίοι μας προέτρεπαν: «Καθίστε μαζί με τον αναλυόμενο στο ψυχαναλυτικό δωμάτιο… κάποια στιγμή κάτι θα συμβεί… κάτι θα ακούσετε… κάτι που ειπώθηκε αλλά δεν είχατε ακούσει, κάτι που πριν δεν είχε ειπωθεί θα ακουστεί».
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην εμπειρία μου στον χώρο του μουσείου. Μετά τη φωτογραφική απάντηση στο αρχικό ερώτημα, η σχέση μου με τον χώρο συνεχίστηκε εκτός του πλαισίου της εναρκτήριας απορίας. Μετατράπηκε σε μια περιοδική «παθητική» παραμονή μου σε αυτόν, χωρίς συγκεκριμένο φωτογραφικό στόχο, αναμένοντας την οπτική συνάντηση με το απρόβλεπτο... με το ξάφνιασμα... Με ένα οπτικό “κάτι”, ένα “punctum” μέσα στο εντυπωσιακό περιβάλλον του Μουσείου και την αντίστοιχα εντυπωσιακή παρουσία του Βράχου.
Η συνθήκη αυτή σταδιακά αλλά και γενναιόδωρα μου προσέφερε σπουδαία «κάτι»: το ξάφνιασμα και τη συγκίνηση. Μέσα από τομές στο πεδίο του πραγματικού, μου επέτρεψε την πρόσβαση στο οπτικό παράδοξο, στο αινιγματικό και το ανατρεπτικό... Σε πεδία αδιάκοπα συγκροτούμενων και μετασχηματιζόμενων εικόνων, άλλοτε εντυπωσιακών, άλλοτε σχεδόν αφανών, στα όρια της αντιληπτικής δυνατότητας της όρασης. Εικόνες-εικαστικές κατασκευές και «διάλογοι» που στο βλέμμα και τη σκέψη μου σταδιακά αποκάλυπταν «την αθέατη ζωή του μουσείου και των ενοίκων του».
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια μου/ που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω». Τι σημαίνει για εσάς αυτός ο στίχος του Σεφέρη;
Ένα έργο τέχνης παραμένει ανοιχτό στην υποκειμενική εμπειρία και ερμηνεία του θεατή, αναγνώστη, ακροατή. Για μένα οι στίχοι αυτοί αποδομούν με έναν οξύ θα έλεγα ποιητικό λόγο, μια ρομαντική, εξιδανικευμένη αναπαράσταση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα διαχρονικά θέματα της σύνδεσής μας μαζί του.
Ξυπνώντας από το συλλογικό μας ύπνο – αυτόν της ναρκισσιστικής υπεροχής μας; – βρισκόμαστε με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια μας. Ένα θραύσμα-εκπρόσωπο της ιστορίας μας. Μας έπεσε και έσπασε στα πλαίσια του ναρκισσιστικού μας ύπνου; Το ρίξαμε και το σπάσαμε στα πλαίσια μιας συλλογικής επίθεσης στους εξιδανικευμένους προγόνους και τα έργα τους;
Σκέφτομαι ότι το κεφάλι αυτό, συμβολικός τόπος του νου, και σημαίνον της σκέψης, βρίσκεται στα χέρια μας αποκομμένο και αποσυνδεδεμένο από το όλον σώμα της αρχαιοελληνικής πολιτισμικής μας ιστορίας, άρα και της σύγχρονης εμπειρίας μας.
Μας βαραίνει, δεν ξέρουμε πώς να σκεφτούμε, πώς να συνδέσουμε τα δυο αυτά αποσυνδεδεμένα μέρη.
Με αφορμή την ερώτησή σας και σκεπτόμενη εκ των υστέρων την εμπειρία μου στο μουσείο, αναρωτήθηκα αν όλος αυτός ο πολιτισμικός πλούτος, όλα αυτά τα έργα της αρχαιοελληνικής τέχνης είναι το «σεφερικό κεφάλι» που μέσα στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του μουσείου μπορεί να ευνοεί και να ενεργοποιεί μια ψυχονοητική εμπειρία σύνδεσης με την ιστορία και την τέχνη της αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας, της Ελλάδας του σήμερα.
Αν δηλαδή το μουσείο θα αποτελεί έναν χώρο μνημειακότητας που θα μας ξεπερνάει, «θα μας πονάει τα χέρια» ή θα είναι ένας χώρος που θα στεγάζει και θα προστατεύει τα αντικείμενα του πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεί χώρο δημιουργίας πολιτισμού.
Υπάρχει ταυτόχρονα και μια άλλη επικίνδυνη σύνδεση και χρήση της εξιδανίκευσης αυτής. Η χρήση της στην υπηρεσία μιας πολιτικής χειραγώγησης στα πλαίσια της οποίας αυτή χρησιμοποιείται για να ελέγχεται οποιαδήποτε πρόοδος ή αλλαγή η οποία θα έθετε σε επερώτηση τα «ιερά και τα όσια», αρχαιοελληνικά και σύγχρονα.
Όσο φτωχότερη η σκέψη μας και όσο πιο μονοσήμαντη η κατανόηση της ιστορίας μας, πολιτισμικής και όχι μόνο, τόσο ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει και συχνά νοιώθουμε να απειλεί.
Τι πρέπει να κάνουμε για να απαλλαγούμε από το σύνδρομο μειονεξίας απέναντι στους ένδοξους προγόνους και από την ακατέργαστη αρχαιοπληξία που κάποιες φορές, μάλιστα, ιδεολογικοποιείται;
Νομίζω ότι το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντηθεί δεδομένου ότι η σύνδεσή μας με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό φέρει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τρόπο που συνδεόμαστε και κατανοούμε γενικότερα θέματα, κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά και βέβαια πολιτισμικά.
Βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου αυτού είναι μια συχνά μονοσήμαντη, γραμμική ανάγνωση και νοηματοδότηση της ιστορίας μας, παρελθούσας αλλά και ενεστώσας.
Ο μετασχηματισμός των συλλογικών αναπαραστάσεων που τροφοδοτούν το σύνδρομο αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί νομίζω παρά μόνο μέσα από την παιδεία, η οποία θα μπορούσε σε διάφορα επίπεδα να τροποποιήσει το βλέμμα και τη σκέψη μας στην αρχαιοελληνική κληρονομιά μας. Θα μας επέτρεπε να την αντιληφθούμε όχι ως μια γενεαλογική «δωρεά» που μας καθιστά απλώς υπέροχους κληρονόμους, αλλά ως απογόνους που διεργαζόμαστε και μετασχηματίζουμε την κληρονομιά αυτή εμπλουτίζοντας το σήμερα.
Στα πλαίσια αυτής της διεργασίας θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός δεν αποτελεί το όλον της συλλογικής μας ταυτότητας αν και βρίσκεται στα θεμέλιά της.
Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να είναι ένα τοτέμ για προσκύνηση ή συλλογικός καθρέφτης στον οποίο θα εντοπίζουμε το μεγαλείο ή τα ελλείματά μας οδηγώντας μας σε αυτό που στο ερώτημά σας εύστοχα ονομάσατε σύνδρομο μειονεξίας/αρχαιοπληξίας.
Στο σύνδρομο αυτό σκέφτομαι επίσης ότι συμβάλλει το γεγονός ότι συχνά επιλέγουμε να αγνοούμε πως τα επιτεύγματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού δεν ήταν προϊόντα παρθενογένεσης ή συνέπεια μόνο της ικανότητας μας ως λαού.
Παραβλέπονται, συχνά εσκεμμένα, οι παράγοντες εκείνοι που δεν δημιουργήσαμε αλλά μας «δωρίστηκαν», όπως η γεωφυσική μας θέση με τα ανοίγματα στη θάλασσα που ευνόησαν τις εμπορικές, οικονομικές αλλά και τις πολιτισμικές ανταλλαγές με χώρες κυρίως από τις ανατολικές περιοχές της μεσογείου, όπως τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Αίγυπτο κλπ. Τα στοιχεία που πήραμε από τις χώρες και τους πολιτισμούς αυτούς βρίσκονται μετασχηματισμένα αλλά συχνά ευδιάκριτα στον σύγχρονο πολιτισμό μας.
Ή αλλιώς μη αρνούμενοι τα ξένα στοιχεία τα οποία καταστήσαμε οικεία διευρύνοντας για αιώνες την τέχνη και τον πολιτισμό μας θα μπορούσαμε ίσως να προστατευτούμε από το σύνδρομο στο οποίο αναφέρεστε.
Ταυτόχρονα, η παραπάνω αναγνώριση θα είχε ιδιαίτερο νόημα την ιστορική αυτή στιγμή που για λόγους ανάγκης και όχι από επιλογή, όπως οι αρχαίοι μας πρόγονοι, άνθρωποι από τους ίδιους αυτούς τόπους φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας τα βασικά της ζωής...
Τέλος, μιλώντας ψυχαναλυτικά, η ταλάντωση ανάμεσα στη μειονεξία και την εξιδανίκευση παραπέμπει σε πρώιμα στάδια δόμησης του ψυχισμού. Μπορούμε με ασφάλεια θεωρώ να σκεφτούμε ότι η έννοια αυτή μας αφορά και σε συλλογικό επίπεδο. Μια συλλογική λειτουργία δηλαδή πριν την επίτευξη μιας απαρτίωσης η οποία θα περιλάμβανε, όπως και σε ατομικό επίπεδο, όλες τις πλευρές της συλλογικής μας ιστορίας και ταυτότητας, θα αναγνώριζε τη συνύφανση των ποικίλων νημάτων που τη συγκροτούν, μακριά από κάθε έννοια «καθαρότητας».
Η τόσο έντονη τουριστική κίνηση στην Αθήνα δεν χαλάει τη μαγεία ακόμη και στην περιοχή γύρω από τον ιερό βράχο;
Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα αποτελεί νομίζω μια συμπυκνωμένη αποτύπωση στοιχείων που διέπουν πολλά πεδία της σύγχρονης ζωής. Μαζικότητα, ταχύτητα, κατανάλωση τόπων και εμπειριών. Η κατασκευή ενός «φωτογραφικού βιογραφικού» από το ταξίδι στην Αθήνα και όχι μόνο, που θα γνωστοποιηθεί μέσω των social media στον άλλο, στους διαδικτυακούς φίλους θα επικυρώνει το «ήμουν και εγώ εκεί».
Με την έννοια αυτή βέβαια η εμπειρία της μαγείας γύρω από την Ακρόπολη αλλά και εντός του μουσείου μειώνεται, ενώ κάποιες εποχές και ώρες του χρόνου δεν υφίστανται καν.
Ίσως όμως ένας αισθητηριακός έστω εντυπωσιασμός, ένα ξάφνιασμα ή και μια συγκίνηση μπροστά στα κτίσματα του βράχου και τα έργα του μουσείου, για κάποιους, ίσως και αρκετούς, μέσα σε αυτό το πλήθος, να αποτελεί μια ψυχονοητική εμπειρία, ίσως εμπειρία ζωής για την οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι «άξιον εστί το τίμημα» της ταλαιπωρίας, τόσο για τους ίδιους όσο και για εμάς.
Πού συναντιούνται η ψυχανάλυση και η τέχνη της φωτογραφίας;
(από τον κατάλογο της έκθεσης)
Σκεπτόμενη πάνω στη σύνδεση της ψυχαναλυτικής εργασίας και της φωτογραφικής αποτύπωσης αντικειμένων της εξωτερικής πραγματικότητας, όπως το υλικό της έκθεσης αυτής, διαπίστωσα –για άλλη μια φορά και πάντα εκ των υστέρων– ότι η ψυχαναλυτική σκευή και εμπειρία έμμεσα κι ανεπαίσθητα φαίνεται να επηρεάζει την επιλογή των «αντικειμένων» τα οποία κινητοποιούν το φωτογραφικό μου βλέμμα.
Αυτά προκύπτει να είναι:
Σημάδια και ίχνη της ιστορίας των αντικειμένων.
Άυλες αναπαραστάσεις της παρουσίας τους: προβολές, διαθλάσεις και αντικατοπτρισμοί τους.
Η αποτύπωση των ποικίλων μετασχηματισμών που αυτές επιφέρουν στο αντικείμενο.
Η ανάδειξη του νέου εικαστικού αντικειμένου, το οποίο συγκροτείται στο πεδίο συμβολής των παραπάνω διεργασιών.
Διεργασίες και μετασχηματισμοί, οι οποίοι πολύ συχνά λαμβάνουν χώρα στα όρια του οπτικά αντιληπτού, απαιτούν από την όραση μια λειτουργία αντίστοιχη με αυτήν της ακρόασης κατά την αναλυτική διαδικασία.
Συνθήκη εντός της οποίας επιχειρούμε να ακούσουμε αυτά που ο λόγος ψιθυρίζει, σκιάζει ή και καλύπτει. Να ακούσουμε τα λανθάνοντα περιεχόμενά του, να αναδείξουμε σκιασμένες, μη ορατές πλευρές και αναπαραστάσεις των «αντικειμένων» και των εμπειριών τα οποία ο συνειδητός λόγος αποτυπώνει.
Ψυχαναλυτική ακρόαση και φωτογραφική αποτύπωση, ακοή και όραση στην υπηρεσία του λανθάνοντος.
Στην ανάδειξη και αποτύπωση της αθέατης πλευράς αντικειμένων και εμπειριών· των συνδέσεων και των σχέσεων τους. Των ποικίλων εικαστικών και ψυχικών συνεπειών της συνάντησης και της συνύπαρξής τους