Το νομοσχέδιο Κεραμέως δεν είναι μια μεμονωμένη πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Έρχεται ως συνέχεια προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης, όπως αυτές ξεδιπλώθηκαν με τον νόμο 4623/2019 που κατήργησε τον βάσιμο λόγο απόλυσης, τον ν. 4635/2019 που απενεργοποίησε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (αμφότεροι νόμοι Βρούτση), τον νόμο 4808/2021 (νόμος Χατζηδάκη) που «ψαλίδισε» κάθε εργαλείο συλλογικής διεκδίκησης ποινικοποιώντας το δικαίωμα της απεργίας, αύξησε το επιτρεπόμενο όριο υπερωριών και εισήγαγε τη νεοφιλελεύθερη καινοτομία της διευθέτησης ωραρίου (δεκάωρη απασχόληση) με ατομική συμφωνία, νομιμοποιώντας τον εξαναγκασμό των εργαζομένων στην υπεραπασχόληση, τον νόμο 5053/2023 που θεσμοθέτησε την εξαήμερη εργασία και τον νόμο 5163/2024 που έβαλε ταφόπλακα στον καθορισμό του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους και αλλοίωσε το πνεύμα της 2022/2041 Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που προωθούσε πολιτικές για τη στήριξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Το σύνολο των νομοθετικών επιλογών της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας συγκροτεί μια ενιαία πολιτική στην κατεύθυνση της φτηνής και ευέλικτης εργασίας, των καθηλωμένων μισθών, των εξοντωτικών ωραρίων, της υπερεκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας προς όφελος της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Η Νέα Δημοκρατία, από την αρχή της διακυβέρνησής της, έβαλε στο στόχαστρο τον κόσμο της εργασίας με την κοινωνικά μεροληπτική πολιτική της.
Με το κίβδηλο πρόσχημα του εκσυγχρονισμού της αγοράς εργασίας, επιβάλλει τον πιο σκληρό αναχρονισμό, απορρυθμίζει σταθερά την αγορά εργασίας διευρύνοντας την εργασιακή ανασφάλεια, την υπεραπασχόληση και τη διάρρηξη της ισορροπίας οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
Την ώρα που το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται λόγω των πόρων του ευρωπαϊκού «λεφτόδεντρου» του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι Έλληνες εργάζονται σκληρότερα και αμείβονται λιγότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, έχοντας τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη σε όλη την ΕΕ (μετά τους Βούλγαρους). Η οικονομική κατάσταση της πλειονότητας των Ελλήνων επιδεινώνεται, ενώ για έξι στα δέκα νοικοκυριά (60,7%) το μηνιαίο εισόδημά τους αρκεί μεσοσταθμικά για μόλις 19 ημέρες του μήνα. Η Ελλάδα κατάντησε ουραγός των ουραγών σε ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 60%, ενώ στην Ελλάδα οριακά υπερβαίνει το 25%.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της κυβέρνησης Μητσοτάκη γεννά αδιέξοδα για την κοινωνική πλειοψηφία και τη μακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας.
Με το νομοσχέδιο Κεραμέως προσπαθεί να δώσει τη χαριστική βολή στις εργασιακές σχέσεις, αμφισβητώντας τον πυρήνα των δικαιωμάτων που σχετίζονται με το ωράριο εργασίας και υποχρεώνοντας τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα να αποδέχονται εργασία έως και 13 ώρες την ημέρα στον ίδιο εργοδότη.
Προωθεί:
- την 13ωρη απασχόληση ημερησίως σε έναν εργοδότη,
- τη δυνατότητα υπερωριακής εργασίας στους εκ περιτροπής εργαζόμενους, που πέραν της αλλοίωσης του χαρακτήρα του ευέλικτου μέτρου της εκ περιτροπής απασχόλησης για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αναγκών της επιχείρησης, θα οδηγήσει μοιραία και σε καταστρατήγηση, καθόσον θα χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης,
- τη θέσπιση της υπερευέλικτης μορφής εργασίας των 2 ημερών/εβδομάδα, που διαμορφώνει ένα περιβάλλον υψηλής διακινδύνευσης καταχρηστικών πρακτικών, γιατί δεν έχει κανέναν περιορισμό στις ανανεώσεις της, συνεπώς μπορεί να συνάπτεται κάθε εβδομάδα, στερώντας από τον εργαζόμενο τα δικαιώματα που συνδέονται με την εργασία του (π.χ. ετήσια άδεια).
Στέλνει το καθαρό μήνυμα πως για τη Νέα Δημοκρατία το 8ωρο είναι παρωχημένο και ξεπερασμένο, ακολουθώντας το αντίστροφο παράδειγμα από τις ανεπτυγμένες χώρες που επιλέγουν πολιτικές μείωσης των ωρών εργασίας με διατήρηση των αποδοχών. Όταν οι υπόλοιπες χώρες επιλέγουν την τετραήμερη εργασία, η κυβέρνηση προωθεί την εξαήμερη εργασία και το 13ωρο.
Αντί να επενδύσει στην ποιότητα της εργασίας και στην εναρμόνιση της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής ως εργαλεία αύξησης της παραγωγικότητας και αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος, επιβάλλει το χρεοκοπημένο μοντέλο της φθηνής και απαξιωμένης εργασίας.
Υπάρχει άλλος δρόμος αξιοπρέπειας και προοπτικής για τον κόσμο της εργασίας. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε χθες τροπολογία, με την οποία προωθούμε:
- την επαναφορά του συστήματος προσδιορισμού του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου αποκλειστικά με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων,
- την επαναφορά της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, ώστε να γίνει 6μηνη και ολική, δηλαδή να αφορά το σύνολο των κανονιστικών όρων της Σ.Σ.Ε. που λήγει και όχι μόνο τον βασικό μισθό και τα τέσσερα επιδόματα (ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας),
- την επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, όπως ίσχυε πριν τη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 2019, για να στηριχθούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Παράλληλα, δεσμευόμαστε για την κατάργηση των αντεργατικών νόμων της κυβέρνησης Μητσοτάκη που έκαναν λάστιχο το ωράριο των εργαζομένων και διαλύουν την καθημερινότητά τους. Δέσμευσή μας είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας για τους εργαζόμενους και μιας αγοράς εργασίας με κανόνες. Με εργαλεία συλλογικής ρύθμισης που θα επιτρέψουν στον κόσμο της εργασίας να διεκδικήσει και να πετύχει να λάβει το μέρισμα που του αναλογεί στο αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης. Με λιγότερη ασυδοσία και περισσότερη δικαιοσύνη.
Στις επόμενες εθνικές εκλογές θα κριθεί το μέλλον του κοινωνικού κράτους, ενδεχομένως η ίδια του η ύπαρξη.
Λέμε ένα μεγάλο «όχι» στο νεοφιλελεύθερο έκτρωμα της κυβέρνησης και ένα μεγάλο «ναι» στις δίκαιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Υπογράφουμε ένα νέο εθνικό, παραγωγικό και κοινωνικό συμβόλαιο με τον κόσμο της εργασίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας, για μια ανάπτυξη βιώσιμη και συμπεριληπτική. Για μια κοινωνία με ευημερία και προοπτική.
(Ο Κώστας Τσουκαλάς είναι εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ)




























