Τη δυνατότητα του Ν. Δένδια και του Π. Γερουλάνου να διευρύνουν το ακροατήριο των κομμάτων τους υπογραμμίζει ο Γ.Κωνσταντινίδης, αν. καθηγητής πολιτικής συμπεριφοράς στο ΠΑΜΑΚ, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι «οι ψηφοφόροι αναζητούν μετ’ επιτάσεως φωνές εκτός του «συμβατικού» χώρου της πολιτικής».
Οι δημοσκοπικές καταγραφές φαίνονται να μένουν σταθερές εδώ και αρκετούς μήνες, με εξαίρεση τη δυναμική άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας στην αρχή του έτους. Είναι αυτό τεκμήριο πολιτικής σταθερότητας ή μήπως πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο; Για μια «σιωπή πριν την καταιγίδα»;
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι σταθερές δημοσκοπικές καταγραφές κάθε κόμματος καθρεφτίζουν σταθερές ατομικές επιλογές ψήφου, κάτι που δεν συμβαίνει καθώς τα στοιχεία από έρευνες panel, δηλαδή έρευνες που καταγράφουν επαναλαμβανόμενες απαντήσεις των ίδιων ερωτώμενων, μαρτυρούν σημαντική διακύμανση προτιμήσεων στον χρόνο κυρίως μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους η σημερινή συνθήκη είναι εύθραυστη, ή πιθανότατα και μεταβατική. Πρώτον, καταγράφεται έντονη τάση αποστασιοποίησης από την πολιτική, κάτι που σημαίνει ότι οι επιλογές ψήφου ανταγωνίζονται την επιλογή αποχής και συνεπώς δεν είναι διόλου βέβαιη η καταγραφόμενη στις δημοσκοπήσεις ισχύς κανενός κόμματος, καθώς η επιλογή αποχής μπορεί να πλήξει ανά πάσα στιγμή συγκεκριμένα κόμματα. Δεύτερον, κυκλοφορούν έντονες φήμες για τη δημιουργία νέων κομμάτων, τα οποία όμως δεν παρέχονται ως καθαρές επιλογές ψήφου σήμερα, αλλά είναι πιθανό να προσελκύσουν ψηφοφόρους αφής στιγμής εμφανιστούν στο προσκήνιο.
Μια από τις φήμες για την ίδρυση νέων κομμάτων αφορά την ίδρυση κόμματος από τη Μαρία Καρυστιανού. Σε πρόσφατη συνέντευξη η ίδια δήλωσε ότι «θα στηρίξει κάτι νέο και καθαρό, χωρίς να το οργανώσει ή να είναι μέρος του». Πιστεύετε ότι ένα κόμμα που θα έχει την υποστήριξη της εμβληματικής μητέρας των Τεμπών θα μπορούσε να αποκτήσει σημαντική επιρροή;
Η Μαρία Καρυστιανού διαθέτει ένα αναμφισβήτητο ηθικό κεφάλαιο, σε μια χρονική περίοδο έντονης απαξίωσης της ηθικής των πολιτικών ελίτ. Είναι ταυτισμένη με την αναζήτηση δικαιοσύνης για μια τραγωδία που βιώνεται συλλογικά ως ύψιστης αδικίας, κάτι που καθιστά πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε αντίπαλό της να την πλήξει χωρίς να θεωρηθεί εκείνος «ανήθικος». Συνεπώς, το ηθικό κεφάλαιό της τής εξασφαλίζει εύκολη πρόσβαση σε ένα κοινό απολύτως διαθέσιμο να εγκαταλείψει παραδοσιακές επιλογές. Ωστόσο η εύκολη πρόσβαση δεν φέρνει υποχρεωτικά ψήφους σε μια βουλευτική κάλπη. Απαιτείται η μετατροπή της συμπάθειας σε οργανωμένη πολιτική δύναμη: κόμμα, στελέχη, πρόγραμμα, παρουσία σε όλη την Ελλάδα. Πέραν των δυσκολιών ενός τέτοιου εγχειρήματος, από τη στιγμή που η Μαρία Καρυστιανού δηλώσει τη στήριξή της σε ένα κόμμα, θα αποκτήσει πολιτικούς αντιπάλους που θα χτυπήσουν, την ίδια ή το νέο κόμμα, με επιχειρήματα που δεν θα αφορούν την ηθική, αλλά την απειρία ή την κυβερνησιμότητά. Το ηθικό και συμβολικό κεφάλαιό της δεν θα είναι τότε επαρκές.
Και για τον Αλέξη Τσίπρα τι πιστεύετε; Θα αναλάβει κάποια πολιτική πρωτοβουλία και, αν ναι, ποια θα ήταν η προοπτική της;
Η μετεωρική ανάδυση του Αλέξη Τσίπρα στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής της χώρας έλαβε χώρα σε πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον εγκλωβίζει στην αέναη ενασχόληση με την πολιτική, παρά την ηχηρή ήττα του το 2023. Δεδομένης της απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις δύο διασπάσεις που ακολούθησαν τις δύο εκλογές ηγεσίας μέσα σε δύο χρόνια, o Αλέξης Τσίπρας έχει κάθε λόγο να κατευθύνει την ανάγκη του για εμπλοκή στα πολιτικά πράγματα σε έναν νέο πολιτικό σχηματισμό. Όμως η ανάγκη του δεν φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τις διαθέσεις των πολιτών, οι οποίοι συνεχίζουν να αποδίδουν στον πρώην πρωθυπουργό δύο βαριά αρνητικά χαρακτηριστικά: προχειρότητα και ασυνέπεια. Η δημόσια παρουσία του τον τελευταίο χρόνο, μέσω του Ινστιτούτου του, δεν έχει στοχεύσει στην ανατροπή της κυρίαρχης άποψης περί των δύο χαρακτηριστικών αυτών γνωρισμάτων του, αλλά απλώς στην παρουσίαση ενός μετριοπαθούς ηγέτη με διεθνείς επαφές. Όμως ο Αλέξης Τσίπρας κρίνεται από την κοινή γνώμη για το παρελθόν του, όχι για το μέλλον του. Και για αυτό ο σχεδιασμός της δημόσιας παρουσίας του δεν παράγει αποτελέσματα.
Ισχύουν τα ίδια και για τον Αντώνη Σαμαρά; Πιστεύετε ότι η προοπτική ενός νέου κόμματος, υπό την ηγεσία του, αν τελικά προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, θα ήταν και αυτή περιορισμένη;
Ο Αντώνης Σαμαράς διαθέτει αποδεδειγμένα ένα τεράστιο πολιτικό πείσμα και ένα εμπεδωμένο πλέον βίωμα σύγκρουσης με την οικογένεια Μητσοτάκη. Συνδυαστικά, τα δύο αυτά στοιχεία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τον οδηγήσουν στην απόφαση της ίδρυσης ενός νέου κόμματος. Εκτιμώ ότι και ο Αντώνης Σαμαράς κρίνεται από την κοινή γνώμη για το παρελθόν του, όχι για το μέλλον του. Και στο παρελθόν του περιλαμβάνονται πολλές πολιτικές πράξεις που εκλαμβάνονται από την κοινή γνώμη ως αμαρτίες: η «αποστασία» του 1993, η αντι-μνημονιακή περίοδος των Ζαππείων, η σκληρή μνημονιακή στροφή που συνόδευσε την πρωθυπουργοποίησή του, η άρνησή του να αποχωρήσει από την ηγεσία της ΝΔ μετά την ήττα του Ιανουαρίου 2015. Πρόκειται για πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα που συσσωρεύουν όμως από κοινού ένα βαρύ αρνητικό φορτίο για τον πρώην πρωθυπουργό. Αν λάβει κανείς υπόψη του και τον φετιχισμό της σημερινής κοινωνίας για τη νιότη των πολιτικών ηγεσιών, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι και η προοπτική του «κόμματος Σαμαρά» είναι περιορισμένη.
Υπό αυτές τις μάλλον αρνητικές συνθήκες για τα υπό συζήτηση νέα κόμματα, θα περίμενε κανείς ότι το ΠΑΣΟΚ θα έκανε το άλμα, σε βάρος της κυβέρνησης της ΝΔ. Γιατί εκτιμάτε ότι δεν τα καταφέρνει; Είναι πρόβλημα ηγεσίας, στρατηγικής ή κάτι άλλο;
Σε συνθήκες μεταβλητότητας του πολιτικού σκηνικού, και παράλληλης δυσφορίας με την κυβέρνησή τους, οι πολίτες αναζητούν επιτακτικά την πληροφορία για την ισχύ των διεκδικητών της εξουσίας. Αναζητούν δηλαδή τη δημοσκοπική πληροφορία. Οι σταθερά χαμηλές πτήσεις του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις του σήμερα λοιπόν το κρατούν καθηλωμένο και στις μετρήσεις του αύριο. Υπό αυτήν την έννοια, η ανησυχία που εξέφρασε ο Παύλος Γερουλάνος με τη δήλωσή του για «τη βελόνα που θα πρέπει να κουνηθεί μέσα στους επόμενους δύο μήνες» ήταν δίκαιη. Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι ένα κομμάτι της ερμηνείας της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να διευρύνει την απήχησή του, όμως δεν εξηγεί την αρχική χαμηλή πτήση. Αυτή θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο αιτίες. Κατά πρώτον, στο βαθύ τραύμα που δημιούργησε η ένταξη του ΠΑΣΟΚ στο μνημονιακό στρατόπεδο σε προνομιακά για το ίδιο κοινά των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, ένα τραύμα που δεν φαίνεται να έχει επουλωθεί και που αποδεικνύεται ότι δεν σχετίζεται με το ουσιαστικό τέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά δεύτερον στην αδυναμία του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως μαγνήτης για το ΠΑΣΟΚ, σε μια εποχή απόλυτης προσωποποίησης της πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο υποθετικό σενάριο αλλαγής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ πριν από τις επόμενες κάλπες, το ΠΑΣΟΚ υπό τον Παύλο Γερουλάνο συγκεντρώνει ποσοστό 30% πιο αυξημένο από αυτό που καταγράφεται υπό τις πραγματικές συνθήκες ηγεσίας του Νίκου Ανδρουλάκη για το κόμμα.
Εκτός από την περίπτωση του Παύλου Γερουλάνου, υψηλή δημοτικότητα καταγράφεται και για τον Νίκο Δένδια. Πιστεύετε ότι τα δύο αυτά πρόσωπα θα είναι οι επόμενοι πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής;
Πράγματι, το αντίστοιχο υποθετικό σενάριο αλλαγής της ηγεσίας της ΝΔ πριν από τις επόμενες κάλπες δίνει στη ΝΔ υπό τον Νίκο Δένδια ποσοστό 15% πιο αυξημένο από αυτό που καταγράφεται σήμερα υπό τις πραγματικές συνθήκες ηγεσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας εμφανίζει ένα πιο διευρυμένο -και προς τα δεξιά και προς το κέντρο- ακροατήριο και ωφελείται αυτήν τη στιγμή από το γεγονός ότι προβάλλεται ως βασική εναλλακτική έναντι ενός αρχηγού που συσσωρεύει αρνητικό φορτίο, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος, όσο και στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Η περίπτωση του Παύλου Γερουλάνου ομοιάζει ως προς το γεγονός ότι και αυτός εμφανίζει ένα πιο διευρυμένο -και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά- ακροατήριο, αλλά δεν προβάλλεται ως βασική εναλλακτική του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. Συνεπώς, δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι «το ζευγάρι των επόμενων πρωταγωνιστών». Πάντως η αυξημένη δημοφιλία των δύο αυτών προσώπων μαρτυρά την προτίμηση του εκλογικού ακροατηρίου σε ηπιότερο λόγο και μετριοπαθέστερες παρουσίες. Ωστόσο, και οι δύο συνεχίζουν να έχουν ένα σημαντικό ελάττωμα: ανήκουν στο «συμβατικό» πολιτικό προσωπικό, ενώ οι ψηφοφόροι αναζητούν μετ’ επιτάσεως φωνές εκτός του «συμβατικού» χώρου της πολιτικής.





























