Μια συνεχιζόμενη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ διαπίστωσε ότι η θανατηφόρα επιδημία που ανακαλύφθηκε πέρυσι, και η οποία ουσιαστικά εξαφάνισε τους πιο άφθονους και οικολογικά σημαντικούς αχινούς στην περιοχή του Εϊλάτ στο Ισραήλ, εξαπλώθηκε στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό που αρχικά φαινόταν ως μια τοπική αλλά σοβαρή επιδημία, εξαπλώθηκε γρήγορα στην περιοχή και τώρα απειλεί να εξελιχθεί σε πανδημία.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι από τότε που ξέσπασε η επιδημία, τον Δεκέμβριο του 2022, έχει εκμηδενίσει τους περισσότερους πληθυσμούς αχινών του είδους Diadema setosum -των μαύρων αχινών με τη μακριά ράχη-στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και έναν άγνωστο αριθμό αχινών, που υπολογίζεται σε εκατοντάδες χιλιάδες, σε όλο τον κόσμο.
Οι αχινοί θεωρούνται οι «κηπουροί» των κοραλλιογενών υφάλων, τρέφονται με τα φύκια που ανταγωνίζονται τα κοράλλια στην ηλιοφάνεια και η εξαφάνισή τους μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ευαίσθητη ισορροπία των κοραλλιογενών υφάλων παγκοσμίως. Από το 2006 αυτοί οι οργανισμοί έχουν εισβάλει και στη Μεσόγειο και κατά συνέπεια το 2022 οι αχινοί στο ανατολικό Αιγαίο Πέλαγος, στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Μεσογείου επηρεάστηκαν από το συμβάν μαζικής θνησιμότητας.
Το εχινοειδές Diadema setosum είναι ένα είδος Ινδο-Ειρηνικής προέλευσης που επιβιώνει στην Ερυθρά Θάλασσα. Πιστεύεται ότι μετανάστευσε από την Ερυθρά Θάλασσα στη Μεσόγειο με τη ναυτιλία μέσω της διώρυγας του Σουέζ πριν από το 2006 και από τότε έχει δημιουργήσει αρκετούς πληθυσμούς στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Μεσογείου συμπεριλαμβανομένου του Ιονίου Πελάγους.
«Πολλά από τα ξενικά είδη που κατακλύζουν σήμερα τις ελληνικές θάλασσες είχαν δυνατότητα διασποράς μέσω του Σουέζ και παλαιότερα, ωστόσο δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν λόγω διαφορετικών κλιματικών συνθηκών. Η αύξηση της θερμοκρασίας στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου τα τελευταία χρόνια, λόγω της κλιματικής αλλαγής, επέτρεψε την εγκατάσταση και την αύξηση των πληθυσμών τους, κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία. Επί του παρόντος, το είδος μπορεί να βρεθεί σε μεγάλη αφθονία στις τουρκικές ακτές, στο αρχιπέλαγος των Δωδεκανήσων και στην Κρήτη (Νότιο και Ανατολικό Αιγαίο). Το εχινοειδές θεωρείται ‘μηχανικός’ οικοσυστήματος με σημαντική οικολογική λειτουργία στην γηγενή του περιοχή (όπου η “ασθένεια” πρακτικά ρυθμίζει τους πληθυσμούς του από την υπέρμετρη αύξηση με θετικό, ουσιαστικά, αποτέλεσμα), αλλά έχει επιζήμια επίδραση στους υφάλους της Μεσογείου, όπου απουσιάζουν τα τροπικά κοράλλια», περιγράφει ο Δρ. Θάνος Νταϊλιάνης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ) του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη του Τελ Αβίβ.
Πλήρης εξαφάνιση των αχινών
Τον Δεκέμβριο του 2022, ο Δρ Omri Bronstein από τη Σχολή Ζωολογίας και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Steinhardt (SMNH) στο Τελ Αβίβ, παρατήρησε πρώτος τη μαζική θνησιμότητα των αχινών του είδους Diadema setosum που ήταν πολύ συνηθισμένοι στον βόρειο Κόλπο του Εϊλάτ, στην Ιορδανία και στο Σινά.
Ο Δρ Bronstein και η ομάδα του διαπίστωσαν επίσης ότι η επιδημία ήταν θανατηφόρα και για άλλους, στενούς συγγενείς του αχινού από το γένος Echinothrix . Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι άλλοτε πιο άφθονοι και σημαντικοί φυτοφάγοι οργανισμοί του βυθού της θάλασσας στην περιοχή έχουν πλέον πρακτικά εξαφανιστεί. Χιλιάδες αχινοί πέθαναν με γρήγορο και βίαιο θάνατο. Μέσα σε δύο ημέρες υγιείς αχινοί μετατράπηκαν σε ‘κουφάρια’ χωρίς ιστούς ή ράχη και οι περισσότεροι καταβροχθίστηκαν από αρπακτικά καθώς πέθαιναν ανίκανοι να αμυνθούν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, σήμερα μόνο λίγα άτομα από το προσβεβλημένο είδος αχινού έχουν απομείνει σε όλους τους κοραλλιογενείς υφάλους του Κόλπου της Άκαμπα.
Σύμφωνα με τον Δρα Bronstein, η πιο σημαντική και ευρεία μελέτη της μαζικής θνησιμότητας αχινών μέχρι σήμερα διενεργήθηκε το 1983, όταν μια μυστηριώδης ασθένεια εξαπλώθηκε στην Καραϊβική, σκοτώνοντας τους περισσότερους αχινούς του είδους Diadema antillarum, που είναι συγγενείς των αχινών του Eilat. Κατά συνέπεια, τα φύκια εξαπλώθηκαν ανεξέλεγκτα, εμποδίζοντας το φως του ήλιου να φτάσει στα κοράλλια και ολόκληρος ο ύφαλος μετατράπηκε σε ένα δάσος από φύκια. Επιπλέον, παρόλο που το γεγονός μαζικής θνησιμότητας στην Καραϊβική συνέβη πριν από 40 χρόνια, τόσο οι πληθυσμοί των κοραλλιών όσο και των αχινών δεν ανέκαμψαν ποτέ πλήρως, ενώ γεγονότα θνησιμότητας επαναλήφθηκαν με την πάροδο των ετών.
Το τελευταίο ξέσπασμα της Καραϊβικής το 2022 σκότωσε επιζώντες πληθυσμούς από τα προηγούμενα συμβάντα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι ερευνητές είχαν τα επιστημονικά και τεχνολογικά εργαλεία για να διερευνήσουν με ‘ιατροδικαστικό’ τρόπο το φαινόμενο. Μια ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Cornell κατάφερε να εντοπίσει το υπεύθυνο παθογόνο, που είναι ένα παράσιτο του βλεννογόνου των αχινών.
«Πρόκειται για μια αυξανόμενη οικολογική κρίση που απειλεί τη σταθερότητα των κοραλλιογενών υφάλων σε πρωτοφανή κλίμακα. Προφανώς, η μαζική θνησιμότητα που εντοπίσαμε στο Eilat το 2023 έχει εξαπλωθεί κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας και πέρα στο Ομάν, ακόμη και μέχρι το νησί Ρεϋνιόν στον Ινδικό Ωκεανό», εκτιμά ο Δρ Bronstein.
Εντοπίστηκε το παθογόνο
Ερευνητές από όλη την περιοχή και την Ευρώπη με επικεφαλής τον Δρα Omri Bronstein συμμετείχαν στην εν λόγω μελέτη, η οποία περιλάμβανε χιλιάδες χιλιόμετρα κοραλλιογενών υφάλων και δημοσίευσαν τα ανησυχητικά αποτελέσματά της στο επιστημονικό περιοδικό Current Biology .
Χρησιμοποιώντας μοριακά και γενετικά εργαλεία, η ερευνητική ομάδα μπόρεσε να εντοπίσει το παθογόνο που ευθύνεται για τη μαζική θνησιμότητα των αχινών του είδους Diadema setosum στην Ερυθρά Θάλασσα, το οποίο είναι ένα ραβδωτό παράσιτο που μοιάζει περισσότερο με το Philaster apodigitiformis. Οι επιστήμονες επιβεβαιώνουν ότι αυτός ο μονοκύτταρος οργανισμός ευθύνεται και για την επαναλαμβανόμενη μαζική θνησιμότητα του Diadema antillarum στην Καραϊβική πριν από περίπου δύο χρόνια, μετά την περιβόητη κατάρρευση του πληθυσμού των αχινών το 1983 που οδήγησε τον κοραλλιογενή ύφαλο σε μια καταστροφική μετατόπιση φάσης.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το θανατηφόρο παθογόνο μεταφέρεται στο νερό και μπορεί να επηρεάσει τεράστιες περιοχές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και οι αχινοί που εκτρέφονταν σε συστήματα θαλασσινού νερού στο Διαπανεπιστημιακό Ινστιτούτο Θαλασσίων Επιστημών στο Εϊλάτ ή στο Υποβρύχιο Παρατηρητήριο, μολύνθηκαν και πέθαναν, αφού το παθογόνο εισήλθε μέσω του συστήματος ανακυκλοφορίας του θαλασσινού νερού. Όπως σημειώθηκε, ο θάνατος ήταν γρήγορος και βίαιος και για πρώτη φορά η ερευνητική ομάδα μπόρεσε να καταγράψει όλα τα στάδια της νόσου – από τη μόλυνση μέχρι τον αναπόφευκτο θάνατο – με ένα μοναδικό σύστημα βιντεοσκόπησης που βρίσκεται στο Διαπανεπιστημιακό Ινστιτούτο Θαλάσσιων Επιστημών στο Eilat.
Ενώ μέχρι πρόσφατα, οι επιστήμονες θεωρούσαν πως μόνο ένα είδος αχινών, αυτό της Καραϊβικής επηρεάζεται από αυτό το παθογόνο, σήμερα γνωρίζουν πως και άλλα είδη της ίδιας οικογένειας των πιο σημαντικών φυτοφάγων αχινών στους κοραλλιογενείς υφάλους είναι ευάλωτα στην ασθένεια.
Σύμφωνα με τον Δρα Μπρονστάιν, προς το παρόν δεν υπάρχει τρόπος να βοηθηθούν οι μολυσμένοι αχινοί ή να εμβολιαστούν κατά της νόσου. Πρέπει, ωστόσο, οι επιστήμονες να αναπτύξουν γρήγορα πληθυσμούς γόνου των απειλούμενων ειδών σε αποσυνδεδεμένα από τη θάλασσα συστήματα καλλιέργειας, έτσι ώστε στο μέλλον να μπορέσουν να τους διοχετεύσουν στο φυσικό τους περιβάλλον.
«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να επισκευάσουμε τη φύση, αλλά σίγουρα μπορούμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας. Πρώτα από όλα, πρέπει να καταλάβουμε τι προκάλεσε αυτό το ξέσπασμα τη συγκεκριμένη στιγμή. Το παθογόνο μεταφέρεται εν αγνοία του με τα πλοία ή ήταν πάντα εδώ και απλώς έκανε μια “έκρηξη” τώρα εξαιτίας μιας αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών;», διερωτάται ο Δρ Μπρονστάιν.
Η θνησιμότητα των αχινών στην Ελλάδα
Έλληνες ερευνητές από το ΕΛΚΕΘΕ συνέλεξαν δεδομένα για τον πληθυσμό των αχινών από τα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά παράλια της Κρήτης τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023, αλλά και τον Ιανουάριο του 2024, τα οποία επιβεβαίωσαν τη θνησιμότητα του Diadema setosum στο ανατολικό Αιγαίο. Η θνησιμότητα εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων ετών και συνεχίζει να εξελίσσεται.
«Στη νήσο Χρυσή, στα νοτιοανατολικά παράλια της Κρήτης, οι πληθυσμοί του D. setosum παρουσίασαν την υψηλότερη πυκνότητα που καταγράφηκε στην Κρήτη (1,35 άτομα/m2 βυθού), ενώ αρκετά άτομα του D. setosum παρουσίασαν τουλάχιστον ένα από τα συμπτώματα της ασθένειας. Αυτή η τοποθεσία ήταν και η πρώτη στην οποία καταγράφηκαν μαζικά παθολογίες και θνησιμότητα του D. setosum στην Κρήτη», λέει ο Δρ. Θάνος Νταϊλιάνης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το 2023 σε δύο τοποθεσίες στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, στο Ατζικιάρι της Σητείας και στο Διανισκάρι της Ελούντας, οι προηγουμένως εδραιωμένοι πληθυσμοί του D. setosum που είχαν παρατηρηθεί πριν από το 2020, απουσίαζαν εντελώς. Αντίθετα, στην περιοχή της Αγίας Πελαγίας του Ηρακλείου, που βρίσκεται πιο μακριά κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής της Κρήτης, παρατηρήθηκε υγιής πληθυσμός D. setosum σε δύο διαδοχικές έρευνες το καλοκαίρι τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2023. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 2023, αυτός ο πληθυσμός εκδήλωσε φαινόμενα παθογένειας αντίστοιχα με αυτά που παρατηρήθηκαν στη Χρυσή, η οποία οδήγησε στην ολική εξαφάνιση των ατόμων D. Setosum και μείωσε σημαντικά τη μέση πυκνότητα του είδους σε αυτή την περιοχή.
«Ωστόσο, σε όλες τις θέσεις που ερευνήθηκαν, οι αυτόχθονες αχινοί Arbacia lixula και Paracentrotus lividus ήταν παρόντες και φαινομενικά ανεπηρέαστοι από την παθολογία του D. setosum. Αξίζει βέβαια, να σημειωθεί ότι η θνησιμότητα που σημειώθηκε στη Χρυσή και στις Αλυκές συνέβη σε περιόδους χαμηλής θερμοκρασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η οποία και στις δύο τοποθεσίες ήταν περίπου 18 °C. Αλλά για να συνδεθεί η θερμοκρασία με την εμφάνιση μαζικής θνησιμότητας απαιτούνται πιο εκτεταμένα χρονικά και γεωγραφικά σύνολα δεδομένων», προσθέτει ο Έλληνας επιστήμονας.
Παραμένοντας στη βόρεια ακτή της Κρήτης και ενώ μετακινούμαστε προς τα δυτικά, το πρόσφατο ξέσπασμα θνησιμότητας του αχινού που καταγράφηκε στις Αλυκές δείχνει ότι η μαζική θνησιμότητα εξακολουθεί να εξελίσσεται κατά μήκος της ακτογραμμής της Κρήτης. Φαίνεται ότι οι παράκτιες περιοχές του νησιού που έχουν υψηλές πυκνότητες χωροκατακτητικού αχινού είναι πιο ευάλωτες. Οι δύο περιοχές με τις υψηλότερες πυκνότητες πληθυσμών (Χρυσή και Αγία Πελαγία) επλήγησαν, ενώ δεν καταγράφηκαν στοιχεία για θνησιμότητα σε περιοχές όπου η παρουσία του D. setosum είναι εγγενώς σπάνια (Άγιος Ιωάννης και Καλό Νερό).
«Συμπερασματικά, η κατάσταση των πληθυσμών Diadema setosum σε όλη την Κρήτη πρέπει να διερευνηθεί προσεκτικά προκειμένου να παρακολουθηθεί η εξέλιξη της μαζικής θνησιμότητας στο μέλλον. Φαινόμενα θνησιμότητας όπως αυτό, δείχνουν ότι οι εισβολές ξενικών χωροκατακτητικών ειδών δεν έχουν γραμμική εξέλιξη στο χρόνο, αλλά υπόκεινται σε διακυμάνσεις που επηρεάζονται από μια σειρά παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένων και των τοπικών κλιματικών συνθηκών. Επαναλαμβανόμενες έρευνες κατά μήκος ενός γεωγραφικά αντιπροσωπευτικού συνόλου τοποθεσιών σε διαφορετικές εποχές, σε συνδυασμό με τη συνεχή παρακολούθηση της θερμοκρασίας του θαλασσινού νερού, θα ενισχύσουν την κατανόησή μας για την πρόοδο αυτής της εισβολής που επηρεάζει έντονα τους γηγενείς οικοτόπους και ενδεχομένως θα συμβάλουν στη λήψη διαχειριστικών αποφάσεων για τον μετριασμό της», καταλήγει ο Δρ Νταϊλιάνης.
*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Δρα Θάνου Νταϊλιάνη



























