Ισχυρά κέρδη μετά φόρων ύψους 381 εκατ. ευρώ σε επίπεδο Ομίλου ανακοίνωσε η Εθνική Τράπεζα για το πρώτο τρίμηνο του 2025, παρά την πίεση που ασκήθηκε στα καθαρά έσοδα από τόκους λόγω της μείωσης των επιτοκίων κατά περίπου 100 μονάδες βάσης από το τέταρτο τρίμηνο του 2024 έως και το πρώτο τρίμηνο του 2025. Η επίδραση αυτή αντισταθμίστηκε εν μέρει από την πιστωτική επέκταση, την αποτελεσματική αντιστάθμιση των καταθέσεων και τη βελτιστοποίηση του μείγματος των καταθέσεων.
Ανοδικά κινήθηκαν οι προμήθειες, καταγράφοντας αύξηση 13% σε ετήσια βάση, με ιδιαίτερα θετική συνεισφορά από τη Λιανική Τραπεζική (+15%) και την Εταιρική Τραπεζική (+35%). Οι πωλήσεις επενδυτικών προϊόντων παρέμειναν ισχυρές, με τις προμήθειες από αυτά να ενισχύονται κατά 60%, ενώ η Τράπεζα διατήρησε το αυξημένο μερίδιό της στα αμοιβαία κεφάλαια.
Οι επαναλαμβανόμενες λειτουργικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 5% ετησίως, εξέλιξη που αποδίδεται κυρίως στις υψηλότερες δαπάνες προσωπικού λόγω μισθολογικών αναπροσαρμογών, μπόνους και ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού μέσω προσλήψεων και ανάπτυξης δεξιοτήτων. Το όφελος από το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου του τέταρτου τριμήνου 2024 αναμένεται να αποτυπωθεί στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Το κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκε σε 46 μονάδες βάσης, ελαφρώς μειωμένο έναντι του προηγούμενου τριμήνου, αντικατοπτρίζοντας τη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε 19,1%, ή 16,5% σε προσαρμοσμένη βάση, ξεπερνώντας τον στόχο του 13% για το 2025.
Αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 12% σε ετήσια βάση, με καθαρή πιστωτική επέκταση ύψους 0,34 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον ετήσιο στόχο της Τράπεζας για μέση αύξηση 8%. Οι εκταμιεύσεις δανείων έφτασαν τα 1,6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 41% και δίνοντας έμφαση στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Οι καταθέσεις της Εταιρικής Τραπεζικής αυξήθηκαν κατά 0,4 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, ανατρέποντας την προσωρινή απομείωση του πρώτου τριμήνου. Παράλληλα, η έκθεση σε χρεόγραφα σταθερής απόδοσης αυξήθηκε σε 20,4 δισ. ευρώ, προσφέροντας σταθερότητα στα επιτοκιακά έσοδα, ενώ τα ισχυρά ταμειακά διαθέσιμα ενίσχυσαν τη δυνατότητα χρηματοδότησης του δανειακού χαρτοφυλακίου.
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) διατηρήθηκε στο χαμηλό επίπεδο του 2,6%, με μηδενικές καθαρές ροές ΜΕΑ, γεγονός που στηρίζει την εκτίμηση για διατήρηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου κάτω των 50 μονάδων βάσης εντός του έτους. Οι δείκτες κάλυψης ΜΕΑ και δανείων Σταδίου 3 διαμορφώθηκαν στο 97% και 54% αντίστοιχα, επίπεδα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενισχύοντας τη θωράκιση του Ισολογισμού.
Ο δείκτης CET1 ανήλθε σε 18,7%, αυξημένος κατά 40 μονάδες βάσης από την αρχή του έτους, απορροφώντας την πρόβλεψη για διανομή 60% των κερδών του 2025 και την επιτάχυνση της απομείωσης των Αναβαλλόμενων Φορολογικών Πιστώσεων. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε σε 21,5%, ενώ ο δείκτης MREL ανήλθε στο 28,4%, ξεπερνώντας τον στόχο του 26,8%.
Στη δήλωσή του, ο CEO της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς σημείωσε: «Η παγκόσμια οικονομία διανύει μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας, η οποία οφείλεται στις κλιμακούμενες εμπορικές εντάσεις, τον επίμονο πληθωρισμό και τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης, με τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας στις μεγαλύτερες οικονομίες να είναι συγκρατημένες.
Σε αυτό το αβέβαιο παγκόσμιο σκηνικό, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, με τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης να προσεγγίζει το ~2,5% για το τρέχον έτος, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης της απασχόλησης, της αύξησης των πραγματικών μισθών και της ισχυρής τουριστικής δραστηριότητας, ενώ εμφανίζει περιορισμένη άμεση έκθεση στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και στις αναμενόμενες δασμολογικές επιβαρύνσεις από τις ΗΠΑ στα προϊόντα που παράγονται στην ΕΕ (οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας).
Επιπλέον, η σημαντική χαλάρωση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και η μείωση των τιμών του πετρελαίου αναμένεται να στηρίξουν περαιτέρω την οικονομία – ο κυριότερος ωστόσο κίνδυνος για τις προοπτικές αυτές είναι ο βαθμός επιβράδυνσης της ανάπτυξης της Ευρωζώνης που αποτελεί βασικό εμπορικό της εταίρο. Βασιζόμενοι σε ισχυρά θεμέλια από το 2024 και αξιοποιώντας την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας και τη συνακόλουθη επέκταση των δανείων και λοιπών δραστηριοτήτων, το πρώτο τρίμηνο 2025 διατηρήσαμε την υψηλή μας κερδοφορία και την ισχυρή κεφαλαιακή μας βάση, κυρίως λόγω της ανθεκτικότητας των εσόδων μας. Τα κέρδη μετά από φόρους ανήλθαν σε 0,41 δισ. ευρώ, ήτοι σε 1,442 ευρώ ανά μετοχή, ενώ ο δείκτης απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε στο 16,5%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον στόχο ύψους άνω του 13% που έχουμε θέσει για το έτος. Τα ισχυρά μας αποτελέσματα αντανακλούν την πειθαρχημένη εκτέλεση των στρατηγικών μας προτεραιοτήτων μέσω του προγράμματος μετασχηματισμού και ανάπτυξης της Τράπεζας.
Μέσα σε ένα αβέβαιο παγκόσμιο περιβάλλον, η Εθνική Τράπεζα καταδεικνύει την ευρωστία, την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα του επιχειρηματικού της μοντέλου. Οι συνεχείς επενδύσεις μας σε τεχνολογία, ιδίως στην ψηφιακή τραπεζική, καθώς και η εμπειρία και προσήλωση των ανθρώπων μας, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη διατηρήσιμων αποτελεσμάτων, στην αναβάθμιση της εμπειρίας που προσφέρουμε στους πελάτες μας και στην οικοδόμηση ενός ανθεκτικού οργανισμού, έτοιμου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος. Καθώς προχωράμε μπροστά, παραμένουμε απολύτως προσηλωμένοι στη στήριξη της αναπτυξιακής πορείας της Ελλάδας, η οποία στηρίζεται σε ισχυρές βάσεις, προσφέροντας αξία στους μετόχους μας και οικοδομώντας μια ακόμα πιο ισχυρή και δυναμική Τράπεζα για το μέλλον.»





























