Η νεοσύστατη εταιρεία Paradromics με έδρα το Ώστιν στο Τέξας έλαβε έγκριση από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ για να δοκιμάσει μια εξελιγμένη συσκευή BCI (Brain Computer Interface) σε μια κλινική δοκιμή σε ανθρώπους, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα.
Η Paradromics είναι μία από τις πολλές εταιρείες, όπως οι Neuralink , Synchron , Precision Neuroscience και Cognixion που εργάζονται σε τεχνολογία για τον έλεγχο υπολογιστών και άλλων συσκευών χρησιμοποιώντας εγκεφαλικά κύματα. Γνωστά ως διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή ή BCI, αυτά τα συστήματα καταγράφουν εγκεφαλικά σήματα που σχετίζονται με την πρόθεση κίνησης και τα μεταφράζουν σε εντολές.
Η έγκριση αφορά το πρόγραμμα με την ονομασία Connect-One Study. Η πρώτη φάση προβλέπει συμμετοχή δύο ατόμων με σοβαρή κινητική αδυναμία και έλλειψη δυνατότητας ομιλίας. Τα στοιχεία τους θα παρακολουθούνται για τουλάχιστον 6 μήνες. Εφόσον τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά (ασφάλεια, λειτουργικότητα), η εταιρεία σχεδιάζει να ζητήσει από τον FDA επέκταση του πειράματος με περισσότερους συμμετέχοντες. Η μελέτη της Paradromics έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις αρχές του επόμενου έτους.
Το εμφύτευμα, με την ονομασία Connexus, είναι ένας πολύ μικρός δίσκος (στο μέγεθος ενός κέρματος), με 421 μικρο-ηλεκτρόδια που τοποθετούνται μέσα στον εγκεφαλικό ιστό και καταγράφουν την δραστηριότητα μεμονωμένων νευρώνων. Η συσκευή δεν «διαβάζει σκέψεις». Αντ’ αυτού εντοπίζει εγκεφαλικά σήματα που σχετίζονται με την “πρόθεση” να μιλήσει ο ασθενής, δηλαδή τα μοτίβα που ενεργοποιούνται στον κινητικό φλοιό όταν κάποιος προσπαθεί να σχηματίσει λέξεις, έστω και αν δεν είναι σε θέση να τις προφέρει.
Οι λέξεις που «μεταφράζονται» από το νευρωνικό σήμα θα εμφανίζονται στην οθόνη, και, εφόσον υπάρχει υπάρχον αρχείο φωνής του χρήστη, θα μπορούν να αναπαραχθούν ως σύνθετη ομιλία που μοιάζει με την πραγματική φωνή του.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Paradromics, Matt Angle, η συσκευή μπορεί να καταστήσει εφικτή επικοινωνία με ρυθμό έως και 60 λέξεων ανά λεπτό, δηλαδή περίπου στον μισό ρυθμό από μια φυσιολογική ομιλία (120–150 λέξεις/λεπτό).
Η Paradromics περιγράφει τη συσκευή ως «νέο ορόσημο», όχι μόνο για την ίδια, αλλά για ολόκληρο τον τομέα της νευροτεχνολογίας, αφού υποστηρίζει ότι το Connexus προσφέρει ασύγκριτα υψηλό ρυθμό μετάδοσης δεδομένων μεταξύ εγκεφάλου και υπολογιστή.
Νωρίτερα φέτος, η Paradromics εμφύτευσε για λίγο τη συσκευή της σε ένα άτομο που υποβαλλόταν ήδη σε χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο. Οι χειρουργοί χρησιμοποίησαν ένα όργανο για την εισαγωγή και την αφαίρεση του εμφυτεύματος, αλλά σε αυτή τη διαδικασία, η συσκευή παρέμεινε στον εγκέφαλο για μόλις 10 λεπτά και δεν χρησιμοποιήθηκε για την αποκατάσταση της ομιλίας. Στη δοκιμή που έχει προγραμματιστεί για το επόμενο έτος, η συσκευή θα εμφυτευτεί και θα παραμείνει.
Συγκριτικά με τη συσκευή της Paradromics, το εμφύτευμα της Neuralink είναι ένα μικρό τσιπ μεγέθους που βρίσκεται στο κρανίο και έχει περισσότερα από 1.000 ηλεκτρόδια σε 64 μικροσκοπικά καλώδια που «περνιούνται» στον εγκέφαλο από ένα ειδικά κατασκευασμένο ρομπότ. Η Neuralink έχει εμφυτεύσει τη συσκευή της σε τουλάχιστον 12 άτομα σε όλο τον κόσμο.
Άλλες εταιρείες που εργάζονται σε BCI υιοθετούν μια λιγότερο επεμβατική προσέγγιση, επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσουν σήματα από την επιφάνεια του εγκεφάλου ή εξ ολοκλήρου από το εξωτερικό του εγκεφάλου. Το αντάλλαγμα είναι η χαμηλότερη ποιότητα σήματος και ο χαμηλότερος ρυθμός μεταφοράς δεδομένων, επειδή αυτές οι συσκευές βρίσκονται μακριά από τους νευρώνες που διαβάζουν.
Το Connexus «δουλεύει» μέσα στον εγκεφαλικό ιστό και αυτό, σύμφωνα με τους δημιουργούς του, του επιτρέπει πολύ υψηλότερη ποιότητα σήματος και ταχύτερη ανταπόκριση. Σε προκλινικές μελέτες σε πρόβατα, η συσκευή κατέγραψε ρυθμό μετάδοσης άνω των 200 bits ανά δευτερόλεπτο, ένα νούμερο που, σύμφωνα με την εταιρεία, σηματοδοτεί μια ανώτερη κλάση σε σχέση με προηγούμενες τεχνολογίες BCI.
Αν τα πειράματα πετύχουν, η τεχνολογία θα μπορούσε να φέρει ‘επανάσταση’ στη ζωή ανθρώπων με παράλυση, τετραπληγία, ή άλλες παθήσεις που τους αφαιρούν την ικανότητα ομιλίας. Για πρώτη φορά, θα μπορούσαν να «ξαναμιλήσουν» όχι με εξωτερικές συσκευές, πληκτρολόγια ή επαφές αλλά με την ίδια τους τη σκέψη που θα μετατρέπεται σε φωνή ή σε γραπτό λόγο μέσω υπολογιστή.
Ωστόσο, πρόκειται για μια πρωτότυπη τεχνολογία με σημαντικές προκλήσεις που είναι χειρουργικά επεμβατική, απαιτεί εμφύτευση μέσα στον εγκέφαλο, και δεν είναι ακόμη γνωστό με πόσο “ασφαλή” τρόπο και για πόσο χρόνο μπορεί να μείνει λειτουργική. Η παρακολούθηση των συμμετεχόντων θα είναι κρίσιμη, και το πρώτο βήμα με μόλις δύο άτομα θα δώσει κάποιες ενδείξεις, αλλά όχι αποδείξεις.



























