Η κυβέρνηση ανακάλυψε ξαφνικά τη σημασία του «διαλόγου» με τους αγρότες. Έπρεπε, φαίνεται, να κλείσουν οι δρόμοι για να θυμηθεί το Μαξίμου ότι υπάρχει μια ολόκληρη Ελλάδα έξω από το λεκανοπέδιο, μια Ελλάδα που παράγει, παλεύει και επιβιώνει μέσα σε καθυστερήσεις, προχειρότητες και αδιαφορία. Οι αγρότες δεν βγήκαν στα μπλόκα από ιδιοτροπία, αλλά επειδή για δέκα μήνες ζητούσαν διάλογο με την κυβέρνηση και εισέπρατταν αδιαφορία. Και αντί για διάλογο, άκουσαν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να ζητούν την παρέμβαση των ΜΑΤ για να «ανοίξουν οι δρόμοι» — σαν να μιλάμε για εγκληματίες και όχι για τους ανθρώπους του κόπου που κρατούν ζωντανή την περιφέρεια.
Η οργή δεν γεννήθηκε τυχαία. Το φιάσκο του Μέτρου 23 ήταν απλώς το τελευταίο χτύπημα. Οι παραγωγοί ενημερώθηκαν ότι θα πληρωθούν τον Οκτώβριο, αλλά φτάσαμε Δεκέμβρη και οι πληρωμές ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί. Από όσους τελικά πληρώθηκαν, οι μισοί είδαν στους λογαριασμούς τους… τα μισά χρήματα, ενώ τα περσινά χρέη παραμένουν σε εκκρεμότητα. Χιλιάδες δικαιούχοι αποκλείστηκαν χωρίς εξήγηση, χωρίς διαφάνεια και χωρίς καμία πειστική απάντηση.
Και όλα αυτά έρχονται μετά από μια αλυσίδα αποτυχιών: την πρωτοφανή κακοδιαχείριση της ευλογιάς των αιγοπροβάτων, όπου χάθηκαν ολόκληρες μονάδες χωρίς ουσιαστική κρατική στήριξη, και την εγκατάλειψη των αγροτών που επλήγησαν από τις φυσικές καταστροφές του Daniel, οι οποίοι άκουσαν πολλές υποσχέσεις αλλά είδαν ελάχιστα στην πράξη. Πάνω σε αυτή την ήδη ζοφερή πραγματικότητα ήρθε και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Κι όμως, η κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει το φιάσκο λέγοντας ότι… φταίει ο έλεγχος των ευρωπαϊκών αρχών. Δηλαδή η κυβέρνηση κατηγορεί, επί της ουσίας, τον εαυτό της: πρώτα δημιούργησε ένα τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας και τώρα το χρησιμοποιεί ως άλλοθι για καθυστερήσεις και αστοχίες!
Την ίδια στιγμή οι αγρότες ακούνε για αγρότες με Φεράρι, για ανθρώπους με παχυλές επιδοτήσεις που κερδίζουν λαχεία και τζόκερ όταν οι πραγματικοί παραγωγοί περιμένουν μήνες για το δικαίωμα στο αυτονόητο. Πώς να μην αγανακτεί ο κόσμος όταν ακούει αυτά τα εξοργιστικά; Πώς να εμπιστευτεί μία κυβέρνηση που αφήνει ασυδοσία από τη μία και αποκλεισμούς από την άλλη;
Κι ενώ το κράτος καθυστερεί, τα funds προχωρούν. Τα κόκκινα αγροτικά δάνεια που μεταβιβάστηκαν σε επενδυτικά σχήματα οδηγούν σε ολοένα και περισσότερους πλειστηριασμούς, με χωράφια δεκαετιών να αλλάζουν χέρια σε λίγες μέρες. Ο παραγωγός που περιμένει ενισχύσεις για να σταθεί όρθιος, βλέπει τελικά τη γη του να χάνεται, επειδή κανείς δεν τον προστάτευσε εγκαίρως. Πώς μπορεί να μιλά η κυβέρνηση για «στήριξη» όταν ο βασικότερος πόρος της περιφέρειας, η ίδια η γη, είναι στο έλεος των funds;
Και μέσα σε όλα αυτά, πλησιάζει το 2026, χρονιά που η Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχεται στη σημαντικότερη ίσως διαπραγμάτευση για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, ενώ η κυβέρνηση αλλάζει Υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης σαν πουκάμισα. Ποια συνέχεια πολιτικής μπορεί να υπάρξει έτσι; Ποιος ακριβώς θα πάει στις Βρυξέλλες με σοβαρή προετοιμασία; Και με ποιο σχέδιο;
Οι αγρότες δεν ζητούν θαύματα. Ζητούν πράγματα που οποιαδήποτε σοβαρή κυβέρνηση οφείλει να προσφέρει: πλήρη αποπληρωμή των εκκρεμοτήτων με σαφή χρονοδιαγράμματα, δίκαιες και διαφανείς ενισχύσεις χωρίς αποκλεισμούς ή λάθη, πραγματική προστασία της αγροτικής γης από τα funds και τους πλειστηριασμούς, φορολογικές και ασφαλιστικές ανάσες που να αντανακλούν το πραγματικό κόστος παραγωγής και, κυρίως, ένα ενιαίο, σαφές εθνικό και περιφερειακό σχέδιο για την ΚΑΠ του 2026.
Η ανάπτυξη δεν χτίζεται με μισές πληρωμές, μισές κουβέντες και μισές πολιτικές. Χτίζεται με συνέπεια, με σεβασμό και με τη συνειδητοποίηση ότι οι αγρότες δεν είναι «πρόβλημα», αλλά προϋπόθεση για να υπάρχει αύριο στην ελληνική παραγωγή. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να τους αντιμετωπίζει ως εμπόδιο και όχι ως πυλώνα της χώρας, τότε τα μπλόκα δεν θα είναι απλώς μια διαμαρτυρία, αλλά η απόδειξη μιας αγροτικής πολιτικής που έχει καταρρεύσει πλήρως.
(Η Κατερίνα Μπέρδου είναι δικηγόρος)





























