Ο τρόπος που μια κοινωνία διαχειρίζεται τα απορρίμματά της αποκαλύπτει περισσότερα για το μέλλον της από ό,τι οι πιο εντυπωσιακές διακηρύξεις της. Τα σκουπίδια δεν είναι απλώς υλικά που «ξεφορτωνόμαστε». Είναι ο καθρέφτης του τρόπου που παράγουμε, που καταναλώνουμε, που σεβόμαστε –ή όχι– το περιβάλλον και τις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό και η καύση, όπως και η ταφή, δεν μπορεί να είναι ποτέ πρώτη επιλογή. Είναι η τελευταία λύση, όταν έχουν προηγηθεί όλα τα υπόλοιπα: ενημέρωση, πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, διαλογή στην πηγή, ανάκτηση και ανακύκλωση.
Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τη δημιουργία δικτύου μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αθώα. Υποκρύπτει ένα άριστα κατευθυνόμενο σχέδιο για την αθρόα καύση απορριμμάτων, που δεν έχει καμία σχέση με τις αρχές της Κυκλικής Οικονομίας. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει κάνει στρατηγική επιλογή την καύση, παραδίδοντας τη διαχείριση των απορριμμάτων σε έξι μεγάλες μονάδες που θα λειτουργούν μέσω ΣΔΙΤ, με εγγυημένες ποσότητες για 25 έως 35 χρόνια και με ελάχιστο ή μηδενικό δημόσιο έλεγχο.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι τοποθεσίες εγκατάστασης φαίνεται να επιλέγονται από τους ιδιώτες. Στην Αττική η μονάδα δεν θα καίει μόνο τα απορρίμματα της περιφέρειας, αλλά και άλλων περιοχών και νησιών, όπως η Κως, η Σάμος, η Λέσβος και η Νάξος. Έτσι, όχι μόνο δεν δίνεται προοπτική τοπικής ανακύκλωσης και διαχείρισης, αλλά επιβαρύνονται και οι Δήμοι των νησιών που θα πληρώνουν επιπλέον για να μεταφέρουν τα σκουπίδια τους στην καύση.
Η ΣΜΠΕ βαφτίζει ως «εθνικό στοίχημα» τη μείωση της ταφής στο 10% έως το 2030 ενώ η ευρωπαϊκή οδηγία δίνει περιθώριο έως το 2035 και δυνατότητα παράτασης έως το 2040. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με την μείωση της ταφής; Όχι.
Όμως η επιτάχυνση αυτή δεν είναι δείγμα φιλοδοξίας αλλά πρόσχημα, ένα επικοινωνιακό κατασκεύασμα που επιτρέπει στην κυβέρνηση να παρουσιάσει ως «αναγκαιότητα» αυτό που στην πραγματικότητα είναι πολιτική αποτυχία. Πρόκειται για ωμή παραπλάνηση: βαφτίζουν την αποτυχία πολιτική επιλογή και την πολιτική επιλογή «αναγκαιότητα». Θέλουν δηλαδή να φτάσουμε στο 2030 χωρίς να έχουμε πιάσει τον στόχο έτσι ώστε να οδηγηθούμε στην καύση.
Η ΣΜΠΕ για την καύση απορριμμάτων είναι μια περιβαλλοντική παγίδα. Αντιστρατεύεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο, συγκρούεται με την Πράσινη Συμφωνία, μας εκθέτει σε νέες ευρωπαϊκές κυρώσεις και εξυπηρετεί την ιδιωτική κερδοφορία σε βάρος των πολιτών. Είναι μια πολιτική απάτη που επιχειρεί να ντύσει την αποτυχία με τον μανδύα της αναγκαιότητας.
Στο οικονομικό σκέλος, οι συνέπειες είναι εξίσου βαριές. Το τέλος ταφής, αντί να αποτελέσει κίνητρο για την ανακύκλωση, μετατράπηκε σε χαράτσι που πλήττει την Αυτοδιοίκηση. Δήμοι της Αττικής κλήθηκαν ήδη να πληρώσουν δυσθεώρητα ποσά. Το gate fee για τις νέες μονάδες καύσης θα ξεπεράσει τα 130 ευρώ ανά τόνο και με την προσθήκη των δικαιωμάτων ρύπων θα φτάσει τα 300 ευρώ. Το συνολικό ετήσιο κόστος θα αγγίξει τα 200 με 300 εκατομμύρια ευρώ και θα μετακυλιστεί στους Δήμους και στα δημοτικά τέλη.
Με άλλα λόγια, οι πολίτες θα πληρώσουν ακριβότερα όχι για καλύτερο περιβάλλον, αλλά για να είναι το κέρδος των ιδιωτών εγγυημένο. Και εδώ προκύπτει το εύλογο ερώτημα: αφού η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χρηματοδοτεί μονάδες καύσης απορριμμάτων, πώς μπορεί η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια «καλή πρακτική»; Πώς μπορεί να είναι λύση μια μέθοδος που η ίδια η Ευρώπη απορρίπτει ως μη βιώσιμη και ασύμβατη με την Κυκλική Οικονομία;
Το σχέδιο πάσχει και σε ζήτημα διαφάνειας. Οι προγενέστερες μελέτες σκοπιμότητας, που χρηματοδοτήθηκαν με δημόσιο χρήμα, δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα. Δεν κατατέθηκαν ούτε στη Βουλή, παρότι ζητήθηκαν. Θάφτηκαν σε συρτάρια για να μην αποκαλυφθεί ότι η κατεύθυνση είχε προαποφασιστεί. Πρόκειται για σκόπιμη απόκρυψη και για κατάφωρη προσβολή των πολιτών.
Η χώρα δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε ένα τεράστιο αποτεφρωτήριο σκουπιδιών. Χρειάζεται ένα νέο, ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων που να στηρίζεται στην Κυκλική Οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τεθούν ξεκάθαροι όροι διαφάνειας, δημόσιος έλεγχος και ουσιαστική συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η αφετηρία πρέπει να είναι η ενημέρωση, η πρόληψη και η επαναχρησιμοποίηση, να ακολουθήσει η σωστή διαλογή στην πηγή και η ανάπτυξη τεσσάρων διακριτών ρευμάτων ανακύκλωσης σε κάθε Δήμο, με τον αναγκαίο εξοπλισμό και τις αντίστοιχες υποδομές.
Παράλληλα, είναι αναγκαία η χωριστή συλλογή των βιοαποβλήτων και η ανάπτυξη μονάδων κομποστοποίησης, ώστε να αξιοποιείται το μεγαλύτερο μέρος τους. Οι μονάδες επεξεργασίας πρέπει να στοχεύουν στη μέγιστη δυνατή ανάκτηση υλικών και στη μείωση του υπολείμματος στο ελάχιστο δυνατό ποσοστό. Και μόνο τότε, αφού εξαντληθούν όλα αυτά τα βήματα, μπορούμε να συζητήσουμε πώς θα διαχειριστούμε το μικρό υπόλειμμα που απομένει, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Η απόρριψη της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής δεν αφορά απλώς τις τεχνικές της αδυναμίες ή τις διαπιστωμένες ελλείψεις, ασάφειες και αντικρουόμενες προβλέψεις που περιέχει. Αφορά κυρίως την κατεύθυνση του ίδιου του σχεδιασμού, ο οποίος φαίνεται να στηρίζεται σε μια λογική συγκεντρωτικής διαχείρισης και σε ένα ενεργειακό μοντέλο που προηγείται της ουσιαστικής ανακύκλωσης και πρόληψης αποβλήτων, μη δίνοντας έμφαση στην αποκέντρωση, στη συμμετοχή των δήμων και στην περιβαλλοντική διαφάνεια.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι Περιφερειακός Σύμβουλος Αττικής και μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ)





























