Κλείνουν δέκα χρόνια από την μεγάλη ανατροπή του 2015, όταν κατά πολλούς άνοιξε ένας νέος ιστορικός κύκλος στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Η έκδοση της Ιθάκης, του βιβλίου του μεγάλου πρωταγωνιστή της περιόδου, του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα αποτελεί έναν σταθμό για να μιλήσουμε για τα τραύματα, τις προκλήσεις, τους συμβιβασμούς αλλά και το όραμα για το αύριο. Η συνθήκη εντός της οποίας πραγματοποιείται η συζήτηση, θα μιλήσουμε στην συνέχεια και για τους όρους αυτής, είναι περιοριστική και εντός των ορίων της γενικευμένης απογοήτευσης, της απαξίωσης της Πολιτικής, της ματαίωσης. Ίσως μάλιστα, γι’ αυτόν τον λόγο, η πρόταση για επιστροφή στην κοινωνία, να είναι το πιο κομβικό σημείο σε τούτη την διαδρομή. Εντούτοις, αυτή δεν μπορεί να γίνει πριν από έναν κρίσιμο αναστοχασμό που θα περιλαμβάνει τα αίτια αποτυχίας και τα όρια των εγχειρημάτων εντός της δημοκρατικής παράταξης τα τελευταία χρόνια, αλλά και μια ετερόδοξη και εκτός πλαισίων κατανόησης των ιστορικών νικηφόρων τομών του παρελθόντος.
Η πρώτη παραδοχή, σχετίζεται με το γεγονός, ότι κάθε νίκη της Δημοκρατικής Παράταξης, ήταν και μια κρίσιμη Αλλαγή Παραδείγματος, ήταν ένας τρόπος επιτάχυνσης της Ιστορίας και έμπρακτης απόδειξης ότι αυτή δεν συγκροτείται από μια ευθύγραμμη αλληλουχία γεγονότων. Αντίθετα, όσες φορές επιδιώχθηκε η αλλαγή να πραγματοποιηθεί με όρους τεχνικούς και τεχνοκρατικούς, αυτή προσέκρουσε είτε σε ιδεολογικές ήττες είτε σε σημαντικές υποχωρήσεις του κοινωνικού υποκειμένου. Το γεγονός, ότι δεν είναι εύκολο να γίνει μια σχετικά ομοιογενής κατηγοριοποίηση των αποτελεσμάτων και των τροπισμών της κάθε ήττας, καθόλου δεν θα πρέπει να αποκρύπτει τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτές.
Ας επιμείνουμε όμως, στην νίκη. Αντίθετα, με την συνήθη, ενοχική αφήγηση των Αριστερών, που σχετίζουν τις νίκες με τα αδιέξοδα της διαχείρισης του κράτους από την συντηρητική παράταξη, άρα εκκινούν από την θέση «μας παρέδωσαν καυτή πατάτα», επικεντρώνοντας στην από τα πάνω αφήγηση της Ιστορίας, επιχειρούμε μια διαφορετική προσέγγιση.
Οι νίκες της Δημοκρατικής Παράταξης, είχαν στο επίκεντρο την ανάταση του λαϊκού συναισθήματος, την ανάκτηση της λαϊκής αυτοπεποίθησης και την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας ως λύτρωση και Δικαιοσύνη. Τα τρία αυτά στοιχεία για να γίνουν πραγματικότητα και να αποτυπωθούν στην κάλπη, πρώτα και κύρια κατανοήθηκαν ως τέτοια από τις ηγετικές ομάδες που πέτυχαν τις εκλογικές τομές. Οι καμπάνιες δεν στήθηκαν με σκοπό την εκλογική επικράτηση, αλλά τη συνολική Αλλαγή Παραδείγματος εντός κοινωνίας, και έτσι ο ελιτίστικος τεχνοκρατισμός, ίδιον της δεξιάς, συντηρητικής σκέψης και πράξης δεν υπήρξε ούτε ως παρενθετικό μέρος αυτών. Σημείο αιχμής επί παραδείγματι ήταν η ταξική οριοθέτηση, και όχι η αμυντική πολιτική στάση, της εξαντλητικής τεκμηρίωσης και απόδειξης κάθε σπιθαμής του προγράμματος. Το γεγονός αυτό, οφείλει να μας απασχολήσει, έντονα καθώς υπήρξε κομβικό στοιχείο και σε συγκαιρινές νικηφόρες και θετικές καμπάνιες, όπως επί παραδείγματι του Μαμντάνι στην Νέα Υόρκη, ή της Linke στις τελευταίες γερμανικές εκλογές. Η κεντρική αφήγηση δεν αφορούσε μια απάντηση στις κατηγορίες ή στην κυρίαρχη σκέψη της συντήρησης, αλλά δημιουργήθηκε από την αρχή για και με την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Ισχυρίζομαι, ότι κάθε νίκης της Δημοκρατικής Παράταξης βασίστηκε στο θετικό αφήγημα με στόχο τα λαϊκά στρώματα, χωρίς ενοχικά και αμυντικά σύνδρομα.
Η δεύτερη παραδοχή σχετίζεται με τον φορέα που κατάφερε την ανατροπή. Όσες φορές η Δημοκρατική Παράταξη κατάφερε μεγάλες νίκες, ξεπέρασε τα στενά κομματικά πλαίσια, άνοιξε επί της ουσίας στην κοινωνία, σπάζοντας στην πράξη δομές και ιεραρχίες και γι’ αυτό μπόρεσε όχι μόνο να εκπροσωπήσει το νέο αλλά αυτό να αποτυπωθεί και με εμβληματικό τρόπο στα βουλευτικά έδρανα και στα πρόσωπα που ανέδειξε. Το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής του 1981 ανέδειξε ένα σχεδόν από την αρχή καινούριο πολιτικό προσωπικό, το ίδιο συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ της μεγάλης ανατροπής του 2009 καθώς και με την εμβληματική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ το 2015. Το όχημα της νίκης που καλείται να καταφέρει τις ιστορικές τομές είναι αναπόσπαστο μέρος του ιδεολογικού μηχανισμού και της εκλογικής στρατηγικής, αλλιώς το παζλ παραμένει λειψό. Η συλλογική αντίληψη των διακυβευμάτων και η λειτουργία του μηχανισμού, απαιτεί -όμως- ισχυρή ηγεσία, που συμβολίζει τον στόχο, αποκρυσταλλώνει τον τρόπο και μπορεί να εμπνέει την ετερόκλητη κοινωνική πλειοψηφία.
Η τρίτη παραδοχή σχετίζεται με το κεντρικό αφήγημα, τα κεντρικά αιτήματα της κάθε νίκης. Η αλλαγή στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνία που οραματίστηκαν οι πρωταγωνιστές της νίκης κάθε φορά, αποτυπώθηκε σε ξεκάθαρα, μη ετεροκαθοριζόμενα, κατανοητά και συγκεκριμένα συνθήματα και πρόγραμμα, τα οποία οικειοποιήθηκαν πλατιά ακροατήρια. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, από την εκάστοτε ηγεσία έως κάθε υποψήφιο ή απλό μέλος του εγχειρήματος, αναμίχθηκε με τον κόσμο επί ίσοις όροις, χωρίς υψωμένα δάκτυλα και επετηρίδες, χωρίς την πεποίθηση της περιούσιας ελίτ. Αυτό το γεγονός δεν διευκόλυνε μόνο την εξάπλωση του μηνύματος, αλλά απέδειξε στην κοινωνία, ότι αυτό ήταν πρώτιστα, αληθές. Η «αδιαμεσολάβητη» άλλωστε σχέση πομπού και δέκτη, βασίζεται πρώτιστα στην αλήθεια του στόχου και την ειλικρίνεια των μερών ή αλλιώς στην ανάκτηση της θέσης του πολίτη, στην επαναδραστηριοποίηση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας ενεργών κοινωνικών δρώντων και όχι ως θεατές από την πλατεία ή τα θεωρεία. Η αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων, των λαϊκών στρωμάτων χτίζεται στην ενεργή συμμετοχή τους, πρώτιστα. Βέβαια, αυτό έγινε δυνατό, αφού οι ηγετικές ομάδες είχαν κατορθώσει να συλλάβουν και να επεξεργαστούν εις βάθος, το κύρια αιτήματα, την κύρια απαίτηση της κοινωνίας. Ας δούμε, ξανά επί παραδείγματι, την νίκη Μαμντάνι ή την πρώτη νίκη του Ομπάμα, ώστε έξω από προσωπικές και συναισθηματικές εμπλοκές να συζητήσουμε, την ουσία.
Τέλος, όλες οι νίκες της Δημοκρατικής Παράταξης, με πυρήνα το τρίπτυχο της ανάκτησης της λαϊκής αυτοπεποίθησης, στο οποίο αναφερθήκαμε αρχικά, ενέπνευσαν με την ζωντάνια, την βεβαιότητα του αποτελέσματος και το πάθος για το Δίκαιο, με την συλλογική αίσθηση που μπόρεσε κάθε φορά να υπερβεί τον ατομικό μας μικρόκοσμο. Αυτό το κοινό αίσθημα, ότι παλεύουμε και θα νικήσουμε για κάτι που μας υπερβαίνει όσο και αν μας εμπεριέχει. Καθόλου ποιητικά, κάθε νίκη της προόδου έφερε μαζί της και μια πολιτιστική πρόταση. Η μουσική, η λογοτεχνία, η παραγωγή σκέψης, η απαίτηση για κοινωνικές υπερβάσεις και τομές -με μη οικονομικούς όρους- λειτούργησαν ως προπομπός και επιταχυντής των εξελίξεων. Κάτι λιγότερο από 20 χρόνια μακριά από την κρίση που μας γέμισε ματαιώσεις και μας περιέκοψε την ελπίδα, ήρθε η ώρα να ετοιμάσουμε μια νίκη που θα υπερβεί τραύματα, λάθη και κυρίως την ΤΙΝΑ.
(Δρ. Μαριζέτα Αντωνοπούλου, Διδασκουσα ΕΚΠΑ, Μέλος Επιστημονικού Ινστιτούτου Α. Τσίπρα)




























