Ορισμένες φορές το νόημα των πολιτικών εξελίξεων είναι τόσο καθαρό που ακόμα και η πιο ισχυρή προπαγάνδα δεν μπορεί να το διαστρεβλώσει. Τις προηγούμενες ημέρες ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της κυβέρνησης κινητοποιήθηκε με στόχο:
Α) Να μειώσει τη σημασία της ακύρωσης της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Β) Να υποβαθμίσει τα κέρδη της Τουρκίας από τη συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στον Λευκό Οίκο.
Η εικόνα ήταν καθαρή
Ωστόσο, παρά τα τεράστια μέσα που διαθέτει, η κυβερνητική προπαγάνδα δεν μπόρεσε να πείσει. Η εικόνα μίλησε από μόνη της. Την ώρα που η θερμή συνάντησή του με τον Τραμπ γινόταν πρώτη είδηση σα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, ο Ερντογάν δεν θεώρησε ότι υπήρχε πιεστικός λόγος να συναντήσει τον Μητσοτάκη. Την ώρα που η Τουρκία εμφανίζεται να αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, η Ελλάδα μοιάζει να παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις -είναι χαρακτηριστικό ότι στη Νέα Υόρκη ο Μητσοτάκης δεν είχε καμία συνάντηση μείζονος βαρύτητας.
Πλέον, δια της μεθόδου των διαρροών στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, η κυβέρνηση παραδέχεται εμμέσως ότι η εξωτερική πολιτική της βρίσκεται σε στρατηγικό τέλμα και πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Πρόκειται για δικαίωση της κριτικής που έχουμε συστηματικά ασκήσει από τις στήλες του Dnews, όταν οι περισσότεροι αναπαρήγαγαν άκριτα τα κυβερνητικά αφηγήματα και κάποιοι άλλοι άφηναν την εξωτερική πολιτική εκτός της ατζέντας της αντιπολιτευτικής κριτικής.
Οι επιλογές που δεν βγήκαν
Το στρατηγικό κενό στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική εξωτερική πολιτική, αποτελεί το αποτέλεσμα της αποτυχίας 4 βασικών επιλογών του Μαξίμου. Συγκεκριμένα:
1. Τα «ήρεμα νερά». Μόνο οι άνοες εμποράκοι του πατριωτισμού (παριστάνουν ότι) δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της αποφυγής της έντασης στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση ορθώς λοιπόν έθεσε ως προτεραιότητα την ύφεση στις σχέσεις με την Τουρκία. Όταν όμως αυτή η προσπάθεια δεν συνοδεύεται από έναν οδικό χάρτη με ορίζοντα τη Χάγη, τα οφέλη της είναι πρόσκαιρα. Από τη μια μεριά, είναι εύθραυστη η ηρεμία που επιτυγχάνεται, και από την άλλη, η Τουρκία βελτιώνει την εικόνα της στη Δύση, χωρίς να κάνει ουσιαστικές κινήσεις ειρήνης, όπως θα ήταν η άρση του Casus Belli. Η ομηρία του πρωθυπουργού από τη σκληρή Δεξιά της δωρεάν εθνικής πλειοδοσίας υπέσκαψε τελικά την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής του.
2. Η ταύτιση με τον Μπάιντεν. Πρόκειται για επιλογή στην οποία έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα. Το Μαξίμου επιδεικνύοντας εντυπωσιακή απρονοησία, ταυτίστηκε με τη διοίκηση Μπάιντεν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ουκρανία. Για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση καλλιέργησε μονομερώς τη σχέση της με το ένα Αμερικανικό κόμμα, αδιαφορώντας για το άλλο. Το αποτέλεσμα είναι προφανές. Η Αθήνα δεν έχει σήμερα σοβαρούς διαύλους με τον Λευκό Οίκο, κάτι που φαίνεται άλλωστε από την αδυναμία Μητσοτάκη να κλείσει συνάντηση με τον Τραμπ καθώς και από τη μεγάλη καθυστέρηση της τοποθέτησης της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκιλφόιλ -που δεν οφείλεται μόνο στο κοινοβουλευτικό «κατενάτσιο» των Δημοκρατικών.
3. Οι συνεργασίες με το Ισραήλ και τη Γαλλία. Οι συνεργασίες με το Ισραήλ και τη Γαλλία παρουσιάστηκαν από τον κυβερνητικό προπαγανδιστικό μηχανισμό ως στρατιωτικές συμμαχίες που αλλάζουν το συσχετισμό ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Πριν αλέκτορα φωνήσαι, η ιστορία του καλωδίου απέδειξε το αυτονόητο: Κανένα κράτος δεν μπαίνει σε καβγάδες για λογαριασμό άλλο κράτους. Σε ό,τι αφορά δε το Ισραήλ, η συνεχιζόμενη ταύτιση της Ελλάδας μαζί του την ώρα που αυτό απομονώνεται διεθνώς, πέρα από το μεγάλο ηθικό ζήτημα που δημιουργεί, προκαλεί και σοβαρά προβλήματα στην ελληνική διπλωματία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις Αραβικές χώρες της Μεσογείου.
4. Με το βλέμμα στο εσωτερικό ακροατήριο. Η κυβέρνηση σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει ότι κάνει εξωτερική πολιτική με το βλέμμα στο εσωτερικό ακροατήριο -το πάγωμα της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτή η επιλογή δεν οδηγεί μόνο σε εσφαλμένες επιλογές λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους. Εξίσου σημαντική είναι και η χωρίς μέτρο χρήση της επικοινωνίας, η οποία εντέλει γυρίζει μπούμερανγκ. Αν η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν δεν είχε ανακοινωθεί με τυμπανοκρουσίες, η ακύρωσή της δεν θα είχε τόσο αρνητικές επιπτώσεις. Πέρα από την καλλιέργεια ανεδαφικών προσδοκιών, η υπερβολική επικοινωνία κλονίζει την εμπιστοσύνη στην ελληνική διπλωματία.
Χωρίς σχέδιο
Από τη στιγμή που οι μεγάλες επιλογές της κυβέρνησης «δεν βγήκαν», η εξωτερική πολιτική οδηγήθηκε σε στρατηγικό τέλμα. Είναι φανερό ότι απαιτείται ένα καινούργιο συνεκτικό σχέδιο για να αντιμετωπιστεί η δύσκολη κατάσταση που προκύπτει από την αναβάθμιση της Τουρκίας, την πολιτική Τραμπ και τη γενικευμένη γεωπολιτική αποσταθεροποίηση. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει αυτό το σχέδιο και δεν δείχνει να έχει τη νηφαλιότητα να το διαμορφώσει.





























