Η χθεσινή ανακοίνωση κατά την συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου αποτέλεσε έκπληξη όχι μόνο γιατί το Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε προϊδεάσει για μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και το αντίθετο.
Και τούτο διότι κατά την ομιλία του στην Βουλή τον περασμένο Ιούλιο, στην συζήτηση για την άρση όλων των εμποδίων για την ψήφο των αποδήμων από τον τόπο διαμονής τους, ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει μεν ανοιχτός στην έναρξη συζήτησης και για επιστολική ψήφο, θέτοντας όμως ως χρονικό ορίζοντα για να καταστεί αυτό δυνατό τις επόμενες εθνικές εκλογές καθώς είχε αναφέρει τότε πως «δεν θα είμαστε σίγουρα έτοιμοι πριν από τις ευρωεκλογές για ένα τέτοιο βήμα».
Το πρόβλημα της αυξανόμενης αποχής, όπως αποτυπώθηκε στη συνέχεια και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ήταν εκείνο που μέτρησε ιδιαίτερα για το Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου να δοθεί εντολή για επίσπευση της και ο κύβος ερρίφθη για την ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας μόλις διαπιστώθηκε πως ήταν εφικτή η ολοκλήρωση της αναγκαίας τεχνικής προετοιμασίας για την διασφάλιση της επιτυχούς εφαρμογής της στις προσεχείς ευρωεκλογές.
Ο προσανατολισμός της ΝΔ υπέρ της προοπτικής επιστολικής ψήφου είχε διατυπωθεί βέβαια και από την αρχή της πρώτης κυβερνητικής θητείας όταν έγινε με ευρύτατη πλειοψηφία στην Βουλή το πρώτο βήμα για την ψήφο των αποδήμων από τον τόπο κατοικίας τους, χωρίς να έχουν ωριμάσει όμως οι συνθήκες για να εξελιχθεί και σε άλμα.
Η επιστολική ψήφος θα ισχύσει μόνο για τις ευρωεκλογές και τα εθνικά δημοψηφίσματα, όλοι αντιλαμβάνονται όμως ότι ο βαθμός ανταπόκρισης των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές θα αποτελέσει βαρόμετρο και για τις εθνικές κάλπες. Και ήδη ο ίδιος ο πρωθυπουργός μίλησε χθες για πρώτο βήμα «ώστε το νέο αυτό δικαίωμα να ισχύσει και στις επόμενες εθνικές εκλογές».
Μεγάλο ζητούμενο αυτής της πρωτοβουλίας- που στην κυβέρνηση τονίζουν ότι εναρμονίζει και την Ελλάδα με κάτι που εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες και θεωρούν ότι ενισχύει περαιτέρω το μεταρρυθμιστικό προφίλ του κ. Μητσοτάκη- είναι η αύξηση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία.
Σε ότι αφορά τους εντός χώρας εκλογείς η επιστολική ψήφος θα διευκολύνει υπερήλικες, ασθενείς, άτομα με αναπηρία, αλλά και νέους που δουλεύουν σεζόν. Και προφανώς δεν είναι καθόλου τυχαία και πολιτικά η αναφορά του πρωθυπουργού σε αυτούς καθώς η ΝΔ είχε κατηγορηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εθνικές εκλογές ότι δεν έδινε την δυνατότητα σε χιλιάδες νέους εργαζόμενους να ψηφίσουν στους τόπους που δουλεύουν ως εποχικοί εργαζόμενοι.
Η επιστολική ψήφος θα διευκολύνει επίσης μαθητές Γ' Λυκείου και φοιτητές καθώς οι ευρωεκλογές θα διεξαχθούν στις 9 Ιουνίου, εν μέσω πανελλαδικών εξετάσεων και εξεταστικής περιόδου των ΑΕΙ.
Αναφορικά με τους εκτός Ελλάδος εκλογείς, που θα ψηφίζουν μόνο με επιστολική, προσδοκία είναι να υπάρξει πολύ σημαντική αύξηση της συμμετοχής η οποία, παρά την ρύθμιση του 2019 για ψήφο από τον τόπο κατοικίας με σημαντικούς όμως περιορισμούς, κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα στις προηγούμενες εθνικές εκλογές καθώς στα εκλογικά τμήματα του εξωτερικού γράφτηκαν μόλις 25.000 ψηφοφόροι.
Οι περιορισμοί αυτοί έχουν ήδη αρθεί από τον περασμένο Ιούλιο.
Το παρασκήνιο πίσω από τις αποφάσεις για σταυρούς και περιφέρειες
Συζήτηση έγινε το προηγούμενο διάστημα και σε ότι αφορά το θέμα του σταυρού προτίμησης ο οποίος επελέγη τελικά από τον πρωθυπουργό διότι πιστεύει- όπως τόνισε- ότι «τον πρώτο λόγο στην εκλογή κάθε εθνικού αντιπροσώπου, είτε μιλάμε για το εθνικό Κοινοβούλιο είτε μιλάμε για την Ευρωβουλή, πρέπει τελικά να τον έχει ο πολίτης, όχι ο αρχηγός κάθε παράταξης μέσω μιας λίστας προ-διορισμένων βουλευτών που ουσιαστικά θα επιλέγει ο ίδιος».
Εφτά μήνες νωρίτερα, πριν τις εθνικές εκλογές και ενώ βρισκόταν στο προσκήνιο τότε η υπόθεση του ευρωβουλευτή, Αλέξη Γεωργούλη, ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε σε προεκλογική τηλεοπτική συνέντευξη στον Alpha πως πιστεύει ότι «πρέπει να αλλάξουμε το εκλογικό σύστημα» και προσέθετε:
«Αυτή θα είναι η εισήγησή μου τουλάχιστον, και η πρότασή μου μετά τις εκλογές. Να γυρίσουμε πάλι σε λίστα, όπως έχουμε λίστα ουσιαστικά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, και να έχει ο αρχηγός του κάθε κόμματος την ευθύνη να στείλει στην Ευρωβουλή πρόσωπα τα οποία ο ίδιος θα επιλέγει μεν και θα έχει το βάρος της ευθύνης του, αλλά δεν θα δεσμεύεται από την αναγνωρισιμότητα ή από το «star system» ή από άλλα χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει κάποιος να έχει αν θέλει να εκλεγεί σε ένα ψηφοδέλτιο πανελλαδικής εμβέλειας».
Την οριστική απόφασή του για διατήρηση του σταυρού προτίμησης την είχε ανακοινώσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη διάρκεια της συνέντευξης τύπου στην ΔΕΘ και είχε μείνει ανοιχτό τότε μόνο το ενδεχόμενο διαίρεσης της επικράτειας σε περιφέρειες, πρόταση που επίσης δεν υιοθετήθηκε. Και τούτο, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός, διότι «είναι η χώρα συνολικά που στέλνει τους εκπροσώπους στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο και συνεπώς, τα κριτήρια πρέπει να είναι εθνικά και μακριά από τοπικές φωνές ή τοπικές ιδιαιτερότητες και με κυρίαρχο στόχο να γίνεται ολοένα και πιο δυνατή η φωνή της πατρίδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Το πολιτικό στοίχημα της κυβέρνησης
Μέσα από την εισήγησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε και την επιλογή του κυβερνώντος κόμματος να προσδώσει ισχυρό πολιτικό περιεχόμενο στις κάλπες των ευρωεκλογών βάζοντας ψηλά τον πήχη για την ίδια τη ΝΔ η οποία διαμορφώνει ήδη στρατηγική αποτροπής της χαλαρής ψήφου καθώς θα επιδιώξει να επιβεβαιώσει για τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο την πολιτική της κυριαρχία, πριν ξεκινήσει από κει και πέρα μία τριετία χωρίς κάλπες ως τις εθνικές εκλογές του 2027.
Η «εδραίωση της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, χωρίς αμφισβητήσεις που θα μπορούσαν να ναρκοθετήσουν την αναπτυξιακή της τροχιά», συνιστά άλλωστε και το πρώτο «στοίχημα» που θέτει η ΝΔ για τις ευρωεκλογές.
Το δεύτερο συνδέεται με την ενισχυμένη παρουσία ευρωβουλευτών της στο Ευρωκοινοβούλιο καθώς η ΝΔ ίδια η θεωρεί πως είναι η παράταξη που έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρνει απο τις διαπραγματεύσεις στην Ευρώπη τα περισσότερα οφέλη για την χώρα «σε όλα τα επίπεδα, από το μεταναστευτικό μέχρι το Ταμείο Ανάκαμψης και από τις αμυντικές της συμμαχίες, μέχρι την διεκδίκηση σημαντικών πρόσθετων πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία».