Τα σκυλιά θεωρούνται δικαίως ως ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Αυτό είναι γνωστό. Γνωρίζετε όμως ότι το να μεγαλώνει κάποιος/α παρέα με έναν σκύλο ωφελεί και την υγεία του εντέρου του/της;
Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και το Sinai Health επισημαίνει πόσο καλό κάνει στην υγεία η συντροφιά με σκύλους. Το να περνάει κάποιος/α χρόνο με σκύλους κατά την παιδική ηλικία συνδέεται με ένα πιο υγιές έντερο και με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου του Crohn.
Η νόσος του Crohn είναι μια σοβαρή κατάσταση του εντέρου που προκαλείται από φλεγμονή στο γαστρεντερικό σωλήνα και που οδηγεί σε σημαντικά προβλήματα υγείας με την πάροδο του χρόνου. Οι ερευνητές τονίζουν την ανάγκη για έγκαιρη παρέμβαση, καθώς αυτή η ασθένεια μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη συνολική υγεία. Η ανάπτυξη μιας στρατηγικής παρέμβασης απαιτεί εστίαση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νόσου.
Η έρευνα ρίχνει νέο φως στο πώς διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την εμφάνιση του Crohn και θα μπορούσε να χρησιμεύσει για μελλοντικές στρατηγικές πρόληψης.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές με επικεφαλής τον Kenneth Croitoru και τον Williams Turpin του Κέντρου Φλεγμονώδους Νόσου του Εντέρου (IBD) του Νοσοκομείου Mount Sinai στο Τορόντο διερεύνησαν πώς δεκάδες περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου του Crohn ως μέρος της συνολικής προσπάθειάς τους να προβλέψουν τα άτομα που κινδυνεύουν και πιθανώς να παρέμβουν έγκαιρα.
Είναι ενδιαφέρον ότι το να μεγαλώνει κάποιος/α με σκύλους μειώνει την πιθανότητα αυτής της ασθένειας. Η πρώιμη έκθεση σε σκύλους σχετίζεται με θετικές αλλαγές στα βακτήρια και στην διαπερατότητα του εντέρου, αλλά και τους βιοδείκτες του αίματος. Αν και οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν ακριβώς γιατί συμβαίνουν αυτές οι ευεργετικές αλλαγές όταν ζεις με έναν σκύλο, τα δεδομένα τους υποδηλώνουν έντονα αυτή τη σύνδεση.
«Έχουμε δημιουργήσει συσχετισμούς μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων και του Crohn και τώρα προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς αυτοί οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την πυροδότηση της νόσου», λέει ο Croitoru.
Η έρευνα διερεύνησε επίσης αρκετούς άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της νόσου του Crohn. Για παράδειγμα, η ζωή με μια μεγάλη οικογένεια κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της μελέτης, άτομα που είχαν πουλιά στο νοικοκυριό τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσο του Crohn. Ενώ οι γενετικοί παράγοντες παίζουν επίσης βασικό ρόλο στον προσδιορισμό του κινδύνου ενός ατόμου, η μελέτη υπογραμμίζει πώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι θεμελιώδεις για την κατανόηση του τι προκαλεί την ευαισθησία σε ασθένειες. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν είτε να αυξήσουν είτε να μειώσουν τον κίνδυνο.
Προκαλούμενη από φλεγμονή στο γαστρεντερικό σωλήνα, η νόσος του Crohn μπορεί να έχει εκτεταμένες συνέπειες στη συνολική υγεία και ευεξία. Η συχνότητά της στα παιδιά κάτω των 10 ετών έχει διπλασιαστεί από το 1995, ενώ το ετήσιο κόστος της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου στον Καναδά υπολογίζεται σε 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σύμφωνα με το Crohn's and Colitis Canada, έναν εθνικό μη κερδοσκοπικό οργανισμό.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης εντάσσονται στο Genetic, Environmental and Microbial (GEM) Project, τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της που επιδιώκει να εντοπίσει πιθανούς παράγοντες πρόκλησης της νόσου του Crohn.
Το GEM Project που από το 2008 συντονίζεται από επιστήμονες του Mount Sinai Hospital συλλέγει ολοκληρωμένα ιατρικά δεδομένα, αλλά και δεδομένα για τον τρόπο ζωής από περισσότερους από 5.000 υγιείς συγγενείς πρώτου βαθμού ανθρώπων που έχουν νόσο του Crohn και που προέρχονται από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, του Καναδά, του Ισραήλ, της Νέας Ζηλανδίας, το Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.
Στα 15 χρόνια από την έναρξη της μελέτης, περισσότερα από 120 άτομα έχουν αναπτύξει τη νόσο. «Κατανοώντας τι είναι διαφορετικό για εκείνους που αναπτύσσουν τη νόσο, θα μπορούμε στο μέλλον να προβλέψουμε ποιος κινδυνεύει», λέει ο Croitoru.
Προηγουμένως, η ομάδα εντόπισε διαφορές στο μικροβίωμα και σε άλλους βιοδείκτες σε άτομα που συνεχίζουν να αναπτύσσουν νόσο του Crohn και σε αυτούς που δεν συνεχίζουν.
Σε μια άλλη πρόσφατη αναφορά που δημοσιεύτηκε στο Gastroenterology , ο Sun-Ho Lee, κλινικός-επιστήμονας στο Κέντρο IBD του Mount Sinai Hospital και επίκουρος καθηγητής στο Ινστιτούτο Ιατρικής Επιστήμης στο Temerty Medicine, χρησιμοποίησε διαθέσιμα δεδομένα και μηχανική μάθηση για να αναπτύξει μια «ενιαία βαθμολογία κινδύνου» που να προβλέπει τον κίνδυνο του Crohn με υψηλό βαθμό ακρίβειας.
Αλλά η πρόβλεψη κινδύνου είναι μόνο το πρώτο βήμα, λέει ο Croitoru, του οποίου ο απώτερος στόχος είναι να μπορεί να παρέμβει και να αποτρέψει την έναρξη της νόσου.
Αυτός και η ομάδα του διεξάγουν τώρα έρευνα που θα δοκιμάσει στρατηγικές για την πρόληψη, για παράδειγμα, προσθέτοντας συμπληρώματα στην διατροφή για την προώθηση ενός υγιούς μικροβιώματος.