Αναφερόμενος στη σημασία του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, ο κ. Λιάκουρας εξήγησε πως η διαδικασία αυτή ξεκίνησε ύστερα από ένα πάγιο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήδη από το 2011. Όπως τόνισε, «η τότε Επίτροπος Αλιείας, Μαρία Δαμανάκη, είχε ζητήσει να γνωστοποιηθούν τα όρια της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ώστε να είναι σαφές πού εφαρμόζεται η Κοινή Αλιευτική Πολιτική της Ε.Ε. και ποιοι έχουν δικαίωμα να εκμεταλλεύονται συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές».
Ωστόσο, όπως επεσήμανε, «η Ελλάδα δεν έχει ακόμη προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ενεργοποίησή της. Μέχρι σήμερα, παραμένουμε στο πλαίσιο των εκτιμώμενων ορίων, δηλαδή εκεί όπου θεωρούμε ότι εκτείνονται τα δικαιώματά μας — δικαιώματα που ισχύουν ήδη, αυτοδικαίως, ως προς την υφαλοκρηπίδα».
«Η οριοθέτηση ΑΟΖ απαιτεί συμφωνία — δεν επιβάλλεται μονομερώς»
Στην ερώτηση αν ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός ισοδυναμεί με οριοθέτηση ΑΟΖ, ο καθηγητής ήταν σαφής: «Όχι, βέβαια. Η οριοθέτηση της ΑΟΖ δεν μπορεί να γίνει μονομερώς ούτε επειδή το επιθυμεί ένα κράτος. Απαιτείται συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, οι οποίες συχνά έχουν αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις, καθώς η απόσταση μεταξύ των ακτών τους είναι μικρότερη από τα 400 ναυτικά μίλια που επιτρέπουν την πλήρη εφαρμογή της ΑΟΖ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η οριοθέτηση καθορίζεται είτε μέσω διακρατικής συμφωνίας είτε, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, μέσω παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο διεθνές όργανο».
«Η συνέχεια του διαλόγου εξαρτάται από Ελλάδα και Τουρκία»
Τέλος, ο κ. Λιάκουρας απάντησε στο ερώτημα αν ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός μπορεί να αποτελέσει αφετηρία ή βάση για τη συνέχιση του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των δύο πλευρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας».





























