Με το τέλος της ψηφοφορίας στη Bουλή και την παραπομπή του κ.Καραμανλή κλείνει κατά ένα μεγάλο μέρος (εκκρεμεί η «fast track» προκαταρκτική επιτροπή κατά το «μοντέλο Τριαντόπουλου») το κοινοβουλευτικό σκέλος της υπόθεσης του εγκλήματος των Τεμπών.
Μόνο στην απίθανη περίπτωση, που προκύψουν νέα στοιχεία, θα ανοίξει ξανά ο φάκελος και μόνο σε περίπτωση, που εμπλακούν ξανά νέα πολιτικά πρόσωπα για άλλα αδικήματα, αν και εφόσον το κρίνουν οι ανώτατοι δικαστές του δικαστικού συμβουλίου(πράγμα μάλλον απίθανο).
Συμπέρασμα πρώτο
Η υπόθεση του εγκλήματος των Τεμπών δεν αναδείχθηκε, ούτε γιατί η δικαιοσύνη έκανε σωστά τη δουλειά της(ο ανακριτής έβαζε συνεχώς εμπόδια στα αιτήματα των συγγενών, τα βίντεο από τις κάμερες «ανακαλύφθηκαν» 2 χρόνια μετά, ο εισαγγελέας δεν ασχολήθηκε με το μπάζωμα του χώρου τις πρώτες ώρες κλπ.) ούτε γιατί υπήρξε η πολιτική βούληση για να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση και να αποδοθεί δικαιοσύνη (συνέβη το αντίθετο βλ. εξεταστική επιτροπή, προανακριτική επιτροπή για 717, δηλώσεις ότι «τα Τέμπη κρίθηκαν με το 41%», fast track προανακριτική κλπ.). Η υπόθεση έμεινε ζωντανή, γιατί μια χούφτα συγγενείς με επικεφαλής την Μαρία Καρυστιανού ξεπέρασαν τα βιολογικά ανθρώπινα όρια και απέδειξαν, ότι δεν γίνεται το δίκιο να υποχωρεί μπροστά στο άδικο. Το αίσθημα της αδικίας ήταν εκείνο που παρακίνησε εκατομμύρια πολίτες να βγουν στους δρόμους και να ταρακουνήσουν το «καθεστώς Μητσοτάκη» που φάνηκε πόσο ευάλωτο και εύθραυστο είναι μπροστά στην παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει ο μεγάλες συγκεντρώσεις, κανείς δεν θα ασχολούνταν σήμερα με τα Τέμπη.
Συμπέρασμα δεύτερο
Η κοινωνική αντιπολίτευση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται με την μάχη ενάντια στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, φούντωσε με την υπόθεση των Τεμπών και αναζήτησε πολιτική έκφραση. Δυστυχώς, κανένας από τους υφιστάμενους κομματικούς σχηματισμούς δεν υπήρξε σε θέση να αντιστοιχηθεί με μια κοινωνία, που ζητούσε πολιτική διέξοδο. Για άλλη μια φορά η κοινωνία βρέθηκε μπροστά από τα κόμματα, τα οποία αποδείχθηκε, ότι ήταν πολύ κατώτερα των περιστάσεων. Αντί ο προοδευτικός χώρος να συσπειρωθεί, να συζητήσει, να αποκτήσει κοινό βηματισμό και συντονισμό, να αμφισβητήσει με πράξεις το καθεστώς Μητσοτάκη, επιδόθηκε σε ένα ανέξοδο κομματικό ανταγωνισμό για το ποιος θα διεκδικήσει μικροπολιτικά οφέλη. Η βιασύνη δε ορισμένων, να φανούν προς τα έξω επισπεύδοντες, είτε ως προς την «θεσμικότητα» είτε ως προς την «ριζοσπαστικότητα» αποδείχθηκε καταστροφική. Τα ίδια κόμματα μάλιστα, έφτασαν τις τελευταίες ημέρες, να μέμφονται την Μαρία Καρυστιανού για τις πρωτοβουλίες της. Όταν παρακινούσε τις μάζες τον χειμώνα την επικροτούσαν, αλλά τώρα ξαφνικά «αγκαλιάστηκε με την ακροδεξιά» και «ήθελε να πολιτευτεί» ή «είναι ψεκασμένη». Πριν ορισμένοι κατηγορήσουν την Καρυστιανού για λάθος επιλογές, καλό θα ήταν να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Η αλήθεια είναι, ότι τα προοδευτικά κόμματα φοβήθηκαν την Καρυστιανού γιατί ήξεραν, ότι δεν μπορούν να την ελέγξουν και γιατί η υπόθεση αυτή ξεπερνούσε τις εν πολλοίς συμβιβασμένες κομματικές γραφειοκρατίες, που επιδόθηκαν σε ένα αγώνα «συστημισμού». Περισσότερο όμως φοβήθηκαν ότι τα Τέμπη θα αμφισβητούσαν το παλιό πολίτικό σύστημα(των ίδιων συμπεριλαμβανομένων). Αντί τα προοδευτικά κόμματα να κοιτάξουν τα χάλια τους, που δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν στα προφανή πετάνε το ανάθεμα σε μια χαροκαμένη μάνα, φτάνοντας στο σημείο να ισχυριστούν, ότι εκείνη ευθύνεται που τα πράγματα δεν πήραν καλή τροπή. Τι ντροπή αλήθεια!
Συμπέρασμα τρίτο
Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, να μιλήσει για τις πραγματικές αιτίες τους εγκλήματος. Βεβαίως ο Καραμανλής υπήρξε ο βασικός υπεύθυνος, ως ο αρμόδιος υπουργός που τολμούσε και κουνούσε το δάχτυλο και πρέπει να τιμωρηθεί. Όμως στην ομιλία-απολογία του «ξεβράκωσε» διαχρονικά μαζί με τον εαυτό του και όλο το πολιτικό σύστημα και τις επιλογές του για το σιδηρόδρομο, σε συνδυασμό με την χρεωκοπία της χώρας και την μνημονιακή υπαγωγή, που παράγει θανατηφόρα αποτελέσματα. Είπε ο κ.Καραμανλής ενδιαφέροντα πράγματα: Είπε ότι ο ΟΣΕ έχασε το μισό προσωπικό του το 2010 (πρώτο μνημόνιο το 2010), ότι στην ΕΕ μόνο το 14% των τρένων λειτουργεί με βάση τα προβλεπόμενα συστήματα ασφαλείας(προφανώς για να προκύπτουν τα «ματωμένα» κέρδη), ότι οι ανεξάρτητες αρχές συστήνονται για να μην υπάρχει πολιτική λογοδοσία(βλ. ΡΑΣ), ότι οι υπουργοί είναι για να κόβουν κορδέλες, ότι οι πολίτες είναι παρατημένοι στη μοίρα ενός χρεωκοπημένου - σε όλα τα επίπεδα- κράτους (failed state) και άλλα πολλά. Η χρεωκοπία του παλιού πολιτικού συστήματος μα και η χρεωκοπία της χώρας με τους αυτουργούς, είναι συνυπεύθυνοι για το έγκλημα των Τεμπών. Λίγη αυτοκριτική από όλους δεν βλάπτει, αν θέλουμε να πάμε παρακάτω.
Συμπέρασμα τέταρτο
Τα συμμερίζεται όλα αυτά η ελληνική κοινωνία; Ας κοιταχθούμε ξανά στο δικό μας καθρέφτη, ως πολίτες και ας παραδεχτούμε ότι όλα αυτά τα γνωρίζαμε, αλλά όταν έπρεπε δεν σηκωθήκαμε από τον καναπέ μας και παρακολουθήσαμε αμέτοχοι, ωσάν να μην μας αφορά. Μετά ανακαλύψαμε εμβρόντητοι, ότι και «το δικό μας παιδί θα μπορούσε να είναι στο τρένο». Έχουμε και εμείς ως κοινωνία μερίδιο ευθύνης που δεν αντιδράσαμε ή τους αφήσαμε να δρουν ανενόχλητοι. Η ψήφος είναι σφαίρα. Άλλωστε κρίση δεν είναι μόνο οικονομική και κοινωνική. Είναι πάνω από όλα αξιακή.
Συμπέρασμα πέμπτο
Η πατρίδα χρειάζεται μια «τομή» ιστορική-εθνική-αξιακή-κοινωνικοπολιτική. Απαιτείται να υπάρξει μια γενικευμένη συζήτηση για το ποιοι είμαστε, που θέλουμε να πάμε και με ποιο σχέδιο θα το επιτύχουμε. Η κυβέρνηση της ΝΔ αποτυγχάνει σε όλα τα επίπεδα και οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή. Αν συμφωνήσουμε αρκετοί σε αυτό, τότε οφείλουμε να «χρωματίσουμε» και να ορίσουμε την ανατροπή του καθεστώτος Μητσοτάκη αλλά και να αντιπροτείνουμε ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Η συζήτηση αυτή περιλαμβάνει και τα υφιστάμενα κόμματα, υπό την προϋπόθεση της αυτοκριτικής, του επαναπροσδιορισμού και της επανατοποθέτησης στον άξονα πρόοδος-συντήρηση με βάση τα πραγματικά, σημερινά προβλήματα. Περιλαμβάνει κάθε συλλογική έκφραση της κοινωνίας, κάθε πολίτη που λέει ένα μεγάλο «ως εδώ». Η ανατροπή δεν θα γίνει σήμερα, ούτε κα αύριο. Θα είναι μια μακρά περίοδος αναστοχασμού, αξιολόγησης και δράσης. «Μα εμείς θέλουμε να διώξουμε το Μητσοτάκη χθες!» θα πουν οι γνωστοί ανόητοι, που θέλουν να διώξουν το Μητσοτάκη αλλά όχι τις δεξιές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές που γεννούν κάθε μέρα νέα «Τέμπη» και έχουν ριζώσει για τα καλά στην εκφασισμένη ελληνική κοινωνία. Είναι οι γνωστοί υποκριτές, που στο επόμενο δυστύχημα (γιατί είναι βέβαιο ότι θα προκύψει τέτοιο) θα φροντίζουν να πετάξουν τις ευθύνες στον διπλανό και στον απέναντι, όχι όμως στον εαυτό τους. Έτσι όμως δεν προχωρούν οι κοινωνίες.
Τέλος, μιας και συμπληρώθηκαν 50 χρόνια μεταπολίτευσης, ας μην ξεχνάμε ότι μια κοινωνία σε αναβρασμό (1974), άρα μια διεκδικητική κοινωνία ήταν εκείνη, που πίεσε κόμματα και θεσμούς να οικοδομήσουν κάθε θετική κατάκτηση της πρόσφατης ιστορίας μας. Χαρισματικές προσωπικότητες υπήρξαν. Ήρωες «τρία μέτρα ψηλοί» και μάγοι με ραβδιά δεν υπήρξαν. Υπήρξαν αγωνιστές, καθημερινοί άνθρωποι και ανήσυχα πνεύματα, που δεν συμβιβάστηκαν με «λιγότερο ουρανό». Ίσως να χρειαζόμαστε κάτι αντίστοιχο. Για να το επιτύχουμε όμως, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Το πρώτο βήμα για να λύσεις το πρόβλημα είναι να το διαπιστώσεις και το δεύτερο, να έχεις την βούληση να το αλλάξεις.
Θέλουμε; Αντέχουμε; Μπορούμε;
ΥΓ: Όποιος χαρίζει την κα. Καρυστιανού στην ακροδεξιά και στον λαϊκισμό είναι πολιτικά επικίνδυνος και δεν έχει ιδέα τι συνέβη στα μεγάλες συγκεντρώσεις του χειμώνα. Χρωστάμε ήδη ως κοινωνία ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαρία Καρυστιανού.
(O Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος - Εργατολόγος)



























