Εκατό χρόνια συμπληρώνονται τη Δευτέρα από την ίδρυση του «Θρύλου» του Πειραιά και της Ελλάδας, του Ολυμπιακού.
Ο Σπύρος Αλεξίου, συγγραφέας του καταπληκτικού βιβλίου «Ένας Θρύλος με εκατό πρόσωπα- 100 χρόνια Ολυμπιακός» (Εκδόσεις «Τόπος») μιλάει στο Dnews για όσα θέλετε να ξέρετε ακόμα και αν είστε οπαδοί άλλων ομάδων:
Ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου σας για τον Ολυμπιακό αναφέρεται στον Πειραιά. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η ξεχωριστή σύνδεση της πόλης με την ομάδα;
Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τη σκοπιμότητα της ίδρυσης, τη διαμόρφωση και την πορεία δημοφιλών αθλητικών συλλόγων –πρωτίστως ποδοσφαιρικών– χωρίς τη σύνδεση με την κοινωνία μέσα στην οποία συνέβησαν αυτά. Η περίπτωση του Ολυμπιακού συνιστά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτήν τη διαπίστωση. Ο Ολυμπιακός αποτελεί αυθεντικό γέννημα της κοινωνίας του Πειραιά, ταυτισμένος με αυτή σε βαθμό που κανένα άλλο δημοφιλές αθλητικό σωματείο στην Ελλάδα δεν ταυτίστηκε με τη γενέτειρα πόλη και δεν κυριάρχησε απόλυτα σε αυτήν.
Και η «γενέτειρα πόλη»; Πώς γεννήθηκε;
Ο Πειραιάς γεννήθηκε ως σύγχρονη πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα. Η γέννηση ήταν αποτέλεσμα του ορισμού της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας, μετά την εγκατάσταση του βασιλιά Όθωνα. Το σχέδιο των Βαυαρών τεχνοκρατών προέβλεπε τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους, άρα και μιας πανίσχυρης πρωτεύουσας, έδρας κάθε δραστηριότητας. Η ίδρυση του Πειραιά ως επίνειου της Αθήνας εξυπηρετούσε την αδήριτη ανάγκη της πρωτεύουσας του νέου Ελληνικού κράτους να συνδέεται με ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι.
Το μεγαλύτερο μέρος των μετακινήσεων πληθυσμών προς τον Πειραιά προήλθε από τα νησιά του Αργοσαρωνικού, των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου, καθώς και από περιοχές της ανατολικής Πελοποννήσου τη Μάνη. Οι εσωτερικοί έποικοι συγκρότησαν κοινότητες που είχαν επαγγελματική βάση, διαμορφώνοντας τους δύο βασικούς οικονομικούς άξονες της πόλης-λιμάνι: εμπόριο και ναυτιλία.
Μιλήσατε για τον «χαρακτήρα» του Πειραιά. Ποια ήταν τα γνωρίσματά του;
Θα γίνει συνήθεια η σύγκριση του Πειραιά με πόλεις του εξωτερικού, η πιο συνηθισμένη προσφώνηση θα είναι το «Μάντσεστερ της Ελλάδας». Ο Πειραιάς θα προβληθεί σαν η «φιλοπρόοδος», «εργατική», «παραγωγική» πόλη-κοινωνία, το αντίθετο της παρασιτικής, τρυφηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Σε ένα κράτος που χαρακτηριζόταν από οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση αποτέλεσε μοναδική περίπτωση ολοκληρωμένης βιομηχανικής πόλης. Επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν οι νέες μέθοδοι παραγωγής με αξιοποίηση της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Διαμορφώθηκε μαζική αγορά και, φυσικά, το λιμάνι σταθερά κέρδιζε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ανταγωνιστών. Την ίδια περίοδο το όραμα του «εκσυγχρονισμού», που σφραγίστηκε από την παρουσία και το πολιτικό πρόγραμμα του Χαρίλαου Τρικούπη, απογείωνε τις ελπίδες.
Με αυτά τα δεδομένα πως εξηγείται η απότομη παρακμή με τον ερχομό του 20ου αιώνα;
Αυτό που ακολούθησε ήταν ο εκφυλισμός του εκσυγχρονιστικού οράματος στις χρηματιστηριακές κομπίνες του Συγγρού και των άλλων αδίστακτων κερδοσκόπων, ξένων και ντόπιων, ο ξεκάθαρα αντιλαϊκός προσανατολισμός της πολιτικής των δανείων και οι παρεμβάσεις του Δανού πρίγκηπα Γκλύξμπουργκ που είχε επιβάλει ως βασιλιά η Αγγλία.
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις επηρέασαν καθοριστικά και την κοινωνία του Πειραιά που αντί της απογείωσης βίωσε δομική κρίση. Έφεραν στην επιφάνεια αντιφατικά χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας, ειδικά της αστικής μερίδας που διαμορφωνόταν, και μεγιστοποίησε τις επιρροές από το γεγονός της γειτνίασης με την Αθήνα. Να θυμίσουμε πως η αστική τάξη στην περίπτωση αυτή δεν προέκυψε από αστική επανάσταση ή άλλη κοινωνική διαδικασία αλλά μέσα από διαδικασία συσσώρευσης, αποτέλεσμα ενασχόλησης με το εμπόριο και τις μεταφορές. Η υπολανθάνουσα αίσθηση της προσωρινότητας, καθώς και η απουσία ιστορικών καταβολών και συνέχειας, ήρθε στην επιφάνεια με την κρίση και συναντήθηκε με το αντικειμενικό γεγονός της γειτνίασης με την Αθήνα.
Ο σχηματισμός μεγάλων περιουσιών, ο έλεγχος του λιμανιού και των θαλάσσιων μεταφορών, οι διεθνείς σχέσεις ήταν τα στοιχεία που αποτέλεσαν την «προίκα» του πειραϊκού αστικού κόσμου. Όταν, λοιπόν, στην αλλαγή του αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού υπήρξαν βήματα προς την ενίσχυση της κεντρικής διοίκησης με έδρα την Αθήνα και τη διαμόρφωση ενιαίας αγοράς, χωρίς ενδοιασμούς οι Πειραιώτες αστοί μετέφεραν τη βάση των δραστηριοτήτων στην πρωτεύουσα.
Δηλαδή η Αθήνα «απορρόφησε» το πιο δυναμικό – οικονομικά – κομμάτι της Πειραϊκής κοινωνίας;
Η σχέση της Αθήνας και του Πειραιά από την πρώτη στιγμή ήταν σχέση «αγάπης και μίσους», σχέση αλληλεξάρτησης, αλλά και αντιπαλότητας. Τα οκτώ χιλιόμετρα, όμως, που χώριζαν τις δύο πόλεις δεν ήταν απλώς ένας αριθμός, η διαφορά ταυτοτήτων ήταν πολύ μεγαλύτερη και συχνά έπαιρνε χαρακτήρα διπόλων: η νεωτερικότητα, το ευρωπαϊκό και πρακτικό πνεύμα, η ισχυρή εργατική παρουσία του Πειραιά απέναντι στον ανατολίτικο, δημοσιοϋπαλληλικό, παρασιτικό χαρακτήρα της Αθήνας. «Ο Περαίας βγάζει εργάτες κι η Αθήνα αριστοκράτες» έλεγε το ρεμπέτικο τραγούδι που αντανακλούσε την αντίληψη και την εικόνα της πειραϊκής κοινωνίας.
Τελικά, αυτή η ανισοβαρής σχέση θα πάρει τη μορφή ενός μαγνήτη κι ενός ελκυόμενου. Την ίδια στιγμή, η διάδοση του τηλέγραφου και του τηλεφώνου, αλλά και η σαφής βελτίωση των συγκοινωνιών επέτρεψαν τη μεταφορά της έδρας των επιχειρήσεων στην Αθήνα και τη διεύθυνσή τους από την πρωτεύουσα. Δεν επρόκειτο για μια απλή αλλαγή κατοικίας, αλλά για μια αλλαγή στην κοινωνική δομή και σύνθεση και των δύο πόλεων.
Και στον Πειραιά; Τί έμεινε;
Με βάση την απογραφή του 1917, οι εργάτες και οι εργάτριες ήταν η μεγάλη πλειονότητα της πειραϊκής κοινωνίας. Η απογραφή έδωσε τον αριθμό 30.746 εργατών, σε έναν συνολικό αριθμό για την πόλη 104.164 κατοίκων. Οι εργάτες αποτελούσαν δηλαδή, περίπου το 30% του συνόλου. Αν συνυπολογίσουμε τις οικογένειες των εργατών, το ποσοστό φτάνει το 60-70%, τεκμηριώνοντας επαρκώς τον χαρακτηρισμό «εργατούπολη». Την περίοδο αυτή οι εργατικές συνοικίες απλώθηκαν γύρω από το λιμάνι, στην παλιά υδραίικη συνοικία, στην Πειραϊκή χερσόνησο, ενώ οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, μετά το 1922, μαζικοποίησαν περιοχές όπως την Κοκκινιά και την Δραπετσώνα.
Είχε διαμορφωθεί επίσης και ένα πλατύ στρώμα μικροαστών: ο κόσμος του εμπορίου, οι μαγαζάτορες, οι πράκτορες, οι υπάλληλοι, οι μεσίτες. Το στρώμα αυτό είχε καρπωθεί αξιόλογο τμήμα από τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης και ήταν, στο τέλος του 19ου αιώνα, ενδυναμωμένο και διακριτό από την ευρύτερη λαϊκή βάση της πόλης. Αντιμετώπισαν με αμηχανία την ηγετική θέση στην οποία ξαφνικά βρέθηκαν, κυρίως με έντονο τοπικισμό.
Αυτή η παράξενη συνύπαρξη μεσοαστικών, λαϊκών στρωμάτων και προσφύγων δυσκολεύτηκε να αποκτήσει δυναμική. Αυτό το μεγάλο κοινωνικό κενό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο το 1925 θα ιδρυθεί ένας αθλητικός σύλλογος που θα εκφράσει όλες αυτές τις αντιφατικές τάσεις, θα ποτιστεί με την υποβόσκουσα οργή απέναντι στο (συχνά απροσδιόριστο) κατεστημένο και μια ολόκληρη κοινωνία θα τον επιφορτίσει με την αποστολή να ξαναδώσει στον Πειραιά τη χαμένη του περηφάνια.
Φτάνουμε στην ίδρυση του Ολυμπιακού. Πείτε μας λίγο τις ιστορικές λεπτομέρειες.
Στις 10 Μαρτίου 1925 στην ταβέρνα του Μοίρα, στην οδό Τζαβέλα στον Πειραιά, συγκεντρώθηκαν 33 «επιφανείς» Πειραιώτες με στόχο την ίδρυση αθλητικού σωματείου. Πρόκειται για κορυφαίες προσωπικότητες της μεσοαστικής τάξης του Πειραιά από την άποψη των δυναμικών επαγγελμάτων, αλλά και με παραστάσεις από το εξωτερικό. «Νονός» της ομάδας ήταν ο αξιωματικός του ναυτικού Νότης Καμπέρος. Τα χρώματα της ομάδας ήταν πρόταση του Γιάννη Ανδριανόπουλου σπουδαστή στη Νομική Σχολή του Κέιμπριτζ, αλλά και φίλαθλου της Άρσεναλ. Τη λέξη «Σύνδεσμος», χαρακτηρισμό σπάνιο για αθλητικό σωματείο, την πρότεινε ο Μιχάλης Μανούσκος επιθυμώντας να δηλώσει τον στόχο της συσπείρωσης όλης της πειραϊκής κοινωνίας μετά από τις αλλεπάλληλες εσωτερικές συγκρούσεις σε κάθε επίπεδο.
Το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του Ολυμπιακού ήταν ακριβώς αυτός ο συγκερασμός των αντιθέσεων, αρχικά στους κόλπους των μεσοαστών, αλλά πάνω από όλα μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, των –διαφορετικής καταγωγής– γειτονιών, των προσφύγων, των συντεχνιών του λιμανιού ως και των παιδικών συμμοριών που οι συγκρούσεις τους στον πετροπόλεμο έμειναν στην ιστορία. Διαμορφώθηκε ένα νέο, «πειραϊκό» όραμα υπεροχής, αντίστοιχο με αυτό που ενοποίησε την πειραϊκή κοινωνία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Το κοινό όραμα βρισκόταν στο φαντασιακό της πειραϊκής κοινωνίας που ονειρευόταν να πάρει πίσω την περηφάνια της. Αυτό το φαντασιακό δημιούργησε τον μύθο μιας ομάδας που κύριο χαρακτηριστικό της θα είναι ο δυναμισμός, που θα έχει «φτερά στα πόδια, καρδιά μες τα στήθια» –για να μην ξεχνάμε τον ύμνο– και θα νικά κάθε αντίπαλο.
Καμάρι του Πειραιά λοιπόν. «Θρύλος της Ελλάδας» πώς έγινε;
Όλα όσα προαναφέρθηκαν ελάχιστη σημασία θα είχαν αν δεν υπήρχε το αγωνιστικό σκέλος, αυτό που έβαλε φωτιά στον Πειραιά και σε όλη την Ελλάδα. Από το 1925 έως το 1929 ο Ολυμπιακός έδωσε δεκάδες αγώνες, επίσημους και φιλικούς, και γνώρισε μόνο μία ήττα. Παρέμεινε αήττητος για τρία χρόνια (4 Μαρτίου 1926 – 3 Μαρτίου 1929), εγκαινιάζοντας το πρώτο από τα πολλά εντυπωσιακά ρεκόρ που θα δημιουργούσε στην ιστορία του. Στο διάστημα αυτό κατέκτησε και τα τρία Πρωταθλήματα Πειραιώς που διοργανώθηκαν.
Στη δεκαετία του 1930 θα κατακτήσει 6 από τα 9 Πανελλήνια Πρωταθλήματα που διοργανώθηκαν, στη δεκαετία του 1940 τα 3 από τα 5 ενώ στη δεκαετία του 1950 τα 7 από τα 10, τα 6 μάλιστα συνεχόμενα! Ακριβώς σε αυτήν τη δεκαετία θα πάρει και το προσωνύμιο «Θρύλος». Όταν τελείωσε αυτή η δεκαετία οποιοσδήποτε στην Ελλάδα (φίλαθλος ή όχι) όταν άκουγε τη λέξη «ΘΡΥΛΟΣ», ήξερε καλά πως αναφερόταν στον Ολυμπιακό. Αυτό αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τους αντιπάλους του, ακόμα και τα υβριστικά συνθήματα εναντίον του αυτό το προσωνύμιο χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν.
Πρέπει να τονίσουμε και κάτι ακόμη. Σε αυτές τις δεκαετίες είχαμε συγκλονιστικά γεγονότα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλον τον κόσμο. Ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού συνδέθηκαν με τους αγώνες του Ελληνικού λαού. Ο Ραγγος, ο Γρηγοράτος, ο Λεωνίδας Αδριανόπουλος, ο Γόδας, ο Μουράτης, ο Αναματερός, ο Δαρίβας, ο Πολίτης, ο Γεωργάτος, ο Χέλμης και άλλοι πήραν μέρος στο έπος της Αλβανίας και της Αντίστασης, στους αγώνες του λαού μας για κοινωνική δικαιοσύνη. Το γεγονός αυτό ισχυροποίησε περισσότερο τους δεσμούς του Ολυμπιακού με τα λαϊκά στρώματα.
Μέσα σε όλα αυτά γεννήθηκε κι ο «πύρινος κόσμος» του Ολυμπιακού;
Πλήρως εναρμονισμένη με την ορμητική αγωνιστική είσοδο της ομάδας ήταν και η εξίσου ορμητική είσοδος στο προσκήνιο της μάζας των υποστηρικτών της, που διευρυνόταν καθημερινά και γρήγορα ξεπέρασε τα όρια του Πειραιά, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η σχέση του μεγάλου λιμανιού με όλη σχεδόν την Ελληνική επικράτεια. Το κύριο χαρακτηριστικό της μάζας αυτής, πέραν του μεγάλου αριθμού, ήταν ο δυναμισμός της.
Κι αν οι μεσοαστοί φαντασιώνονταν την ανάκτηση των πρωτείων της πόλης στο πεδίο των κοινωνικών νεωτερισμών, στην οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική αναγέννηση, τα λαϊκά στρώματα βίωναν την ανάγκη της νίκης απέναντι «σε ό,τι τους έκαιγε, σε ό,τι τους έτρωγε την ψυχή», για να παραφράσουμε και λίγο τους στίχους που ερμήνευσε ο Γιάννης Αγγελάκας. Κι ας μην μπορούσαν, συνήθως, να κατονομάσουν αυτό που μισούσαν, γεγονός που εγκλώβιζε τις συνειδήσεις τους στην υποστήριξη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας –έστω και «κόκκινης»– και τους καθιστούσε εύκολα χειραγωγήσιμους. Τα στοιχεία αυτά ήταν πρωτόγνωρα, οι υποστηρικτές των άλλων ομάδων στα πρώτα χρόνια αντιμετώπιζαν το ποδόσφαιρο ως μια κοινωνική, κοσμική εκδήλωση ή ως ρομαντική διαδικασία μνήμης. Οι φτωχοδιάβολοι του Πειραιά, όμως, το αντιμετώπιζαν σαν μάχη.
Έχετε ζήσει τον μισό αιώνα της ιστορίας του Ολυμπιακού. Ποια στιγμή του «άλλου μισού» θα θέλατε να είχατε ζήσει;
Όπως γράφω και στο βιβλίο μου η περίοδος του Μπούκοβι (1965 – 1967) είναι η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία του Ολυμπιακού κι αυτό όχι τόσο για αγωνιστικούς λόγους. Φυσικά, υπάρχει κι αυτή η πλευρά: οι τίτλοι, οι μεγάλες νίκες, το καταπληκτικό ποδόσφαιρο, το ατέλειωτο πανηγύρι στα γήπεδα όλης της Ελλάδας. Αυτά, όμως υπήρξαν πολλές φορές και μάλιστα περισσότερα και πιο εντυπωσιακά. Αυτό που κάνει μοναδική την περίοδο του Μπούκοβι ήταν πως όλα αυτά ο Ολυμπιακός τα πέτυχε κόντρα σε θεούς και δαίμονες, κόντρα όχι απλώς σε μια διοίκηση της ΕΠΟ ή σε εχθρικές διαιτησίες (υπήρχαν κι αυτά) αλλά κόντρα σε ένα ολόκληρο πολιτικό καθεστώς.
Η στιγμή λοιπόν που θα ήθελα να ζήσω ήταν στις 12 Ιουνίου 1966, το πρωτάθλημα κρινόταν στα Τρίκαλα όπου ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε την τοπική ομάδα για την 29η αγωνιστική. Όχι, όμως, μόνος: είχε μαζί του και 20.000 (!) οπαδούς που με κάθε μέσο έφτασαν (το 1966!!!) στη Θεσσαλική πόλη. Οι εικόνες από εκείνο το κυριακάτικο απομεσήμερο ταξίδεψαν σε όλον τον κόσμο, ειδικά οι φωτογραφίες από τις όχθες του ποταμού Ληθαίου, όπου το προηγούμενο βράδυ διανυκτέρευσαν εκεί χιλιάδες φίλαθλοι, αφού τα ξενοδοχεία της πόλης ήταν αδύνατο να καλύψουν τις ανάγκες.
Ο Ολυμπιακός νίκησε άνετα με (5-0) και η επιστροφή ήταν ένα ατέλειωτο πανηγύρι, από τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα, τη Λαμία κι ως την Αθήνα χιλιάδες είχαν βγει στους δρόμους και αποθέωναν τους «Ερυθρόλευκους», ενώ στις μάντρες ήταν γραμμένα συνθήματα υπέρ του Ολυμπιακού με κυρίαρχο το «Στρατηγέ Μπούκοβι»! Στη Λαμία η απόπειρα στάσης για φαγητό απέτυχε, καθώς η ταβέρνα κόντεψε να γκρεμιστεί από χιλιάδες οπαδούς που την πολιόρκησαν και η αποστολή φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια της Χωροφυλακής!
Και η χειρότερη στιγμή;
Χωρίς σκέψη η 8η Φλεβάρη 1981, ήμουν στη θύρα 7 την τραγική εκείνη μέρα. Τα γεγονότα είναι γνωστά: η τραγωδία με τους 21 νεκρούς νέους ανθρώπους, η πιο μαύρη μέρα στην ιστορία του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου γενικότερα. Μεγάλη η συζήτηση για τις κατασκευαστικές αστοχίες που πολλά χρόνια πριν είχαν επισημανθεί, είχαν συμβεί αντίστοιχα περιστατικά που ευτυχώς δεν είχαν την ίδια τραγική κατάληξη.
Η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, ιδιοκτήτρια του σταδίου, ουδέποτε είχε ενδιαφερθεί για τα προβλήματα ασφάλειας, τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του σταδίου, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν οι εισπράξεις από τα εισιτήρια που πλήρωναν για δεκαετίες οι οπαδοί του Ολυμπιακού. Όλα αυτά καλύφθηκαν, μοναδικοί υπεύθυνοι θεωρήθηκαν οι «πορτιέρηδες» που «δεν άνοιξαν εγκαίρως τις πόρτες» ή «δεν αφαίρεσαν τα τουρνικέ».
Ευθύνες ατόμων υπήρχαν, ωστόσο το κράτος, η αστυνομία του και οι ελεγχόμενοι από αυτό οργανισμοί, που παρέδωσαν την ασφάλεια 40.000 ανθρώπων στο «φιλότιμο» μονάδων, χωρίς καμιά πρόβλεψη ελέγχου, είναι οι κύριοι υπεύθυνοι. Δυστυχώς, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει στη χώρα μας, τα οικονομία κέρδη περιμένουν πάνω από τις ανθρώπινες ζωές όπως με τραγικό τρόπο επιβεβαιώθηκε στις μέρες μας με την τραγωδία των Τεμπών που συγκλόνισε και συγκλονίζει όλους.
Ένας αιώνας, 323 εγχώριοι τίτλοι, 21 ευρωπαϊκοί και Παγκόσμιοι… Χορτάσατε;
Η απάντηση βρίσκεται στο σύνθημα που αυτές τις μέρες τραγουδά η …μισή Ελλάδα:
«Θρύλε θεέ, χρόνια πολλά, 100 χρόνια και δεν είναι αρκετά…»































