Ο πόλεμος στην Ουκρανία πηγαίνει στον τέταρτο χρόνο, παρά τις εκτιμήσεις ότι θα τέλειωνε σε λίγες μέρες, μετά τον Φεβρουάριο του 2022.
Η καταστρεπτική ικανότητα των νέων όπλων και κύρια των drones, των κατευθυνόμενων βομβών και των υπερηχητικών πυραύλων, τα οποία σχεδόν δεν υπήρχαν με την έναρξη του πολέμου ή υπήρχαν σε μικρό αριθμό, δεν στάθηκαν ικανά να συντρίψουν καθοριστικά έναν από τους αντιπάλους.
Οι πόλεμοι τελειώνουν όταν ο ένας αντίπαλος έχει ηττηθεί όχι σε μια μάχη αλλά έχει γονατίσει, δηλαδή δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί ή και οι δυο αντίπαλοι έχουν εξουθενωθεί ή όταν υπέρτερες δυνάμεις επιβάλλουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών, για δικούς τους λόγους.
Η Ουκρανία έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής πλευράς αλλά διατηρεί την αμυντική ικανότητα στις μεγάλες πόλεις που μεσολαβούν μέχρι τον Δνείπερο. Επίσης διατηρεί την παραλιακή Οδησσό και την δεύτερη μεγάλη πόλη, το Χάρκοβο.
Συντηρείται από την στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με κόστος 100 δις το χρόνο.
Παρά τις καταστροφές των ενεργειακών υποδομών, τις διακοπές ρεύματος για πάνω από 10 ώρες και τις ζημιές στα στρατιωτικά εργοστάσια, τις καθημερινές απώλειες μέχρι και 800-1.000 στρατιωτών, διατήρησε την δυνατότητα να λειτουργεί σαν κράτος.
Κράτησε την ενότητα του πληθυσμού, στο μεγαλύτερο μέρος του, παρά την φυγή στο εξωτερικό 10 εκατομμυρίων πολιτών. Ο στρατός του μπορεί ακόμη να καθυστερεί την ρωσική προέλαση παρά τις 20.000 λιποταξίες τον Οκτώβριο.
Η κυβέρνηση Ζελένσκι παρά την πίεση από τις στρατιωτικές ήττες και τα προβλήματα διαφθοράς μπορεί να διατηρείται στην εξουσία.
Την ίδια στιγμή ο Λιθουανός Επίτροπος Άμυνας της ΕΕ, Άντριους Κουμπίλιους, εκπροσωπώντας το κινδυνολογικό κλίμα των Βαλτικών και βορείων χωρών, δήλωσε ότι η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια ρωσική επίθεση με drones και πρέπει να ενσωματώσει τις «δοκιμασμένες σε μάχη» δυνατότητες της Ουκρανίας για να προστατευθεί καλύτερα.
Η Ρωσία παρότι έχει στο μέτωπο αριθμητική και ποιοτική υπεροχή σε υλικό και προσωπικό, δεν έχει πετύχει θεαματικά αποτελέσματα, τον τελευταίο χρόνο. Η κατάληψη του 20% της Ουκρανίας σε τρία χρόνια δεν είναι συγκρίσιμη με τα δεδομένα των μεγάλων επιχειρήσεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κατάληψη του λογιστικού κέντρου Ποκρόφσκ, μετά από ένα χρόνο πολιορκίας, θα δώσει ανάσα στην ρωσική προέλαση και θα κλονίσει το ουκρανικό μέτωπο.
Ο καθημερινός πόλεμος διεξάγεται πλέον με μικρές ομάδες πεζικού που προσπαθούν να διεισδύσουν σε κατοικημένους τόπους και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που προσβάλλουν τα μετόπισθεν με τις υποδομές. Και όλα αυτά κάτω από την διαρκή επιτήρηση drones, τα οποία έβαλαν σε δεύτερη μοίρα τα αεροσκάφη και ελικόπτερα ακόμη και τα επιθετικά. Οι φτηνοί εξοπλισμοί συνυπάρχουν με τους ακριβούς.
Ο πόλεμος δεν είναι ακόμη ολοκληρωτικός στην Ρωσία, με την έννοια ότι δεν έχει γίνει επιστράτευση και δεν έχει επηρεαστεί σημαντικά η εσωτερική διαβίωση. Το στοίχημα είναι ποιος θα γονατίσει πρώτος, η Ευρώπη ή η Ρωσία;
Το 1940 η Σοβιετική Ένωση δαπανούσε το 32,6% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες ενώ τώρα η Ρωσία δαπανά 8% και το ΝΑΤΟ προσπαθεί να φτάσει το 5% που θεωρείται τεράστιο. Οι κυρώσεις για το ρωσικό πετρέλαιο θα επηρεάσουν αναπόφευκτα τα έσοδα μια και αποτελούν το 50% των συνολικών εσόδων της Ρωσίας.
Η ρωσική επιδίωξη εκτός από την εδαφική είναι η «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας και η αντικατάσταση του καθεστώτος Ζελένσκι με φιλική κυβέρνηση που δεν θα ενσωματώσει τη χώρα στο ΝΑΤΟ. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται από την διακήρυξη ότι θα πρέπει να εξαλειφθούν οι «ριζικές αιτίες» της εισβολής. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο μια και θα πρέπει να καταληφθεί το σύνολο της χώρας η τουλάχιστον το Κίεβο.
Σε κάθε περίπτωση για να αποδώσει η στρατιωτική πίεση χρειάζεται χρόνος, κάτι που η ρωσική ηγεσία φαίνεται ότι έχει αποδεχτεί και ετοιμάζεται γι αυτό με ενεργοποίηση όλων των στρατιωτικών βιομηχανιών και προετοιμασία επιστράτευσης.
Την Ευρώπη συμφέρει η παράταση του πολέμου για να εδραιώσει την δική της «οικονομία πολέμου», να αποδυναμώσει την ρωσική οικονομία, να ισχυροποιήσει την Ουκρανία σαν «ασπίδα» της και να περικυκλώσει γεωστρατηγικά την Ρωσία. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί ακόμη και μια «κουτσουρεμένη» εδαφικά Ουκρανία.
Η κυβέρνηση Τραμπ απεμπόλησε τις αρχικές αισιόδοξες προσπάθειες για απεγκλωβισμό από την Ουκρανία και προσανατολισμό στον Ειρηνικό και προσπαθεί τώρα να ρίξει το οικονομικό βάρος αλλά και εκείνο των ευθυνών στην Ευρώπη. Κατάλαβε επίσης ότι η Κίνα δεν είναι εύκολος αντίπαλος και προσπαθεί να αλλάξει στρατηγική με περιορισμό των ενεργειακών συμμάχων της, όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν.
Η δυτική στρατιωτική τακτική ήθελε να έχει υψηλή τεχνολογία για να τελειώνει γρήγορα τους πολέμους, χωρίς δικές της απώλειες.
Η επέμβαση στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια στο Ιράκ, στη Λιβύη και στη Συρία, έγινε κύρια με αεροσκάφη, πυραύλους και δευτερευόντως με επίγεια μέσα. Στις πρώτες χώρες ήταν εύκολη η «είσοδος», αποδείχθηκε όμως δύσκολη η «έξοδος» μετά από 20 χρόνια ενώ η νίκη δεν ήρθε σε καμία από αυτές. Για να μην αναφέρουμε το Βιετνάμ…
Η υψηλή τεχνολογία δεν νίκησε τον ανταρτοπόλεμο ούτε έδωσε γρήγορη επικράτηση.
Το ίδιο η ρωσική υπεροπλία δεν νίκησε στο Αφγανιστάν ούτε έχει νικήσει ολοκληρωτικά στην Ουκρανία.
Αποδεικνύεται ότι όπου υπάρχει μαζική λαϊκή αντίδραση, τα υπερόπλα και η υψηλή τεχνολογία συναντούν δυσκολίες.
Αυξήθηκαν στο μεταξύ οι κατοικημένοι τόποι σε ποσοστό πάνω από 25% της έκτασης στην Ευρώπη, μειώνοντας τη δυνατότητα ελιγμών των τεθωρακισμένων μονάδων και αυξάνοντας τη δυνατότητα άμυνας σε φιλικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με το SIPRI οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 17% το 2024, φτάνοντας τα 693 δις. Από το 2015 η αύξηση έφτασε το 83%. Προφανώς μειώθηκαν οι κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες στην Ε.Ε. ενώ σύμφωνα με τον OECD – Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, η βοήθεια στις φτωχές χώρες από την Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και ΗΠΑ, μειώθηκε κατά 17%.
Οι αστραπιαίοι και ολιγοήμεροι πόλεμοι όπως ο εξαήμερος του Ισραήλ με τους Άραβες το 1967, αποτέλεσε υπόδειγμα για το μέλλον για τους σχεδιαστές όπλων και πολέμων. Έμειναν όμως παρένθεση στην ιστορία. Επηρέασαν παρόλα αυτά τις στρατιωτικές αντιλήψεις, την τεχνολογία και τα αποθέματα υλικού και πυρομαχικών των δυτικών χωρών. Στην πραγματικότητα η αντίληψη του κεραυνοβόλου πολέμου ηττήθηκε στα περίχωρα της Μόσχας το 1941.
Τα λιγοστά αποθέματα της Δύσης δεν μπορούν να υποστηρίξουν πλέον την Ουκρανία και χρειάστηκε να ενεργοποιηθούν στην Ευρώπη οι «οικονομίες του πολέμου», δηλαδή να επιταχυνθούν οι εξοπλισμοί και να υποβαθμιστεί η συνολική ανάπτυξη. Σε αντίθεση η παλαιά σοβιετική αντίληψη του μακροχρόνιου πολέμου «τριβής» του αντιπάλου και επόμενα της διατήρησης αποθεμάτων, κληροδοτήθηκε με επιτυχία στη Ρωσία.
Είχαν βέβαια το ιστορικό προηγούμενο της γερμανικής προέλασης μέχρι τη Μόσχα σε τρείς μήνες ενώ στη συνέχεια χρειάστηκαν τρία χρόνια για να φτάσουν στο Βερολίνο.
Τα ενεργειακά αποθέματα παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του πολέμου.
Η Ουκρανία αναζητά «πύλη» ενέργειας εκτός Ρωσίας και η χώρα μας εξελίσσεται σε κόμβο, με ότι αρνητικές συνέπειες αυτό θα έχει για την ασφάλειά μας.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία «σκόνταψε» στο Στάλινγκραντ και δεν μπόρεσε να φτάσει στα πετρέλαια του Καυκάσου ενώ τα ρουμανικά πετρέλαια στο Πλοέστι βομβαρδίζονταν από τους συμμάχους από το 1943. Σαν αποτέλεσμα δεν είχε καύσιμα για το μεγαλόπνοο πρόγραμμα των 18.000 αεροσκαφών που θα απαιτούσε το 82% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.
Οι συστημικές ανάγκες ενεργοποίησης των λιμναζόντων συσσωρευμένων κεφαλαίων μαζί με τη μείωση του ποσοστού κέρδους και την καθήλωση της τεχνολογίας στην Ευρώπη, οδήγησε σε επιστροφή τα μεταπολεμικά χρόνια της «οικονομίας πολέμου» μαζί με αυταρχισμό και άνοδο της ακροδεξιάς πολιτικής.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις προσπαθούν να αποκτήσουν οφέλη από το νέο μοίρασμα της παγκόσμιας πίτας.
Τα παραπάνω θέλουν σημαντική φθορά κάποιων αντιπάλων και αυτό απαιτεί μακροχρόνιες συρράξεις.
Οι πόλεμοι πλέον δεν κερδίζονται με ένα «σάλπισμα» και δεν υπάρχουν κάποιοι να τους σταματήσουν. Χρειάζονται μεγάλες καταστροφές για να επικρατήσουν κάποια συμφέροντα και μετά να επωφεληθούν από την ανοικοδόμηση και τα νέα δεδομένα.
Οι μικρές χώρες, όπως η δική μας, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εμπλακούν στους πολεμικούς ανταγωνισμούς αν ανακατεύονται στις διαμάχες των μεγάλων ενώ δεν αντέχουν μακροχρόνιες κρίσεις.
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό πλέγμα σπρώχνει τις βιομηχανικές χώρες σε πολεμικές περιπέτειες για να αυξήσει τα κέρδη του. Από κοντά και το ενεργειακό πλέγμα.
Οι διαδικασίες αυτές οδηγούν σε κρίσεις που δεν επιλύονται σε μικρό χρόνο.
Οι πόλεμοι, ειδικά οι σύγχρονοι, υλοποιούν πολιτικές παγκόσμιας αναδιάταξης. Οι διαδικασίες αυτές χρειάζονται χρόνο και σημαντική φθορά του αντιπάλου στο οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Τώρα δεν υπάρχουν δυο αντίθετα κοινωνικά συστήματα για να ισορροπούν. Το ένα και μοναδικό, παρουσιάζει ρωγμές που μπορεί να είναι καταστροφικές για τον κόσμο και επωφελείς για τα κέρδη των ισχυρών ή δημιουργικές για το αύριο σε περίπτωση αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών.
Οι πολεμικές συρράξεις διαρκείας μόνο πρόσκαιρα δίνουν λύσεις στα συστημικά προβλήματα. Αντίθετα οδηγούν σε αδιέξοδα, σε διατάραξη των ισορροπιών και τελικά στον επόμενο πόλεμο, ίσως πιο καταστροφικό, ειδικά σε συνθήκες πυρηνικής αναμέτρησης.
Η ανθρωπότητα έχει ήδη πολλά προβλήματα (περιβαλλοντικά, ανισότητες, φτώχεια) και δεν μπορεί να ζει μαζί με πολέμους διαρκείας.
Στη χώρα μας έχει γίνει επιλογή από την κυβέρνηση να μπούμε στο μάτι του κυκλώνα.
Το σίγουρο είναι ότι σε οποιαδήποτε κρίση δεν θα έρθει να μας υποστηρίξει κανείς και η εμπλοκή μας δεν θα είναι σύντομη.
(Ο Νίκος Τόσκας είναι υποστράτηγος ε.α. και πρώην υπουργός)




























