Τα μικροπράσινα ως μοντέρνα, υψηλής διατροφικής αξίας γκουρμέ τρόφιμα απασχολούν εδώ και δεκαετίες τον κόσμο της γαστρονομίας. Η λεπτή τους υφή, το πλούσιο θρεπτικό τους προφίλ και η ιδιαίτερη αισθητική που προσφέρουν όταν χρησιμοποιούνται ως γαρνιτούρες ή προστίθενται σε φρέσκες σαλάτες, εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους σεφ και τους ειδικούς στη μαγειρική.
Για αυτό και ενσωματώθηκαν γρήγορα στην αλυσίδα εφοδιασμού της βιομηχανίας τροφίμων και συνεχίζουν να ανεβαίνουν σε δημοτικότητα εξαιτίας του διατροφικού τους προφίλ και της υψηλής τους περιεκτικότητας σε αντιοξειδωτικές και βιοδραστικές ενώσεις.
«Από τα μικροπράσινα μπορούμε να πάρουμε τα ίδια θρεπτικά συστατικά όπως μπορούμε από άλλα λαχανικά και τρόφιμα», σχολιάζει ο Αναπληρωτής καθηγητής Λαχανοκομίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σπύρος Πετρόπουλος, «αλλά αυτό στο οποίο διαφέρουν είναι η αυξημένη συγκέντρωση και η βιοδιαθεσιμότητα των διάφορων συστατικών. Μπορούμε επίσης να δημιουργήσουμε μείγματα μικροπράσινων έτσι ώστε να συνδυάσουμε διαφορετικά φυτικά είδη που θα μπορούσαν να παρέχουν περισσότερα θρεπτικά συστατικά συγκριτικά με ένα μεμονωμένο είδος ή με ένα τυπικό λαχανικό ή με ένα άλλο τρόφιμο, εμπλουτίζοντας την καθημερινή μας διατροφή με πολύτιμες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία».
Αυτά τα μικροσκοπικά χόρτα, που επί της ουσίας είναι ώριμα φυτά σε μικρογραφία, είναι μια διατροφική δύναμη με υψηλότερη συγκέντρωση βιταμινών, μετάλλων και αντιοξειδωτικών από τα ώριμα αντίστοιχά τους. Έρευνα για τα μικροπράσινα έχει δείξει για παράδειγμα, ότι περιέχουν έως και 40 φορές περισσότερα θρεπτικά συστατικά ανά γραμμάριο από τα πλήρως ανεπτυγμένα φυτικά προϊόντα.
Το “microgreens” είναι περισσότερο ένας όρος μάρκετινγκ παρά ένας επιστημονικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει φυτά διαφόρων ειδών τα οποία συγκομίζονται σε νεαρό στάδιο, ενδιάμεσο των φύτρων (sprouts) και των προϊόντων baby. Η συλλογή τους γίνεται περίπου 7-21 ημέρες μετά τη βλάστηση των σπόρων. Η γεύση τους ποικίλλει από πικάντικη έως πικρή, ανάλογα με το φυτικό είδος και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσθέσουν ένα επιπλέον γευστικό στρώμα και μια θρεπτική αξία σε σούπες, σαλάτες, σάντουιτς ή σχεδόν σε οτιδήποτε άλλο προορίζεται για τη διατροφή του ανθρώπου.
Ως μικροπράσινα μπορούν να καλλιεργηθούν πολλά είδη λαχανικών, βοτάνων και εδώδιμων λουλουδιών που χαρακτηρίζονται για τις έντονες και ιδιαίτερες γεύσεις τους, για τα χτυπητά τους χρώματα και για το υψηλό θρεπτικό τους περιεχόμενο. Η ρόκα, ο βασιλικός, ο κόλιανδρος, το λάχανο, το ραπανάκι, ο ηλίανθος και πολλά άλλα είδη είναι κοινά μικροπράσινα.
Συνεισφέροντας στην διατροφική ασφάλεια
Στο πλαίσιο ενός ερευνητικού έργου με τίτλο “Food Resilience in Face of Catastrophic Global Events” (Ανθεκτικότητα των τροφίμων ενόψει καταστροφικών παγκόσμιων γεγονότων) μια διεθνής ομάδα ερευνητών, στην οποία συμμετείχαν και Έλληνες έδειξε ότι αυτά τα φυτά μπορούν να αναπτυχθούν σε μικρούς εσωτερικούς χώρους, με ή χωρίς τεχνητό φωτισμό και να συνεισφέρουν σημαντικά στην παγκόσμια διατροφική ασφάλεια.
«Με τα μικροπράσινα, οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν φρέσκα και θρεπτικά τρόφιμα ακόμη και σε περιοχές που θεωρούνται ακατάλληλες για την καλλιέργεια φυτών, καθώς μπορούν να καλλιεργηθούν σε συστήματα εκτός εδάφους (soilless culture) με χρήση υποστρωμάτων ή θρεπτικού διαλύματος (υδροπονικά συστήματα)», εξηγεί ο Έλληνας καθηγητής, ο οποίος συμμετείχε στη συγκεκριμένη μελέτη.
Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά αν σκεφτεί κανείς μελλοντικές κρίσεις του τύπου covid-19 που πιθανώς να διαταράξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων. Για παράδειγμα, σε μια μεγάλη πλημμύρα που καταστρέφει δρόμους και υποδομές, όπως αυτή που έπληξε την περιοχή της Θεσσαλίας, τα κιτ καλλιέργειας με μικροπράσινα θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν σημαντικό πόρο για τη διατροφή των ανθρώπων υπό δύσκολες συνθήκες.
«Όταν το περιβάλλον πλήττεται από έντονες πλημμύρες, παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας ή πυρκαγιές, οι επιπτώσεις στη γεωργία είναι ολέθριες με καταστροφή των καλλιεργειών ή μείωση των αποδόσεων. Αυτές οι απώλειες σε τρόφιμα θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, μερικώς τουλάχιστον, με μικροπράσινα, τα οποία σε μικρές ποσότητες μπορούν να καλύψουν μεγάλο ποσοστό των ημερήσιων αναγκών σε θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Ένα βασικό πλεονέκτημα των συγκεκριμένων φυτών είναι ότι μπορούν να καλλιεργηθούν όλο τον χρόνο υπό ελεγχόμενες συνθήκες», προσθέτει ο Καθηγητής Πετρόπουλος.
Οι ερευνητές προτείνουν τη δημιουργία κιτ παραγωγής μικροπράσινων, συμπεριλαμβανομένων των σπόρων και τη χρήση τους όταν το απαιτούν οι συνθήκες. «Υπό τέτοιες συνθήκες, μια ποικιλία από φρέσκα και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά μικροπράσινα θα μπορούσε να καλλιεργηθεί παρέχοντας μια πηγή μετάλλων, βιταμινών και αντιοξειδωτικών σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα», λέει ο Έλληνας επιστήμονας «Ή εναλλακτικά, τα κιτ θα μπορούσαν να διανεμηθούν σε ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού ως βραχυπρόθεσμος πόρος διατροφικής ασφάλειας καλύπτοντας σημαντικό ποσοστό των ημερήσιων διατροφικών αναγκών».
Και τα οφέλη τους δεν περιορίζονται μόνο στους ανθρώπους εδώ στη Γη. Η NASA δοκιμάζει επί του παρόντος τη βιωσιμότητα της καλλιέργειας των μικροπράσινων στο διάστημα, με την ελπίδα να τα χρησιμοποιήσει για την παραγωγή τροφής για τους αστροναύτες κατά τη διάρκεια αποστολών μεγάλης διάρκειας, όπως αυτών στον Άρη.
Καταπολεμώντας την κλιματική κρίση
Τα τελευταία χρόνια τα μικροπράσινα γίνονται ακόμη πιο δημοφιλή και ως λύση μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, καθώς αποτελούν μια υγιή και βιώσιμη πηγή τροφής που είναι φιλική προς το περιβάλλον, με 6-20 φορές χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα από τα ώριμα φυτά, σύμφωνα με μια μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Επίσης, το γεγονός ότι τα μικροπράσινα μπορούν να καλλιεργηθούν τοπικά, όπως σε ένα περβάζι ή σε ένα μπαλκόνι, χωρίς να χάνουν την απόδοσή τους σε θρεπτικά συστατικά, σημαίνει ότι μειώνουν την ανάγκη για εποχιακή μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις και κατ’επέκταση τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από αυτή τη μεταφορά.
«Με έναν σύντομο κύκλο ανάπτυξης 1-3 εβδομάδων που απαιτεί ελάχιστες μόνο εισροές λιπασμάτων, νερού και ενέργειας, τα μικροπράσινα έχουν μεγάλες δυνατότητες να παρέχουν βασικά θρεπτικά συστατικά και αντιοξειδωτικά. Επίσης, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών λίπανσης είναι δυνατή η βιοενίσχυση (biofortification) των εν λόγω προϊόντων σε ιχνοστοιχεία και μέταλλα (όπως π.χ. σίδηρο, σελήνιο, ιώδιο, ψευδάργυρο, μαγνήσιο κλπ.), των οποίων οι ανάγκες είναι δύσκολο να καλυφθούν σε ημερήσια βάση, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στην επισιτιστική ασφάλεια και καταπολεμώντας τον υποσιτισμό, ιδιαίτερα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες», προσθέτει ο Δρ. Πετρόπουλος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο καθένας από μας πρακτικά μπορεί να παραγάγει μικροπράσινα στον χώρο του με μικρό κόστος χρησιμοποιώντας απλά κιτ με εξειδικευμένες επιλογές που είναι διαθέσιμα στο εμπόριο.
«Το βασικό κόστος της καλλιέργειας των μικροπράσινων είναι οι σπόροι», λέει ο καθηγητής, «η ανάπτυξή τους είναι αντίστοιχη με το κλασσικό πείραμα που κάνουν οι μαθητές στο δημοτικό όπου τοποθετούν σπόρους να βλαστήσουν σε ένα βρεγμένο βαμβάκι. Το μέσο καλλιέργειας μπορεί να είναι χώμα ή ένα μείγμα τύρφης που μπορεί κάποιος να προμηθευτεί από καταστήματα με κηπευτικά είδη».
Χρειάζεται εκπαίδευση των καταναλωτών
Η αγορά των μικροπράσινων προβλέπεται να καταγράψει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (CAGR) 13,50% και να φτάσει τα 2,48 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ έως το τέλος του 2030. Η δημοτικότητα της βιομηχανίας μικροπράσινων έχει καταγράψει μια θεαματική άνοδο τα τελευταία χρόνια, φέρνοντας μια «επανάσταση» στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι καταναλώνουν φρέσκα και θρεπτικά τρόφιμα.
Αυτά τα μικρά, εύρωστα και νόστιμα χόρτα έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον των αγοραστών, των σεφ και των καλοφαγάδων που προσέχουν την υγεία τους. Λόγω της ποικιλομορφίας, των διατροφικών τους πλεονεκτημάτων και των ξεχωριστών τους γεύσεων, τα μικροπράσινα έχουν ανοίξει τον δρόμο για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς, δίνοντας νέες επιλογές στους αγρότες, τους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές.
Ωστόσο, παρά την ανάπτυξή του, ο τομέας των μικροπράσινων αντιμετωπίζει ζητήματα με την εκπαίδευση των καταναλωτών και την ανταγωνιστικότητα των τιμών. Πολλοί καταναλωτές ή καλλιεργητές δεν είναι ακόμη εξοικειωμένοι με τα μικροπράσινα και με τα διατροφικά τους οφέλη. Επιπλέον, το κόστος παραγωγής και η μικρή διάρκεια ζωής στο ράφι μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με τα αντίστοιχα τυπικά προϊόντα.
«Με τις συνεχείς εκστρατείες ευαισθητοποίησης, τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες και την πρόοδο στις τεχνικές αστικής καλλιέργειας, το μέλλον του τομέα των μικροπράσινων φαίνεται να είναι λαμπρό. Η ζήτηση για αυτά τα μικρά πράσινα είδη προβλέπεται να αυξηθεί καθώς οι καταναλωτές είναι πιο ευαισθητοποιημένοι και δίνουν προτεραιότητα στην υγεία τους και τη βιωσιμότητα του πλανήτη, ζητώντας την εφαρμογή πρόσθετης καινοτομίας και νέων επενδύσεων στον συγκεκριμένο κλάδο», εκτιμά ο κ. Πετρόπουλος.
*Το άρθρο βασίζεται σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Acta Horticulturae, στο πλαίσιο του III International Symposium on Soilless Culture and Hydroponics: Innovation and Advanced Technology for Circular Horticulture, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό το 2021, στα πρακτικά των συνεδρίων ASHS Annual Conference (Ορλάντο, 2020) και Natural products application: Health, Cosmetic and Food (Braganca, 2021), καθώς και τα επιστημονικά περιοδικά Agronomy (https://doi.org/10.3390/agronomy9110677), Horticulturae (https://doi.org/10.3390/horticulturae7070162) και Plants (https://doi.org/10.3390/plants11223057)



























