Η κυβερνητική ρητορική χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη πρωτοβουλία "εμβληματική" και επιχειρεί να την επικοινωνήσει ως μείζονα μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού» τον οποίο διακηρύττει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως κεντρικό στόχο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας της ΝΔ.
Ταυτόχρονα την εμφανίζει ως κατεξοχήν "προοδευτική μεταρρύθμιση" κατηγορώντας μάλιστα ως «αναχρονιστές» όχι μόνο όσους διαφωνούν με την άρση του υφιστάμενου " κρατικού μονοπωλίου" στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά ακόμη και εκείνους που μπορεί να συμφωνούν με την προοπτική αναθεώρησης του άρθρου 16 αλλά δεν αποδέχονται την επιχειρούμενη "παράκαμψή" του στο όνομα της «διόρθωσης μίας εκπαιδευτικής ανορθογραφίας».
Μετά από έναν πολιτικά δύσκολο μήνα για την κυβέρνηση της ΝΔ ο οποίος περιλάμβανε την εσωκομματική δοκιμασία και τις 52 διαρροές για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, το επικριτικό για πολλές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής "μανιφέστο" του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, τις μεγαλύτερες εδώ και πολλά χρόνια αγροτικές κινητοποιήσεις, καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που για πρώτη φορά θέτει ζητήματα για την χώρα μας όσον αφορά το κράτος δικαίου, το Μέγαρο Μαξίμου αναζητά στην ουσία... μεταρρυθμιστική διέξοδο μέσω του συγκεκριμένου νομοσχεδίου.
Το επικοινωνεί μάλιστα ως ώριμο αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί μία αμφισβητούμενη από πολλές πλευρές- τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο- κυβερνητική πρωτοβουλία.
Η ευρεία αποδοχή που επικαλείται η κυβέρνηση δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το εύρος των αντιδράσεων που σημειώνονται στον χώρο της εκπαίδευσης, ούτε από τις διαθέσεις της κοινωνίας όπως αυτές αποτυπώνονται και στις δημοσκοπήσεις, σε κάποιες από τις οποίες έχει φανεί ξεκάθαρα ότι οι απόψεις των πολιτών περίπου δυίστανται.
Είναι σαφές πάντως ότι παρά τον έντονο αντίλογο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, το ζήτημα αυτό ενεργοποιεί στο εσωτερικό της ΝΔ αντανακλαστικά συσπείρωσης στη βάση μίας κυβερνητικής "μεταρρυθμιστικής ατζέντας".
Το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει σε αυτό μετά από μια περίοδο εσωκομματικών διαφοροποιήσεων που πριν κορυφωθούν με το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο είχαν εκδηλωθεί και στην τροπολογία για τις άδειες διαμονής σε μετανάστες εργαζόμενους, καθώς και στην ανοιχτή διαφωνία Σαμαρά για την πολιτική επαναπροσέγγισης με την Τουρκία.
Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης υπέρ του νομοσχεδίου βασίζεται μεταξύ άλλων και σε μία επικοινωνιακή "καταιγίδα" που επιδιώκει να δημιουργήσει συνειρμούς περί αναμονής κορυφαίων ξένων πανεπιστημίων να δραστηριοποιηθούν στην χώρα μας, κάτι που δεν μπορούν, με τις σημερινές συνθήκες, να πράξουν. Χωρίς ωστόσο να προκύπτει μέχρι στιγμής από κάπου συγκεκριμένα ότι υφίσταται τέτοιο δυνητικό ενδιαφέρον.
Κρίσιμο παράγοντα στην συζήτηση αποτελεί και το γεγονός ότι ενώ το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων μπορεί να διευθετηθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο με αναθεώρηση του άρθρου 16, η συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία επιδιώκει να ανοίξει τον δρόμο στη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων χωρίς αναθεώρηση, στο πλαίσιο του "ενωσιακού δικαίου" προκαλώντας ισχυρό αντίλογο και στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας.
Εξάλλου, αν και η αναθεώρηση του άρθρου 16 αποτελεί πράγματι πάγια προγραμματική θέση της ΝΔ, δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο και για την συγκεκριμένη διαδικασία λειτουργίας παραρτημάτων μη κρατικού, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Δεν γίνεται αναφορά γι' αυτήν ούτε στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ το οποίο μιλά για " συνταγματική αναθεώρηση που θα απελευθερώσει κοινωνικές δυνάμεις και θα εκσυγχρονίσει αναχρονιστικές διατάξεις (πχ άρθρο 16 για λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ.)".
Το συγκεκριμένο ζήτημα ανέκυψε κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τονίσει πως "οι διακρατικές συμφωνίες του άρθρου 28 του Συντάγματος προσφέρουν σήμερα τη δυνατότητα, με την ευθύνη της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, να υπάρξει αναγνώριση ξένων πανεπιστημίων που θα ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα".