Οι γιορτές απέχουν μια ανάσα κι ανάμεσα σε λαμπιόνια, κουραμπιέδες και μελομακάρονα ψυχαναγκαστικά σχεδόν θα πρέπει να θυμηθούμε το «πνεύμα των Χριστουγέννων». Κι ο πιο εύκολος τρόπος να είμαστε πολιτικά ορθώς «καλοί» θα είναι μια φιλανθρωπία σε κάποιο ίδρυμα, σε κάποιο μπαζάρ, σε κάποιο σωματείο για «άπορες κορασίδες» και «άτυχα αγοράκια». Αν θέλουμε ωστόσο να είμαστε ουσιαστικά καλοί πολίτες κι όχι καλοί Σαμαρείτες, αυτή είναι η ώρα να ανοίξουμε στα σοβαρά τη συζήτηση για το πως και γιατί οι πιο ευάλωτοι των ευάλωτων, οι πιο ταλαιπωρημένοι και πιο αδικημένοι συμπολίτες μας, τα παιδιά, οδηγούνται σε ιδρύματα και τι μπορεί να γίνει ώστε να αλλάξει αυτό.
Αυτό ακριβώς κάνει με την έρευνά του ο πανεπιστημιακός Νίκος Κουραχάνης. Ο επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου μόλις κυκλοφόρησε ένα βιβλίο θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά την Τρίτη. Σήμερα μαζί του και με τη βοήθεια δύο κορυφαίων επιστημόνων – του πανεπιστημιακού Βασίλη Ιωακειμίδη και του ψυχιάτρου Γιώργου Νικολαϊδη - και της Συνηγόρου του Παιδιού, Θεώνης Κουφονικολάκου, θα ανοίξουμε νοερά τις κλειστές πόρτες, που κρύβουν επιμελώς την παιδική δυστυχία, αλλά καμουφλάρουν την υποχρέωση της Πολιτείας «να κάνει το καθήκον της».
Νίκος Κουραχάνης
Ο Κουραχάνης διδάσκει Κοινωνική Πολιτική και εξειδικεύεται στα ζητήματα στέγασης – «Στέγαση και παιδική προστασία: Η ψευδεπίγραφη αποϊδρυματοποίηση» τιτλοφορείται το βιβλίο του (Εκδ. Τόπος) και το ταξίδι του στον γνωστό – άγνωστο κόσμο των ιδρυμάτων όπου τοποθετούνται παιδιά που βρίσκονται σε ανάγκη.
«Τα παιδιά που έχουν ήδη βιώσει τις πιο τραυματικές εμπειρίες, είναι εκείνα που εκτίθενται ξανά σε ένα σύστημα που δεν τα προστατεύει», ξεκινά τη συζήτηση μαζί μας ο Κουραχάνης. «Η εμμονή στην ιδρυματική στέγαση δεν είναι απλώς πολιτική αδράνεια· είναι σαν το κράτος να τιμωρεί τα πιο βασανισμένα παιδιά του, αναπαράγοντας συνθήκες απομόνωσης, συναισθηματικής φθοράς και στερημένων προοπτικών. Όλοι αναγνωρίζουν ότι τα ιδρύματα βλάπτουν, κι όμως τα ιδρύματα παραμένουν κυρίαρχα. Η αποδόμηση αυτού του συστήματος δεν είναι μια τεχνοκρατική λεπτομέρεια, αλλά κομβική πολιτική διεκδίκηση, που πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο των κοινωνικών κινημάτων. Η υπέρβαση αυτού του συστήματος είναι αναγκαία συνθήκη για την ανασύσταση μιας πολιτικής αισιοδοξίας με πραγματικές κοινωνικές προσδοκίες για τα παιδιά που αύριο θα κληθούν να οικοδομήσουν το μέλλον της χώρας».
Ο τρόπος που η Πολιτεία συμπεριφέρεται στους πιο ευάλωτους από τους ευάλωτους είναι η επιτομή της πολιτικής. Η ύπαρξη ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους είναι πολιτική επιλογή με σαφέστατο ταξικό πρόσημο – κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς κοιτώντας την ανθρωπογεωγραφία των ιδρυμάτων. «Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν γονείς, αλλά δεν έχουν την ασφάλεια που χρειάζονται», λέει ο Κουραχάνης. «Ζουν σε συνθήκες φτώχειας, παραμέλησης, κακοποίησης, σοβαρών ψυχικών δυσκολιών στο οικογενειακό περιβάλλον ή πλήρους απουσίας ενός δικτύου στήριξης. Δεν αποχωρίζονται την οικογένειά τους επειδή δεν τα αγαπούν οι γονείς τους, αλλά επειδή το κράτος συχνά εμφανίζεται πολύ αργά — όταν η κρίση έχει ήδη διογκωθεί και καμία ενδιάμεση δομή δεν υπάρχει για να κρατήσει την οικογένεια όρθια. Το ίδρυμα είναι το τελευταίο σκαλοπάτι μιας διαδρομής εξαθλίωσης».
- μέχρι τις αρχές του 2025, 1.304 παιδιά είχαν καταγραφεί να ζουν σε ιδρυματικές δομές στη χώρα.
- 1.185 είναι ανήλικα.
- 119 είναι νέοι ενήλικοι που μεγάλωσαν στα ιδρύματα κι εξακολουθούν να μένουν εκεί.
- 88 στεγαστικές δομές φιλοξενούν τα παιδιά - μόλις 33 είναι δημόσιες.
ΠΗΓΗ: Κουραχάνης Ν. (2025)
«Ο στόχος «κανένα παιδί σε ίδρυμα» παραμένει, προς το παρόν, ένα σύνθημα, το οποίο κάθε άλλο παρά αθώο είναι», αναφέρει ο Κουραχάνης. «Το σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί περισσότερο ως «αποθήκη ψυχών» παρά ως δίοδος προς την οικογενειακή και την κοινοτική φροντίδα. Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι υποψήφιοι στρέφονται πρωτίστως προς την τεκνοθεσία, επειδή την αντιλαμβάνονται ως τον δρόμο για να αποκτήσουν «το δικό τους παιδί». Το σύστημα έχει μερικώς ανοίξει μετά το 2018, αλλά πολύ λιγότεροι άνθρωποι είναι διαθέσιμοι να γίνουν ανάδοχοι —στην Ελλάδα έχουμε περισσότερη επιθυμία για παιδί και λιγότερη επιθυμία για φροντίδα».
από το 2020 έως το 2025, μόλις 680 παιδιά μπόρεσαν να μετακινηθούν σε αναδοχή
- 961 οδηγήθηκαν σε τεκνοθεσία.
- οι αναδοχές παραμένουν σταθερά σε διψήφια νούμερα κάθε χρόνο.
- οι υιοθεσίες είναι λιγότερες από 200 ετησίως.
ΠΗΓΗ: Κουραχάνης Ν. (2025)
Η καθημερινότητα στο Ίδρυμα
«H φράση ‘’παιδιά σε ιδρύματα’’ εν έτει 2025 θα έπρεπε να ακούγεται ως παραδοξολογία παραμένει όμως πραγματικότητα», μας λέει ο Βασίλης Ιωακειμίδης, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και από το 2018 διορισμένος Επίτροπος Παιδείας στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Κοινωνικών Λειτουργών (IFSW). «Ο ιδρυματισμός αφορά μια ολόκληρη κουλτούρα: απομόνωση από την κοινότητα, έλλειψη σταθερών σχέσεων, άκαμπτη ρουτίνα, απουσία ελέγχου του παιδιού στις αποφάσεις που το αφορούν, και μια μόνιμη κατάσταση όπου οι ανάγκες του ιδρύματος προηγούνται αυτών του ίδιου του παιδιού. Υπο αυτή την έννοια, η λειτουργία των ιδρυμάτων μοιάζει περισσότερο με μηχανισμό διαχείρισης παιδιών παρά με χώρο φροντίδας και ανάπτυξης τους».
Βασίλης Ιωακειμίδης
»Για πρώτη φορά το 2022 εισήχθησαν συγκεκριμένα πρότυπα για κτιριακές συνθήκες, προσόντα και αναλογίες προσωπικού, καθώς και ατομικά σχέδια φροντίδας. Ωστόσο, η εποπτεία και η λογοδοσία παραμένουν ανεπαρκείς. Οι συνθήκες είναι ακόμη πιο δύσκολες και ασαφείς σε εκκλησιαστικές δομές, όπου ο κρατικός έλεγχος είναι ακόμη πιο περιορισμένος».
Από τη στιγμή που ένα παιδί καταλήγει σε ένα ίδρυμα, πόσο προστατευμένο είναι, ρωτάμε την Συνήγορο του Παιδιού. «Δεν υπάρχουν καλά και κακά ιδρύματα – όλα είναι εκ των πραγμάτων κακοποιητικά για τα παιδιά λόγω της φύσης τους», τονίζει η Θεώνη Κουφονικολάκου. «Ο Συνήγορος έχει πραγματοποιήσει πολλαπλές παρεμβάσεις από τις οποίες προκύπτουν – πέραν της σοβαρής συναισθηματικής στέρησης που συνδέεται με την απουσία προσώπων συναισθηματικής αναφοράς - σοβαρότατες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, όπως του δικαιώματος στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ιδιωτικότητα, στην επαφή και την τακτική επικοινωνία με τη βιολογική οικογένεια, στην κοινωνική συμμετοχή. Όσο καλά και να προσπαθεί να συμπεριφερθεί ένα ίδρυμα σε ένα παιδί, σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό δεν θα καταφέρει να καλύψει τις αναπτυξιακές του ανάγκες, λόγω της ίδιας του της δομής».
Θεώνη Κουφονικολάκου
«Το ιδρυματικό περιβάλλον θα ξανακακοποίησει τα παιδιά με πολλούς τρόπους και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το αποτρέψει αυτό κανείς», μας λέει ψυχίατρος Γιώργος Νικολαϊδης, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. «Δεν υπάρχει καλό ίδρυμα ανεξαρτήτως πλαισίου – αν είναι δηλαδή το ίδρυμα δημόσιο ή ιδιωτικό, αν είναι θρησκευτικό ή κοσμικό, αν είναι παλιομοδίτικο και πέφτουν ή σοβάδες ή αν είναι μοντέρνο με χρωματιστές γωνιές. Σε όλα ανεξαιρέτως τα πλαίσια το παιδί έχει 85% πιθανότητες να ξανακακοποιηθεί σωματικά και 25- 30% πιθανότητες να κακοποιηθεί σωματικά από τα άλλα παιδιά. Έχει επίσης πιθανότητες να κακοποιηθεί από εργαζόμενους, παράγοντες της διοίκησης, εθελοντές – έχουμε και στην Ελλάδα μια μακρά εμπειρία. Πέραν αυτών, είναι τεκμηριωμένο πως αν μέχρι τα 5 τους τα παιδιά περάσουν σημαντικό χρόνο σε κάποιο ιδρυματικό πλαίσιο χωρίς εξατομικευμένη φροντίδα, θα έχουν μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλό τους, ανιχνεύσιμες με μαγνητικές τομογραφία, οι οποίες θα καταλήξουν σε μελλοντική δυσλειτουργία να συνάπτουν ουσιαστικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους».
Γιώργος Νικολαϊδης
Αν το ίδρυμα είναι ένα κακοποιητικό πλαίσιο, τι σημαίνει άραγε για ένα παιδί να βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο ενώ είναι υγιέστατο; «Παραμένουν σε νοσοκομεία είτε επειδή δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμη αναδοχή ή κατάλληλη δομή φιλοξενίας, είτε επειδή δεν έχουν διασαφηνιστεί ακόμη από τις δικαστικές αρχές τα επόμενα βήματα αναφορικά με την υποστήριξή τους», εξηγεί ο Ιωακειμίδης.
- Μόνο στο πρώτο 10μηνο του 2025 περίπου 400 παιδιά παρέμειναν στο «Αγία Σοφία» και το «Αγλαΐα Κυριακού» χωρίς να συντρέχει ιατρικός λόγος.
ΠΗΓΗ: ΠΟΕΔΗΝ
«Τα παιδιατρικά νοσοκομεία μετατρέπονται σε χώρους προσωρινής «φιλοξενίας», γεγονός που στερεί από τα παιδιά την απαραίτητη σταθερότητα, κοινωνικοποίηση και ουσιαστική φροντίδα», τονίζει ο Ιωακειμίδης. «Η πρακτική αυτή, που παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα, είναι ακραία ζημιογόνα για την ανάπτυξη του παιδιού ενώ αντανακλά και τη διαχρονική αδυναμία του συστήματος να εξασφαλίσει άμεσες και ασφαλείς οικογενειακού ή κοινοτικού τύπου λύσεις».
Μετά από όλα αυτά, πόσο αλήθεια προστατεύει η χώρα μας τα παιδιά της και πόσο μπορούμε να μιλάμε για «σύστημα παιδικής προστασίας; «Η κατάσταση στην Ελλάδα δυστυχώς δεν πληροί τις προδιαγραφές ενός συστήματος», λέει η Συνήγορος του Παιδιού. «Κυριότατα - κι αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μέλημα της Πολιτείας- δεν παρέχεται πλήρης κι αποτελεσματική υποστήριξη στους ασκούντες τη γονική μέριμνα, ώστε σε περιπτώσεις ευαλωτότητας να προλαμβάνουμε και να μην μπαίνει ένα παιδί σε ίδρυμα».
Όπως εξηγεί η Θεώνη Κουφονικολάκου:
- δεν υπάρχει ενιαία πολιτική παιδικής προστασίας βασισμένη σε θεσμοθετημένα πρωτόκολλα ώστε οι υπηρεσίες να επικοινωνούν και να συνεργάζονται μεταξύ τους.
- οι υπηρεσίες είναι σοβαρότατα υποστελεχωμένες.
- οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων δεν έχουν σαφές καθηκοντολόγιο και πλαίσιο.
Τι κάνει η υπόλοιπη Ευρώπη και τι (δεν) κάνει η Ελλάδα
«Σε όλη τη γεωγραφική Ευρώπη η κατεύθυνση είναι η πλήρης εγκατάλειψη του ιδρυματικού μοντέλου– ίσως υπάρχει καθυστέρηση στα ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία», λέει ο Νικολαϊδης. «Με ορόσημο το 2030 και η Γιούνισεφ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν θέσει ως στόχο να κλείσουν όλα τα ιδρύματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε αυτό έχουν κάνει άλματα οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και χώρες της Βαλκανικής, όπως η Ρουμανία. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που έχει μεγάλου μεγέθους ιδρύματα ακόμα και με 40 παιδιά. Στην Πολωνία είναι η με 14 παιδιά, η Ουγγαρία με 12, στις υπόλοιπες χώρες πηγαίνουν σε δομές με μονοψήφιο αριθμό ατόμων. Κι εδώ κομπάζουμε ακόμα για τη συνθήκη που επικρατεί και τα Χριστούγεννα θα δούμε παιδιά από ιδρύματα να λένε τα κάλαντα σε επιφανείς του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και δεν θα ενοχλείται κανείς…»
«Η Ελλάδα παραμένει αρκετά μακριά από τα πιο ώριμα διεθνή μοντέλα», τονίζει ο Ιωακειμίδης. «Η μετάβαση απαιτεί επένδυση στην πρόληψη, ενίσχυση υπηρεσιών πρώτης γραμμής, ουσιαστική στήριξη οικογενειών και πραγματικό μετασχηματισμό από την ιδρυματική στη κοινοτική λογική».
Πόσο κοντά ή μακριά λοιπόν είμαστε από τον διακηρυγμένο στόχο της αποιδρυματοποίησης; «Τα προβλήματα είναι πολλαπλά», αναφέρει η Κουφονικολάκου. «Υπάρχουν ζητήματα τα οποία προσκρούουν σε δημοσιονομικούς περιορισμούς κι άλλα για τα οποία δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για το γεγονός ότι δεν έχουν επιλυθεί. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την απουσία συνεκτικής πολιτικής παιδικής προστασίας ή για την έλλειψη συγκροτημένων δράσεων ευαισθητοποίησης ως προς τον θεσμό της αναδοχής ή για την έλλειψη καθηκοντολογίου στους ΟΤΑ και την απουσία κεντρικής εποπτείας των υπηρεσιών που παρέχουμε ή την απουσία διάθεσης να ακούσουμε θεσμικά τη γνώμη των παιδιών. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική με μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό και δείκτες ώστε να προγραμματιστούν οι προσλήψεις επαγγελματιών στη βάση των πραγματικών μας αναγκών».
Όπως εξηγεί ο Ιωακειμίδης, «τα πιο επιτυχημένα συστήματα διεθνώς δεν χαρακτηρίζονται από την πλήρη απουσία δομών φιλοξενίας, αλλά κυρίως από την καθολικότητα των υπηρεσιών». Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
- ισχυρή πρωτοβάθμια υγεία.
- καθολική, δημόσια, υψηλού επιπέδου εκπαίδευση.
- ισχυρές και καλά στελεχωμένες υπηρεσίες παιδικής προστασίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
- συστηματική οικονομική και ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση οικογενειών που βιώνουν αντιξοότητα.
«Πάνω απ’ όλα, κάποτε θα πρέπει να βάλουμε τα ίδια τα παιδιά σε αυτή τη συζήτηση και ειδικά τα παιδιά που έχουν τοποθετηθεί σε ιδρύματα», υπογραμμίζει η Κουφονικολάκου. «Και κάποτε επίσης θα πρέπει να δούμε τι γίνεται με τα παιδιά που ενηλικιώνονται μέσα σε ιδρύματα και ξεκινούν την εκτός ιδρύματος ζωή τους εντελώς μόνα με πολύ φόβο και αγωνία, χωρίς ουσιαστική πρόβλεψη για την υποστήριξή τους στη δύσκολη μετάβαση της ενηλικίωσης».































