Αύξηση 23% στις κρατικές υποκλοπές χωρίς αιτιολογία, με επίκληση της «εθνικής ασφάλειας», καταγράφηκε το 2024, σύμφωνα με τη νέα ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), την οποία παρουσιάζει στα Νέα ο δημοσιογράφος Βασίλης Λαμπρόπουλος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης της ΑΔΑΕ, τρία χρόνια μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών και τις αναφορές για εκτεταμένες παρακολουθήσεις, κυρίως από την ΕΥΠ, σε συνδυασμό με τη χρήση του λογισμικού Predator, σημειώνεται εκ νέου αύξηση των συνακροάσεων που διενεργούνται με εισαγγελικές διατάξεις, χωρίς δικαστική διαδικασία και χωρίς ανάλυση των λόγων παρακολούθησης.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται έπειτα από το 2023, χρονιά κατά την οποία, λόγω των αποκαλύψεων για το Predator και των σχετικών αντιδράσεων, είχε καταγραφεί μείωση κατά 36% των υποκλοπών για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα Νέα, μείωση 8% κατέγραψαν οι υποκλοπές που σχετίζονται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και πραγματοποιούνται με δικαστικές αποφάσεις μέσω του συστήματος της ΔΙΔΑΠ. Συγκεκριμένα, το 2024 εκδόθηκαν 3.050 βουλεύματα για άρση απορρήτου, έναντι 3.307 το 2023.
Η ΕΛ.ΑΣ. και η ΕΥΠ διαθέτουν τρία συστήματα νόμιμων συνακροάσεων: ένα στην ΕΥΠ και δύο στην Αστυνομία, στη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (Αντιτρομοκρατική) και στη Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών (ΔΙΔΑΠ).
Η ΑΔΑΕ, στην έκθεσή της, ζητεί την ενίσχυση των ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων και την τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου, ώστε να μπορεί να διενεργεί τακτικούς και έκτακτους ελέγχους στις εγκαταστάσεις, τον τεχνικό εξοπλισμό, τα αρχεία και τις βάσεις δεδομένων της ΕΥΠ, καθώς και άλλων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που δραστηριοποιούνται στις τηλεπικοινωνίες και την επικοινωνία.
Επίσης, προτείνει να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε κατασχέσεις στοιχείων ή δεδομένων που συνδέονται με παραβίαση του απορρήτου και να ορίζεται μεσεγγυούχος αυτών έως ότου αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια. Παράλληλα, ζητεί να μπορεί, με δικαστική απόφαση, να προβαίνει στην καταστροφή παράνομων πληροφοριών που αποκτήθηκαν μέσω παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών.
Στελέχη των αρμόδιων υπηρεσιών αποδίδουν την αύξηση των υποκλοπών χωρίς αιτιολόγηση στην προσπάθεια αντιμετώπισης ύποπτων ενεργειών που σχετίζονται με οργανώσεις ένοπλης δράσης και ισλαμιστικά δίκτυα. Σύμφωνα με τις αναφορές τους, παρακολουθήσεις πραγματοποιήθηκαν και εντός σωφρονιστικών καταστημάτων, καθώς κρατούμενοι φέρεται να χρησιμοποιούσαν μη καταγεγραμμένα κινητά τηλέφωνα για επικοινωνία με πρόσωπα εκτός φυλακών. Ωστόσο, η αιτιολόγηση αυτή δεν εξηγεί πλήρως τη συνολική αύξηση του αριθμού των συνακροάσεων, καθώς ανάλογες δραστηριότητες υπήρχαν και κατά το προηγούμενο έτος.
Σύμφωνα με την απόφαση 465/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), η οποία εκδόθηκε μετά από προσφυγή του Νίκου Ανδρουλάκη, ακόμη και για τις παρακολουθήσεις με επίκληση την εθνική ασφάλεια θα πρέπει να υπάρχει αιτιολόγηση.
Όπως αναφέρεται σχετικά στην απόφαση: «ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας έχει αναγορευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μείζονα σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, σοβαρότερες από εκείνες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οι σκοποί της καταπολέμησης της εγκληματικότητας εν γένει, έστω και της σοβαρής, καθώς και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας.
Ωστόσο, η ενημέρωση του θιγόμενου προσώπου, μετά τη λήξη του μέτρου, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο αυτό επιβλήθηκε, αποτελεί απαραίτητο θεσμικό αντίβαρο, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, έναντι του ευρύτατου περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν οι κρατικές αρχές να προβαίνουν σε άρση του απορρήτου της επικοινωνίας των πολιτών, όταν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι το επιβάλλουν. Διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/58, όπως ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία του ΔΕΕ, η πλήρης απαγόρευση της εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγόμενου για την επιβολή του μέτρου της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ακόμη και όταν δεν υφίσταται πλέον διακινδύνευση του σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε το μέτρο, συνιστά υπέρμετρο και αδικαιολόγητο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας».





























